τσιρίμπασης

(από slang.gr)

(Κλασική αργκό της φυλακής): Ο κουμανταδόρος, το άτυπο αφεντικό των φυλακισμένων, συχνά με την ανοχή του τυπικού αφεντικού (Διευθυντή) και σίγουρα με το δέος των φυλάκων. Ο υπερθετικός του βαρύμαγκα, αλλά και με σαφή ηγετικά προτερήματα. Πιθανότατα τούρκικης προελεύσεως.

Μεταφορικώς: Το αφεντικό με το άστε-ντούα.

Σερέτης, έξυπνος, δίκαιος και επικίνδυνος, ήταν ο εξισορροπητής των πολυσχιδών συμφερόντων μέσα στη φυλακή (π.χ. ζάρια, άδειες, πουστράκια, δουλειές επ’ αμοιβή, ξεκαθαρίσματα, τιμωρία ρουφιάνων, ναρκωτικά, προστασία κ.τ.λ.). Γαμούσε κι έδερνε.

Συνήθως είχε αρκετά βαριά ποινή, όχι όμως για έγκλημα κατά περίσταση (π.χ. φόνος αντίπαλου βοσκού για τα γίδια) ή ειδεχθές (βιασμός ανηλίκων), αλλά κατ’ εξακολούθησιν, κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια τελέσεως συγκεκριμένων εγκλημάτων (π.χ. μαστροπεία, αποδοχή προϊόντων του εγκλήματος, κιβδηλεία, λαθρεμπόριο, ναρκωτικά, εκβίαση κ.τ.λ.) και δη σε ρόλο αφεντικού-ενορχηστρωτή. Δηλαδή για εγκλήματα του δομημένου υποκόσμου 2-3 πόλεων και όχι χωριατίστικα καμώματα ή φλάς που έφαγε ένας μουρλός. Άλλωστε, λένε: «Ό,τι είσαι έξω απ’ τη φυλακή είσαι και μέσα», δηλαδή αντιμετωπίζεσαι αναλόγως. Εξ άλλου, μέσα στην φυλακή έχει να κάνει κανείς, με ανθρώπους που οδηγήθηκαν εκεί κυρίως λόγω ιδιαιτέρως ανεπτυγμένων ενστίκτων (κατά τον Λομπρόζο!) και δεν θα είναι καθόλου εύκολο να τους γελάσει περί το ποιόν του. Έτσι, ο ψιλικατζής παραμένει ψιλικατζής, ο χρεοφειλέτης είναι ένα συμπαθητικό ανθρωπάκι, ο πρεζάκιας είναι ξεφτίλας κ.ο.κ.

Ο τσιρίμπασης όμως, μέσα-έξω ήταν αφεντικό και έπαιρνε ρέφες (=πόντους) απ’ όλα τα επαγγέλματα του υποκόσμου, χάρη στη σωματική του ρώμη, το ψυχικό του σθένος και το μυαλό του, που δούλευε με διπλό διαφορικό. Χώρια που το φύσαγε από παραδάκι, ένεκα οι δουλειές έξω, που τις συνέχιζε ο έμπιστός του κι είχε και χρημάτιζε τους πουλημένους εκτελεστές του σωφρονιστικού συστήματος…

Ο σημαντικότερος τσιρίμπασης του παρελθόντος αιώνος, ήταν ο Νίκος Σκριβάνος, του οποίου πρωτοπαλίκαρο ήταν ο Νίκος Μάθεσης (ή τρελάκιας). Γνωστός τσιρίμπασης κι ο Σακαφλιάς, στη φυλακή Τρικάλων, που τον έφαγε η μαρμάγκα (ο Αντωνίτσης), είτε για να γίνει αυτός τσιρίμπασης είτε για λογαριασμό άλλου επίδοξου αφεντικού (δεν έχει εισέτι διευκρινισθεί, ακόμα και οι τρικαλινοί λένε μαλακίες).

Ο τσιρίμπασης γνώριζε ότι κατέχει ζηλευτή θέση στην μικρο-κοινωνία της φυλακής, δεν διακινδύνευε το κύρος του για μηδαμινά πράγματα (έστελνε άλλους) και όφειλε να προσέχει όλες τις κινήσεις, στον μικρό και περιορισμένο χώρο της φυλακής, του κάθε βαρύμαγκα που βυσσοδομούσε εναντίον του. Άλλωστε, η αποκαθήλωσή του ήταν ιδιαιτέρως οδυνηρή: Είτε ο θάνατος του στερούσε το αξίωμα, είτε (χειρότερα) η δημόσια διαπόμπευση = τον βαράγανε ή τον πηδάγανε πεν-έξι βαλτοί μπεχλιβάνηδες… Τη θέση του, την έπαιρνε ατάκα ο μάγκας που του την έστησε, για να μην δημιουργηθεί κενόν εξουσίας (!)

Βλ. σχετικά «Το εγχειρίδιο του καλού κλέφτη», «το άγιο χασισάκι» κ.α. (Ηλίας Πετρόπουλος) και «Τα παιδιά της πιάτσας» και «Παραμύθια πίσω απ’ τα κάγκελα» του Νίκου Τσιφόρου. Ειδικά, στο «Τουμπεκί» του Πέτρου Πικρού, ψυχογραφείται θαυμάσια η έννοια και η νοοτροπία του τσιρίμπαση εν έτει 1927 (!)

