Το δικαστήριο για τις ζωοκλοπές

μονή Δισκουρίου01.jpg
Μονή Δισκουρίου, φωτογραφίες από Χανιώτικα Νέα

Ανάμεσα στα παραπάνω μεγάλα χωριά [Ν.Β. Ζωνιανά, Λιβάδια] και στα Ανώγεια στέκεται, σε τόπο καταπράσινο, από τον καιρό των Βενετσιάνων, κατ’ άλλους από την πρωτοχριστιανική εποχή, η μονή Δισκουρίου, μισοκρυμμένη στο χείλος μιας ανάβαθης χαράδρας, πολλές φορές κατεστραμμένη σε επαναστάσεις και ξαναχτισμένη από τους μοναχούς. Υπήρχε η φήμη ότι η μονή είχε πάρει τ’ όνομά της από αρχαίο ναό των Διόσκουρων, που πάνω στα ερείπιά του οικοδομήθηκε αργότερα χριστιανικός ναός. Τούτο το μοναστήρι όμως ήταν πασίγνωστο στην Κρήτη σαν δικαστήριο για τις ζωοκλοπές, επειδή εκεί, μπροστά σ’ ένα εκατόχρονο εικόνισμα του καβαλάρη Αϊ-Γιώργη, του πολεμιστή αγίου, γινότανε το προφορικό ξεκαθάρισμα για τις ζωοκλοπές ολόκληρου του Ψηλορείτη, όσα χρόνια μπορούσανε να θυμηθούν οι παλαιοί. Ο ύποπτος για τη ζωοκλοπή βοσκός έπρεπε να πάρει όρκο για την αθωότητά του στο εικόνισμα του Αϊ-Γιώργη, μπροστά στο οποίο τον έφερνε για να κριθεί ο κάτοχος των κλεμμένων ζώων. Εάν, την ώρα που έπαιρνε τον όρκο, τολμούσε ν’ απλώσει το χέρι του και ν’ αγγίξει τον καβαλάρη άγιο, έστω στα ολόχρυσα σανδάλια ή στην άκρη της χρυσής βαριάς του σπάθας, τότε έβγαινε αθώος. Εάν όμως δεν τολμούσε ν’ αγγίξει, ή τον πρόδινε το χέρι του, τότε έπρεπε να παραδεχτεί την ενοχή του. Τέτοιες εικόνες-δικαστές υπήρχανε κι αλλού στη νήσο, αναγνώστη, επειδή τις προτιμούσαν οι ποιμένες από τα δικαστήρια των πόλεων. Το πιο σημαντικό είναι ότι στο μοναστήρι Δισκουρίου, και μόνον εκεί, ο όρκος από τον ύποπτο για ζωοκλοπή βοσκό: «Μα τον Ζα, φάσκω σου και κάτεχέ το, ότι δε σου φταίω…» ήταν μια κατευθείαν επίκληση στο όνομα του Δία, ή Ζα στην αρχαία αιτιατική της δωρικής διαλέκτου.

~ Ρέα Γαλανάκη, Αμίλητα, βαθιά νερά: Η απαγωγή της Τασούλας (εκδ. Καστανιώτης, 2006)

μονή Δισκουρίου03

“Νη Ζα, φάσκω σου και κάτεχέ το πως δε σου φταίω στο πράμα σου, έργο μου γή βουλή μου (Μ. Παπαδάκης, “Η Μονή Δισκουρίου”, στο Προμηθεύς ο Πυρφόρος, τ. 23/1981, σελ. 163). […]

“Μα το Ζα, δε σε πείραξα και άμε να γυρεύγεις αλλού το πράμα σου”. Αυτό επιβεβαίωσε και ο τελευταίος μοναχός του Δισκουρίου Καλλίνικος Βάμβουκας […]

“Νη Ζα, φάσκω σου και κάτεχέ το πως δεν κατέω πράμα για την αραζό τση κλεψάς των οζώ σου” (Γ. Σταυρακάκη, “Τοπωνυμικά”, στο περ. Κρητική Εστία, τ. 161 / 1966, σελ. 232).

