Μάρκος Βαμβακάρης – Χθες το βράδυ στο σκοτάδι

Ζεϊμπέκικο του Μάρκου Βαμβακάρη. Στην αυτοβιογραφία του αναφέρει το περιστατικό που τον ενέπνευσε να το συνθέσει και περιγράφεται στους στίχους του. Ηχογραφήθηκε το 1935. Ορχήστρα με μπουζούκι (Μ. Βαμβακάρης), κιθάρα (Κ. Καρίπης) και κομπολόϊ με ποτήρι. / “Το τραγούδι περιγράφει ανάγλυφα τους απάνθρωπους, αλλά και αντισυνταγματικούς διωγμούς που υπέστη ο υπόκοσμος στη δεκαετία του ‘30. Ο ίδιος ο Μάρκος υπήρξε παθός και μαθός.” ~ Ηλίας Πετρόπουλος, Ρεμπέτικα τραγούδια

Χτες το βράδυ στο σκοτάδι
με στριμώξανε δυο μαύροι
έρευνα για να μου κάνουν
και το μαύρο να μου πάρουν.

Είχα κάνει φίνα ζούλα
που τους έπιασε τρεμούλα
Ρε, ψάξανε να μου το βρούνε,
μάγκα τώρα θα τον πιούμε.

Αγριέψανε οι μαύροι
μου τη στήνουν τ’ άλλο βράδυ,
βρε, και με κάνουνε πιαστό – αμαν αμαν
με τραβούνε στο πλεχτό.

Το πρωί στο Διοικητή – αμάν, αμάν,
και το βράδυ σην Αρχή
βρέ, κι έτσι μάγκα με δικάζουν,
και οι μαύροι ησυχάζουν.

Κώστας Μπέζος – Στην υπόγα

Τραγούδι του Κώστα Μπέζου (Α. Κωστής) που το ερμηνεύει ο ίδιος. Είναι ο πρώτος δίσκος που ηχογράφησε στην Ελλάδα ο Τέτος Δημητριάδης για λογαριασμό της αμερικανικης εταιρείας Victor, με τον Κώστα Μπέζο και κυκλοφόρησε στην Αμερική. Ηχογραφήθηκε στην Αθήνα, το 1930. Ζεϊμπέκικο. Ορχήστρα με δύο κιθάρες, παίζουν Κώστας Καρίπης και Κώστας Μπέζος. / Εκτέλεση από Θεοδοσία Στίγκα και φουλ ορχήστρα εδώ / Ο Πετρόπουλος λέει: “Καθώς πολλά μουρμούρικα, έτσι και σ’ αυτό το τραγούδι υπάρχουν έντονα σουρεαλιστικά στοιχεία. Όθεν, αδυνατώ να εξηγήσω τι σημαίνουν ορισμένες φράσεις (π.χ. του δεύτερου και του τρίτου δίστιχου). Πάντως κούφιο σημαίνει πιστόλι, όχι περίστροφο. Το τελευταίο δίστιχο είναι σαφώς ειρωνικό. Ο φουκαράς ο Μήτσος, ο στραβοκάνης, προφανώς, ήτανε ντουμανάκιας (δηλαδή: μπατίρης που συχνάζει στους τεκέδες και προσπαθεί να μαστουριάσει εισπνέοντας τα αιωρούμενα ντουμάνια, ή, ζητιανεύοντας καμιά ψιλή). Οι μάγκες κοροϊδεύουν, με συγκατάβαση, τους ντουμανάκηδες.”