“Νη Ζα, φάσκω σου το και κάτεχέ το. Δε σου τάφαγα εγώ τα πρόβατά σου” (Γιάννη Μουρέλλου, “Κρητική Ψυχή”, σελ. 16, εκδ. Παγκρητίου Ενώσεως, Αθήνα 1963

~ Νίκος Ψιλάκης, “Άγιος Γεώργιος και Δίας μαζί

Αλεξάνδρα Κραντονέλλη

Η Πύλη δεν συμπαθούσε πολύ τους κοντινούς πειρατές και τους χρησιμοποιούσε όπως οι γιατροί τα δηλητηριώδη φυτά.

~ Αλεξάνδρα Κραντονέλλη, Ιστορία της πειρατείας στους μέσους χρόνους της Τουρκοκρατίας, 1538-1699 (Βιβλιοπωλείον της “Εστίας”, 2015, σελ. 27)

Η φρίκη της πόρτας που κλείνει

Όποιος δεν νιώσει τη φρίκη της πόρτας που κλείνει πίσω του και κλειδώνει, ποτέ στ’ αλήθεια δεν έμαθε τι θα πει λευτεριά. Είναι κάτι που μοιάζει με τρέλα μαζί και με θάνατο, η αίσθηση αυτή της αδυναμίας να χρησιμοποιήσεις τις ικανότητές σου, ο αποκλεισμός από τους ανθρώπους που θα μπορούσαν να σε βοηθήσουν, το θάψιμο σε έναν τάφο, απ’ όπου η φωνή σου δεν μπορεί ν’ ακουστεί. Πηγαινοέρχομαι στο κελί σαν μανιακός. Θέλω να τρέξω, αλλά είναι μπροστά μου από παντού ένας τοίχος παχύς σαν το μπόι μου και ανένδοτος σαν τη μοίρα. Το φως πέφτει από ψηλά για να φαίνεται το κελί σαν πηγάδι. Και το κομμάτι ουρανός που έχουν αφήσει να φαίνεται είναι μόνο για να κεντρίζει την αγωνία.

~ Ασημάκης Πανσέληνος, Μέρες από τη ζωή μας (Κέδρος, 1980)

Ο κώδικας του Παλαιοκώστα

«Όταν η σκέψη σου καταγράφεται με μολύβι, στην πρώτη καταιγίδα θα εξαφανιστεί. Όταν καταγραφεί με ανεξίτηλη μελάνη, τίποτα δεν θα τη σβήνει, θα γίνει μια μικρή πεποίθηση μέσα σου, μια πίστη. Οι μικρές μικρές πεποιθήσεις χτίζουν συνειδήσεις και ήθος, που δεν είναι τίποτα περισσότερο απ’ τα όρια που βάζουμε στις πράξεις μας. Είναι η τοποθέτησή μας, η στάση μας απέναντι στα πράγματα και τα γεγονότα που συμβαίνουν γύρω μας. Πρόκειται ουσιαστικά για τους ατομικούς μας νόμους, το προσωπικό μας σύνταγμα, την αυτονομία μας. Και λέμε, εγώ αυτό το κάνω γιατί μου το επιτρέπει η συνείδηση και το ήθος μου, το άλλο μου το απαγορεύουν. Εμένα μου απαγορεύουν να πουλήσω όπλα, προστασία σε μικρομάγαζα, ναρκωτικά, την ελευθερία μου, το φίλο μου, τη μάνα μου, την ψυχή μου. Μου απαγορεύουν επίσης να μπω σε σπίτι να κλέψω, να σκοτώσω μια γριούλα, να γίνω καταδότης, να συνεργαστώ με μπάτσο, πολιτικό, και πολλά άλλα. Τι μου επιτρέπουν; Μόνο ληστείες τραπεζών, απαγωγές πλουσίων και συμμετοχή σε επανάσταση για δικαιότερο κόσμο. Βλέπεις λοιπόν πως στο προσωπικό μου σύνταγμα οι απαγορεύσεις είναι πολύ περισσότερες.»