Ρε, ν’ από πί-, ρε ν’ από πίσω στη στρατώνα
Βαρέσαν μά-, βαρέσαν μάγκα στην υπόγα

Μπαίνει ‘νας μπά-, μπαίνει ‘νας μπάτσος με το κούφιο
Και ρίχνει μου-, και ρίχνει μούσμουλα στο ρούφο

Και κατρακύ-, και κατρακύλησε το φέσι
Μας σβήνει ο να-, μας σβήνει ο ναργιλές στη μέση

Και τον ανά-, και τον ανάβει η κυρία Κούλα
Ρε που ‘χει τάλιρα και τσιγαριές στη ζούλα

Γειά σου ρε Μή-, γειά σου ρε Μήτσο στραβοκάνη
Που ‘σαι μαστού-, που ‘σαι μαστούρι απ’ το ντουμάνι

Μιχάλης Γενίτσαρης – Εγώ μάγκας φαινόμουνα

“Βαρύ ζεϊμπέκικο. Είναι ο πρώτος δίσκος του Μιχάλη Γενίτσαρη, χτυπημένος το 1937. Τότε ο Γενίτσαρης ήτανε μόλις δέκα-οχτώ χρονώ. Κι όμως έγραψε αυτό το κλασικό ρεμπέτικο και το τραγούδησε θαυμάσια με υποδειγματική μάγκικη προφορά, ενώ, παράλληλα, έπαιξε μπουζούκι (συνοδεύοντας τον εαυτό του) με εξίσου θαυμάσιο και υποδειγματικό τρόπο.” ~ Ηλίας Πετρόπουλος, Ρεμπέτικα Τραγούδια

Εγώ μάγκας φαινόμουνα
να γίνω από μικράκι
καταλαβα τα έξυπνα
κι έμαθα μπουζουκάκι.

Αντί σκολιό μου πάγαινα
μες του Καραϊσκάκη
έπινα διάφορα πιοτά
να μάθω μπουζουκάκι.

Οι συγγενείς μου λέγανε
να το απαρατήσω
αυτό το παλιομπούζουκο
για θα τους ξεφτιλίσω.

Εγώ όμως δεν το άφηνα
να λείψει από κοντά μου
αυτό το παλιομπούζουκο
που το `χα συντροφιά μου.

Γιώργος Μπάτης – Οι φυλακές του Ωρωπού

“Ζεϊμπέκικο του Μπάτη. Δίσκος του 1933 1934, με τον ίδιο. Δυστυχώς είναι πια αργά για να μάθουμε αν αυτό το συνταρακτικό και αποκαλυπτικό και – στο είδος του – μοναδικό τραγούδι οφείλεται στην ιδιοφυία του Μπάτη, ή, αν αυτός έχει δανειστεί στοιχεία από παλιά μουρμούρικα. Συν τοις άλλοις, οι στίχοι του Ωρωπού είναι αυστηρότατα αντικειμενικοί. Πράγματι, στις φυλακές το διαιτολόγιο είναι τόσο μονότονο που οι κατάδικοι το αποστηθίζουν. Το ξύρισμα και το κούρεμα, στις φυλακές, γίνεται δωρεάν. Αυτό θεωρητικώς, στην πράξη – αν δεν πληρώσεις – ο κουρέας σε γδέρνει. Τα νούμερα του τραγουδιού δηλώνουν τους θαλάμους της φυλακής. Η έκφραση την αμολάνε όλοι αβέρτα σημαίνει: όλοι χαφιεδίζουν συνεχώς και ανοιχτά. Στις φυλακές οι κατάδικοι που δουλεύουν για την σωφρονιστική υπηρεσία (γραμματικοί, καθαριστές κτλ.) μένουν σε χωριστούς θαλάμους, και συνήθως είναι χαφιέδες  του αρχιφύλακα. Ο όγδοος θάλαμος της φυλακής Ωρωπού φαίνεται ότι ήτανε νοσοκομείο ή αναρωτήριο. Τέλος, έχω να προσθέσω ότι ο τρίτος και τέταρτος στίχους χρησιμοποιούνται από τους κατάδικους σαν παροιμία. Το τραγούδι αυτό τραγουδιέται με τρόπο σχεδόν αφηγηματικό.” ~ Ηλίας Πετρόπουλος, Ρεμπέτικα Τραγούδια / Μπαγλαμά παίζει ο Μπάτης, μπουζούκι παίζει ο Ανέστης Δελιάς ή Αρτέμης.

Στον Ωρωπό καλέ την περνάμε φίνα
πιο καλά κι απ’ την Αθήνα.