~ Βασίλης Παλαιοκώστας, Μια φυσιολογική ζωή: Δράσεις και αποδράσεις ενός επικηρυγμένου (Οι Εκδόσεις των Συναδέλφων, 2019)

Βασίλης Παλαιοκώστας - Μια φυσιολογική ζωή.jpg

Ottoman History Podcast: Pirates

E333: Piracy and Law in the Ottoman Mediterranean
with Joshua White, hosted by Chris Gratien, Susanna Ferguson, and Taylor Moore

“Pirates are usually imagined as outlaws. But as the history of the early modern Mediterranean demonstrates, the line between illegal raiding and legitimate maritime violence was blurry, easily crossed, and often a moving target. In this episode, we talk to Joshua White about his book Piracy and Law in the Ottoman Mediterranean. We consider how piracy shaped legal institutions and thought in the Ottoman world, and we get a glimpse of the fascinating and liminal world of pirates, jurists, and officials in the Ottoman Mediterranean.”


E1: Corsairs and the Ottoman Mediterranean
with Emrah Safa Gürkan, hosted by Chris Gratien

“Much like pirates, corsairs performed raids on coastal populations and interrupted shipping in the Mediterranean. However, unlike pirates, corsairs had the legal backing of sovereign states from among both the Ottomans and their European rivals who sponsored corsair activities in maritime borderland regions such as North African and the Eastern Mediterranean. In this episode, Emrah Safa Gürkan discusses the role of these go-betweens in the early modern world and suggests new ways of thinking about corsairs outside of the Christianity vs. Islam dichotomy.”

Ναβάχα

19th century, spain
Ισπανική ναβάχα, 19ος αιώνας

Στα ισπανικά, navaja είναι η φαλτσέτα (δηλαδή το σπαστό ξυράφι του μπαρμπέρη, όχι το γυριστό κοπίδι του τσαγκάρη), ή γενικότερα ο σουγιάς. Ή ειδικότερα, ένας τύπος παραδοσιακού ισπανικού σουγιά με συνήθως καμπύλη λαβή, και μ’ αυτή την έννοια η λέξη χρησιμοποιείται και διεθνώς.

same
Σεβίλλη, 19ος αιώνας

19

Παρόμοιου σχήματος σουγιαδάκια είχαν και οι Ρωμαίοι, αλλά δεν παίρνουμε όρκο αν από κει το πήραν οι Ισπανοί, ή αν οι Ρωμαίοι το πήραν απ’ τους Κελτίβηρες, ή κάτι άλλο. Τέτοια — στο περίπου — κυκλοφορούσαν γενικώς στη Μεσόγειο, και στα Βαλκάνια και σ’ εμάς.

1st century, roman
Ρωμαϊκός σουγιάς, 1ος αιώνας

 

19th century, balkans
Βαλκάνια (?), 19ος αιώνας

 

cebcceb1cf87
Καστοριά

Η σύγχρονη ισπανική ναβάχα (18ος αιώνας και δώθε) παίζει σε διάφορα σχέδια, όλα όμως αρκετά χαρακτηριστικά ώστε να ξεχωρίζουν από ένα γενικό κι αόριστο “με καμπύλη λαβή”.

tumblr_owa73nirzt1v4fvg9o1_1280
Αλμπαθέτε, 20ός αιώνας

Παίζει επίσης σε διάφορα μεγέθη. Δεν ήταν όλες τσέπης, κάμποσες ήταν τόσο μεγάλες που τις περνάγανε στη ζώνη, σαν πολεμικό μαχαίρι. Και μερικές ήταν τεράστιες, μισό μέτρο διπλωμένες, να τις κρεμάς στον τοίχο του σπιτιού για διακόσμηση ή στον τοίχο του μαγαζιού για να μοστράρει ο μαχαιροποιός την τέχνη του. (Από κει έγινε κι ένα μπέρδεμα, συλλέκτες βρίσκανε αυτά τα τεράστια πράγματα κάνα-δυο αιώνες μετά και νόμιζαν ότι ήταν για κανονική χρήση, κι ότι η ναβάχα είναι βασικά ολόκληρο σπαθί που διπλώνει. Παιδιά, όχι.)

exhibition navaja.jpg
Ναβάχα για μόστρα (77 εκατοστά μήκος), Σεβίλλη, 1888

Το πιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ναβάχας (παρ’ όλο που δεν το έχουν όλες) είναι ο μηχανισμός ασφαλείας, η carraca. Είναι ένας μικρός οδοντωτός τροχός στην άρθρωση που κάνει κρα-κρα-κρα όταν την ανοίγεις (εξού και καράκα) και κλειδώνει τη λάμα στη θέση της. Έτσι δεν υπάρχει φόβος εκεί που καρφώνεις το σουγιά να διπλώσει κατά λάθος η λάμα και να σου πάρει τα δάχτυλα.

carraca.jpg
Η καράκα (Σεβίλλη, 1888)

 

catalonia, 18th.jpg
Ναβάχα με καράκα, Καταλoνία ή Βαλεαρίδες, 18ος αιώνας

Διαδόθηκε και παραπέρα, στη Γαλλία και στην Ιταλία, ιδιαίτερα Κορσική και Σαρδηνία.

italy.jpg
Ιταλία

 

19th century, Thiers, France, cutler signature Beauvoir. Blade length 17 cm, total length 36 cm.jpg
Γαλλία, 19ος αιώνας

Ο μύθος

Κάποιοι ρομαντικοί τύποι (Θεόφιλος Γκωτιέ, Προσπέρ Μεριμέ, και κάτι αγγλοαμερικάνοι) περιηγήθηκαν στην εξωτική Ισπανία, περιέγραψαν τη ναβάχα ως το παραδοσιακό όπλο του υποκόσμου και την άφησαν αμετάφραστη, λες κι είναι ειδικός όρος. Ο Μεριμέ στην Κάρμεν έβαλε μια σκηνή καβγά και μαχαιρώματος. Άλλοι ρομαντικοί εικονογράφησαν τέτοιους καβγάδες νταήδων, με πολύ κουλέρ λοκάλ.

local.jpg
Antonio María Esquivel y Suárez de Urbina, Riña de bandoleros (1830)

Ένας Ισπανός πάλι δημοσίευσε ένα εγχειρίδιο… ας πούμε αυτοάμυνας, εξηγώντας επιστημονικά πώς σφάζουν με τη ναβάχα οι εξωτικοί (διάβαζε: λούμπεν) μαχαιροβγάλτες της χώρας του, και πώς να τους σφάξετε εσείς πρώτοι αν σας την πέσουν. Τώρα το πόσο “αυθεντικές” ήταν αυτές οι τεχνικές, συζητήσιμο. Τα πραγματικά μαχαιρώματα δεν είναι μονομαχίες με κανόνες και πόντους ούτε ξιφομαχίες με περίπλοκα βήματα, είναι όρμα και κάρφωτο κι όποιον πάρει ο Χάρος.

baratero.jpg
Manual del Baratero, εικονογράφηση πρώτης έκδοσης (1849)

 

tumblr_owa69ta1dt1v4fvg9o1_1280
Manual del Baratero, μεταγενέστερη εικονογράφηση του Ντορέ, που μάλλον δεν είχε δει ποτέ στη ζωή του ναβάχα ή Ισπανό νταή

Πάντως στα ισπανικά η λέξη δεν είναι αργκό, και η ναβάχα δεν ήταν αποκλειστικά για μαχαιροβγάλτες — αντίθετα, ήταν ο πιο κοινός τύπος σουγιά, κυκλοφορούσε παντού και όλοι είχαν μια τέτοια να βρίσκεται, κυρίως για εργαλείο. Πού και πού ξεκοιλιάζαν και κανέναν με δαύτη, ειδικά σε περιόδους που απαγορευόταν η οπλοφορία στους κοινούς θνητούς, οπότε αν έπρεπε ντε και καλά να ξεκοιλιάσεις κάποιον, δεν είχες και πολλές επιλογές τέλος πάντων. Ένα φεγγάρι απαγορευόταν ΚΑΙ η ναβάχα.