Τρίτη, Πέμπτη μακαρόνια
μα ο μάγκας βγάζει χρόνια.

Και την Κυριακή μας δίνουν κρέας,
τσάμπα είναι κι ο κουρέας.

Εις το πρώτο πγαιν’ το χαρμανλίκι,
εις στο δεύτερο το μαστουρλίκι.

Και στο τρίτο πγαιν’ το νταϊλίκι
και στο τέταρτο, ωχ, το ζοριλίκι.

Και στο πέμπτο της λαθρομπορίας
και στο έκτο όλη η σκευωρία.

Και στο έβδομο όλ’ οι τεκετζήδες
και στο όγδοο όλοι οι ασθενήδες.

Και στο νούμερο το δέκα
την αμολάνε όλοι αβέρτα.

Θεοδοσία Στίγκα – Ήσουνα ξυπόλυτη

Ο Φέρρης θεωρεί ότι είναι τραγούδι του Τέτου Δημητριάδη και του Α. Κωστή (ψευδώνυμο του Κώστα Μπέζου) – ηχογράφηση εδώ. Αλλά μάλλον “προέρχεται από την περίοδο της ανώνυμης δημιουργίας και τραγουδιόταν σε διάφορες παραλλαγές”. Ο Πετρόπουλος λέει: “Παλιό μουρμούρικο της φυλακής. Βαρύ ζεϊμπέκικο. Το λέγανε πριν το 1900. Οι πρώτες έξι στροφές περιλαμβάνονται σε δίσκο, χτυπημένο πριν το 1920. Στην άλλη όψη του ίδιου δίσκου υπάρχει η περίφημη Υπόγα.” [Προφανώς εννοεί την εκτέλεση Κωστή, που είναι του 1930.]

Ήσουνα ξυπόλητη και γύρναγες στους δρόμους
Τώρα που σε πήρα εγώ, γυρεύεις ιπποκόμους

Ήσουνα ξυπόλητη και μάζευες κοσάρια
Τώρα που σε πήρα εγώ, γυρεύεις κατοστάρια

Ήσουνα ξυπόλητη και μάζευες ραδίκια
Τώρα που σε πήρα εγώ, γυρεύεις σκουλαρίκια

Ήσουνα ξυπόλητη και τάιζες κοκόρους
και τώρα που σε πήρα εγώ, ζητάς αεροπόρους

Τα ζάρια μου τα κούνησα κι ήρθανε έξη πέντε
Πάλι οι μπάτσοι στη γωνιά. τους πάει πέντε-πέντε

Βρε χίλια χρόνια φυλακή τιμώρησα το χάρο
Να ‘σαι πάντα λεύτερη, μαζί σου να γουστάρω


Άλλες στροφές, από Πετρόπουλο:

Ήσουνα ξυπόλητη και μάζευες χορτάρια
Τώρα που σε πήρα εγώ, γυρεύεις κατοστάρια

Βρε ήσουνα, τι ήσουνα, μια τσουβαλοπλέχτρα
Τώρα που σε πήρα εγώ, γυρεύεις σούρτα-φέρτα

Ήσουνα, τι ήσουνα, μια παξιμαδοκλέφτρα
Τώρα που σε πήρα εγώ, γυρεύεις σούρτα-φέρτα

Ήσουνα ξυπόλητη και μάζευες ραδίκια
Τώρα που σε πήρα εγώ, γυρεύεις βαντανίκια

Ήσουνα ξυπόλητη και πάταγες στις λάσπες
Τώρα που σε πήρα εγώ, γυρεύεις άσπρες κάλτσες


Άλλες στροφές, αδέσποτες:

Ήσουνα, τι ήσουνα, παλιάς πουτάνας κόρη
Τώρα που σε πήρα εγώ, ζητάς αεροπόροι

Ήσουνα, τι ήσουνα, γαμιόσουνα στα τρένα
Τώρα που σε πήρα εγώ, το παίζεις και παρθένα

Κούνησα ζάρια μου κι έφερα τρία πέντε
Τους φαντάρους έπαιρνες στα δάση πέντε-πέντε