Και φυσικά, όπως με όλα τα ωραία λεπίδια (μα δεν είναι πανέμορφο, το κερατούκλικο;), την έσερναν για μόστρα και καμάρι. Και για αντριλίκι βέβαια — τουλάχιστον οι άντρες, γιατί μια χαρά τη σέρναν και γυναίκες… Το 19ο αιώνα τη σκάλιζαν και με μεγάλα λόγια τύπου “αν είστε πέντε φύγετε κι αν είστε δέκα ελάτε”, ξερωγώ Valor! ή Viva España ή No me abras sin razon ni me cierres sin onor, παναπεί “μη μ’ ανοίξεις χωρίς λόγο και μη με κλείσεις χωρίς τιμή”, αχ αυτή η τιμή. leyendas.jpgΕίπε πρόσφατα ο φίλτατος Σαραντάκος (που είχε ασχοληθεί παλιότερα με τη ναβάχα γλωσσολογικώς) ότι το “έγκλημα τιμής” είναι ευφημισμός. Διαφωνώ, ο όρος είναι ανθρωπολογικά ορθός. Η ίδια η τιμή είναι παρεξηγημένη, νόμιζει ο κόσμος ότι είναι καλό πράγμα ενώ στην πραγματικότητα είναι σκατά κι απόσκατα. (Και δεν έχει καμία σχέση με την εντιμότητα: η εντιμότητα έχει να κάνει με το πώς φέρεσαι εσύ ασχέτως τι κάνουν ή τι λένε οι άλλοι, ενώ η τιμή είναι ακριβώς τι (νομίζεις ότι) λένε οι άλλοι, φταις δε φταις.)  Αλλά αυτό είναι μια άλλη και μεγάλη κουβέντα. Εδώ στα Κλεφτρόνια πάντως, δεν ψαρώνουμε: είμαστε με τους άτιμους και τις άτιμες και γουστάρουμε.

Ετυμολογικό υστερόγραφο

Δεν της φαίνεται καθόλου, αλλά η ναβάχα είναι μακρινό ξαδερφάκι του ξυραφιού. Το ισπανικό navaja προέρχεται απ’ το λατινικό novacula (“ξυράφι, κοφτερό μαχαίρι”), το οποίο όμως δεν είναι αυτό που φαίνεται (ευτυχώς, γιατί τότε θα σήμαινε “καινούργιος κώλος”…), βγαίνει από ένα αμάρτυρο πρωτοϊταλικό *(ks)nowatlo-, και το βλέπετε αυτό το ξεκάρφωτο το ξ εκεί μέσα που στην πορεία εξέπεσε; Είναι απ’το πρωτοϊνδοευρωπαϊκό *ksnew- ή *ksunyo- (“ξύνω, ακονίζω”), η ρίζα είναι *kes-. Και από κεί προέρχονται και τα αρχαιοελληνικά ξύω και ξυρόν, απ’ όπου το ξύνω και το ξυράφι.

spain, 19th.jpg
Ισπανία, 19ος αιώνας

Πηγές, λινκάκια, και πολλές όμορφες ναβάχες…

Continue reading “Ναβάχα”

Περί βοσκών στη Μεσόγειο

Α.

“Οπουδήποτε κι αν παρατηρήσουμε αναδρομικά, οι μετακινήσεις των ποιμένων ήταν η απόληξη μιας μακράς εξέλιξης, το πιθανό αποτέλεσμα ενός πρώιμου καταμερισμού εργασίας. Ορισμένοι άνθρωποι, και μόνον αυτοί, με τους βοηθούς του και με τα σκυλιά τους, φύλαγαν τα κοπάδια και πηγαινοέρχονταν ανάμεσα στα ορεινά και τα πεδινά βοσκοτόπια. Κι αυτό οφειλόταν σε μια φυσική, αναπόφευκτη ανάγκη, την ανάγκη να γίνεται η βοσκή διαδοχικά σε διαφορετικά υψόμετρα. […]

Έτσι, συγκροτήθηκε μια ιδιαίτερη κατηγορία ανθρώπων, ανθρώπων έξω από τον κανόνα, ανθρώπων που ήσαν σχεδόν εκτός νόμου. Οι πληθυσμοί της πεδιάδας, αγρότες ή δενδροκόμοι, τους έβλεπαν να περνούν με συναισθήματα φόβου και έχθρας. Αυτοί, όπως και οι άνθρωποι των πόλεων, τους θεωρούσαν βαρβάρους, ημιάγριους. Όταν κατέβαιναν, οι κτηματίες και οι ζωέμποροι τους περίμεναν για να τους εξαπατήσουν. “Νέννα αγαπημένη”, λέει το σκληρό τραγούδι, “ο βοσκός σου δεν έχει τίποτα καλό επάνω του, η ανάσα του βρωμάει και δεν ξέρει να φάει από πιάτο. Νέννα mia, άλλαξε γνώμη, διάλεξε καλύτερα για σύζυγο ένα χωρικό, αυτός είναι καθώς πρέπει άνδρας”. Σημειώστε ότι αυτό το τραγούδι τραγουδιέται ακόμη σήμερα στην Ιταλία.”

~ Fernand Braudel, Η Μεσόγειος, Ο χώρος και η ιστορία, εκδ. Αλεξάνδρεια 1990

Β.

Μύρων Σκουλάς – Του έρωντα και τ’ αοριού

Μου ‘πεψε με το μαντρατζή σημείωμα στ’ αόρι
Πως δεν παντρεύγεται βοσκό, καλλιά γεροντοκόρη
Μήνα μου με το μαντρατζή να τση ξεκαθαρίσω
‘Η με τα κείνη γή τα ζα θα πρέπει να πουλήσω
Δε τα πουλώ τα πρόβατα, εις στ’ αόρι θα ποθάνω
Γιατί είναι η πιο περήφανη τέχνη στο κοσμο απάνω
Δεν την πετώ τη βέργα μου, τη βούργια δε τη βγάνω
Ορκίστηκα στον κόκαλο τση μάντρας να ποθάνω
Δεν τη πετώ τη βέργα μου και το γαμπαλαβάρι
Κι ας λέει εκείνη πως βοσκό δε πρόκειται να πάρει
Καλλιά στ’ αόρι μοναχός, στσι μπόρες και στα χιόνια
Παρά της χώρας τα ζεστά και στ’ ακριβά σαλόνια
Παλάθια δεν εζήλεψα, καλλιά ‘χω το μιτάτο
Κι όλη η ζωή μου να διαβεί στο γύρο των προβάτω
Καλλιά στ’ αόρι μοναχός, στο δάσος με τσι πρίνους
Παρά σε κήπο με πολλούς ψεύτικους άσπρους κρίνους
Α δε σ’ αρέσει η βοσκική να μου το πεις να πιαίνω
Για το χατήρι τον οζώ όλα τα παντογέρνω
Α δε σ’ αρέσει βοσκική με μένα μη μπερδέσεις
Γιατί τα ζα δε τα πουλώ κι άσχημα θα πονέσεις
Εγώ γεννήθηκα βοσκός και το βοσκό θα κάνω
Κι α δε σ’ αρέσω διάλεξε ένα πρωτευουσιάνο

(Τ’ Αορείτικα, 1997, Κρητικό Μουσικό Εργαστήρι Αεράκης)

Γ.

“Hobsbawm is surely right to claim that it is the very fixity of peasant farmers which makes them so eminently exploitable. His corollary that any type of movement in and of itself provokes an element of freedom congenial to banditry is more than adequately attested in antiquity. It is this factor of movement that is critically important in regions of diminished state control. In addition to pastoral nomads, highland shepherds represented a social group that was integrated socially and economically into the wider imperial system and yet which, because of its peculiar economic organization, was freed from most political constraints. Hence the equation “shepherd equals bandit” comes close to being one that is true for all antiquity. Indeed, the very type of social organization that characterized highland shepherd communities enabled them to constitute the driving force behind three or four of the largest slave uprisings documented in all ancient history.

The crime most frequently attributed to shepherd-bandits is that of rustling (abigeatus). It was so inextricably associated with bandits that it was not regarded as common theft (furtum) but as a more aggravated type of crime. Rustling therefore incurred the most severe penalties. The emperor Hadrian decreed to the provincial council of Baetica (southern Spain, where the problem was endemic) that condemnation to the mines or execution was the normal penalty.”

~ Brent D. Shaw, Bandits in the Roman Empire, Cambridge University Press, 2004

Δ.

“Ο ημι-νομαδισμός, που βρίσκεται στη βάση του παραγωγικού συστήματος της στάνης, είναι εξίσου αναγκαία προϋπόθεση και της δραστηριότητας του ληστή (που ακολουθεί πιστά το κοπάδι στις μετακινήσεις του) στο μέτρο που του εξασφαλίζει ελευθερία κινήσεων, του επιτρέπει τον έλεγχο των ορεινών περασμάτων που χρησιμοποιούν οι εμπορευόμενοι ή οι εισπράκτορες φόρων και τού παρέχει την αδιαφιλονίκητη κυριαρχία σε κακοτράχαλα μέρη σε περίπτωση καταδίωξης από το στρατό ή τη χωροφυλακή. Τα πλεονεκτήματα της κινητικότητας αυτής γίνονται ακόμα πιο προφανή αν αναλογισθούμε ότι μια από τις σπουδαιότερες αιτίες της ληστείας, κατά την ομόφωνη άποψη των μελετητών του 19ου αιώνα, ήταν η δυνατότητα που είχε ο ληστής να περνά ανενόχλητος την ελληνοτουρκική μεθόριο (μεθόριο για πολύ καιρό ανοιχτή στην ορεισινομή και ελλιπώς ελεγχόμενη) μετά από κάθε επιδρομή: η απουσία αποτελεσματικού συντονισμού για την πάταξη της ληστείας ανάμεσα στις ελληνικές και τις τουρκικές αρχές καθώς και τα ευρύτατα πελατειακά δίκτυα και οι συνενοχές που οι ληστές ανέπτυσσαν και από τις δύο πλευρές των συνόρων, μετέβαλαν τις μεθοριακές αυτές περιοχές σε ιδανική εστία ληστρικού βίου.”

~ Στάθης Δαμιανάκος, “Κοινωνική ληστεία και αγροτοποιμενικός πολιτισμός στην Ελλάδα”, στο Παράδοση ανταρσίας και λαϊκός πολιτισμός, εκδ. Πλέθρον, 1987

Η κατασκευή του κρητικού μαχαιριού

Συντομευμένο απόσπασμα από το βιβλίο: «Παραδοσιακά επαγγέλματα που χάνονται» του Αντώνη Β. Δαφέρμου. Πηγή: Επι+Επι, τριμηνιαία περιοδική έκδοση του Επιμελητηρίου Ρεθύμνης, 45ο τεύχος, Μάιος – Ιούνιος – Ιούλιος 2014 [PDF]

1.jpg
«Το μαχαίρι του πατέρα μου (1910)»

Τα μαχαιράδικα ήταν οι δρόμοι στο Ηράκλειο, τα Χανιά και το Ρέθυμνο, στους οποίους λειτουργούσαν εργαστήρια κατασκευής μαχαιριών. Τα έλεγαν ακόμη και μπιτσαχτσίδικα από το μπιτσάκ, ένα είδος μαχαιριού συνηθισμένο στην ισλαμική Ανατολή. [Για το κρητικό μαχαίρι] πήρα αρκετές πληροφορίες και φωτογραφικό υλικό από το άρθρο του Ευτ. Τζιρτζιλάκη. το οποίο δημοσιεύθηκε στο εκλεκτό περιοδικό Κρητικό Πανόραμα 1 (2003), 124. Όπως κάθε πράγμα έχει την ιστορία του, έτσι και το κρητικό μαχαίρι ή πασσαλής έχει τη δική του ιστορία. Γράφει ο Ευτ. Τζιρτζιλάκης:

Από τα στοιχεία που έχουμε σήμερα στη διάθεση μας προκύπτει ότι, ο πρόγονος του κρητικού μαχαιριού ήρθε μαζί με τους Τούρκους, όταν κατέκτησαν το νησί, το 1669. Ο Δ. Παρασύρης, από τα Ζωνιανά Μυλοποτάμου, έχει υπόψη του μια παράδοση, σύμφωνα με την οποία το πρώτο κρητικό μαχαίρι φτιάχτηκε στην Κρήτη 30 χρόνια μετά την κατάκτηση του νησιού από τους Τούρκους.

Υπάρχουν μεγάλες ομοιότητες στη διακόσμηση και τον τρόπο κατασκευής των κρητικών μαχαιριών και των κοντών σπαθιών και γιαταγανιών που διέδωσαν οι Οθωμανοί στις περιοχές που κατάκτησαν, από την Αραβία μέχρι την Ελλάδα.  Τα χαρακτηριστικά της ταυτότητας του γνήσιου κρητικού μαχαιριού που δίνει ο Ευτ. Τζιρτζιλάκης είναι:

  • Τα μανίκια της λαβής σχεδόν πάντα σχηματίζουν V, με συγκεκριμένες αναλογίες. Παλαιότερα το άνοιγμα του V ήταν μικρότερο, ενώ στα νεότερα μαχαίρια έχει γίνει πολύ πιο έντονο.
  • Οι παραστάσεις με συγκεκριμένα σύμβολα και διακοσμητικά θέματα πάνω στη λάμα και την ασημένια θήκη.
  • Το σχήμα του τσεπερλικιού, δηλαδή της μεταλλικής ταινίας που καλύπτει το διάστημα ανάμεσα στα δύο κόκαλα της λαβής, το οποίο φαρδαίνει ελαφρά, καθώς ξεκινάει από τη ρίζα της λεπίδας και πηγαίνει προς την τρύπα της μασιάς και το είδος της διακόσμησης πάνω του.
  • Η χρησιμοποίηση πάντα διπλών καρφιών (πίρων, περτσινών), συνήθως τριών σειρών ή και περισσοτέρων, ανάλογα με το μέγεθος του μαχαιριού για τη στερέωση των μανικιών στη λαβή. Το στόμιο της θήκης που είναι πάντα κυλινδρικό. Όταν η θήκη είναι ξύλινη , προστατεύεται από ένα μεταλλικό δαχτυλίδι, Τα θηκάρια, τα οποία όταν είναι ασημένια έχουν πάντοτε στο τελείωμα την κεφαλή του φιδιού-δράκου και είναι σκαλιστά (καλεμιστά ή repousse = με τη «φουσκωτή» τεχνική) με έντονο και βαθύ σκάλισμα σε βαρύ φύλλο ασημιού και όχι εγχάρακτα σε λεπτό φύλλο, όπως είναι άλλα βαλκανικά μπιτσάκ. Πολύ συχνά, η κεφαλή του φιδιού είναι προσαρτημένη και στο τέλος του ξύλινου φουκαριού, συχνότερα στα παλαιότερα μαχαίρια.
  • Το σχήμα της λεπίδας, με το ανασήκωμα της αιχμής σε σχήμα τσαρουχιού, το φάρδεμα της ράχης της λεπίδας, ώστε να σχηματίζει Τ και η διακόσμηση της ράχης με καλέμι.
  • Η ύπαρξη μιας τσιμπίδας, της μασιάς, η οποία βρισκόταν σε μια εσοχή στο πίσω μέρος του μαχαιριού, ανάμεσα στο V που σχηματίζουν τα δυο μανίκια. Η ύπαρξη της ενσωματωμένης μασιάς, την οποία χρησιμοποιούσαν για να ανάψουν με καρβουνάκια τον ναργιλέ τους, είναι μια καθαρά κρητική επινόηση, που δεν συναντάται σε κανένα άλλο μαχαίρι.

2.jpg

Continue reading “Η κατασκευή του κρητικού μαχαιριού”