– Παιδιά, μην παίζετε άλλο τάβλι, βαρέθηκα!
– Τώρα, τελειώνουμε…
– Λοιπόν, τέλος, δεν παίζετε άλλο είπα!
– Και τί ‘σαι σύ ρε; Ο τσιρίμπασης; Δώσε πίσω τα ζάρια, για θ’ ανοίξω το τάπερ με τις καρπαζές!

Ο τσιρίμπασης

Προ παντός άλλου θέλω να έλθω εις επαφήν με τον “τσρίμπασην”, ακόμη δε και με τους “νταήδες” της φυλακής. Ο “τσιρίμπασης”, ο “νταής”, να δύο εξέχουσαι φυσιογνωμίαι. Τίτλος, αξίωμα, εξουσία: “Γενικός Τσιρίμπασης”. Το πρόσωπον αυτό είναι ο ουσιαστικός, ο πραγματικός κυβερνήτης της “πιάτσας”.

Αλλά δια να έχωμεν μίαν ιδέαν περί του προσώπου αυτού, ανάγκη να κατατάξουμε πρώτα την “πιάτσα”, δηλαδή την κοινωνίαν της φυλακής. Ριγμένοι, παρά την θέλησίν των μέσα εις έναν περιωρισμένον χώρον, άνθρωποι άγνωστοι και αδιάφοροι π εις προς τον άλλον, εξηναγκασμένοι εις την κοινήν συμβίωσην, είναι φυσικόν να απαρτίζουν εκεί μέσα την μικράν των κοινωνίαν. Η κοινωνία αυτή, όπως κάθε κοινωνία, έχει σαφώς καθωρισμένας βάσεις, τους οικονομικούς όρους και τας υλικάς συνθήκας υπό τας οποίας ζουν τα άτομα που την απαρτίζουν. Έτσι, μοιραίως τα άτομα, αναλόγως των πόρων της ζωής των, απαρτίζουν πραγματικάς τάξεις μέσα εις την φυλακήν. Εκεί θα απαντήσετε τους “νταήδες” (ένα είδος χωροδεσπότες), τους “νταραβεριτζήδες” (τους επιχειρηματίας), τα “φτωχουδάκια” (τους μισθοδούλους) και, κατερχόμενοι την κοινωνικήν κλίμακαν, αφού γνωρίσετε τον τύπον του υπηρέτου, θα συναντήσετε τέλος την θλιβεράν φυσιογνωμίαν του “αποφάγια” και του επαίτου της φυλακής. Προσθέστε εις αυτά τους τοκογλύφους, τους βιοτέχνας, τους κομματάρχας κλπ. και θα έχετε λίγο ή πολύ την εικόνα της μικράς αυτής κοινωνίας. Αλλά αι ταξικαί διακρίσεις δεν σταματούν μέχρις εδώ. Το κοινωνικόν αυτό πλάισον έχει και το περιθώριόν του, τα αποβράσματά του, τους “εκτός νόμου”. Επειδή η “κοινωνία” αυτή έχει ιδικά της ήθη και έθιμα, ιδικάς της αντιλήψεις (ιδίαν αντίληψην τιμής, ηθικής, σεβασμού, υπολήψεως κλπ.), έχει και την ιδικήν της νομοθεσίαν, εντελώς άσχετον του κανονισμού που επιβάλλει η διοίκησις, νομοθεσίαν άγραφον, σιωπηράν ως επί το πλείστον. Εν τούτοις όμως, άτεγκτον και αδυσώπητον. Οι παραβάται της νομοθεσίας αυτής, οι άνθρωποι “δίχως χαρακτήρα” (”η χαρακτήρα” – γένους θηλυκού), οι “ασύδοτοι” (”ασύδοτος” εις την αργκό σημαίνει ανήθικος), οι “δίχως μπέσα”, οι “σεντζαφέντε”, τέλος οι … (ένα χυδαίον προσδιοριστικόν που εξαντλεί την έννοιαν της περιφρονήσεως), όλοι αυτοί απαρτίζουν την τάξιν των αλητών, των ατίμων, των εστερημένων ηθικής υποστάσεως.

Ο εκβιαστής, ο απατεών, ο διαρρήκτης, ο φονεύς, ο δολοφόνος, ο διακορευτής, ο ληστής, ο σωματέμπορος κτλ., επίλεκτα ως επί το πολύ μέλη της μικράς αυτής κοινωνίας, κοιτάζουν όχι μόνον από περιωπής τους “τιποτένιους”, είναι όχι μόνον ζηλωταί του προνομίου των (λίγο πολύ όπως θα ήτο ένας βαρόνος, ένας δουξ, εις περασμένας εποχάς), όχι μόνον εκτιμώνται ή μισούνται μεταξύ των αναλόγως συμφερόντων των, αλλά και διεξάγουν αλύπητον πόλεμον εναντίον οιουδήποτε παραβάτου των ηθών και εθίμων και της εν γένει κρατούσης νομοθεσίας.

Επάνω απ’ όλα αυτά, η “επιβλητική” φυσιογνωμία του “Γενικού Τσιρίμπαση”, δηλ. η εκτελεστική εξουσία, η οποία εις περιπτώσεις μη προβλεπομένας υπό της κειμένης νομοθεσίας είναι ταυτοχρόνως και εξουσία νομοθετική και συνταγματική, συγκεντρωμένη εις ένα και μόνον πρόσωπον με βοηθούς (υπουργούς ως να ελέγαμε) τους διαφόρους “νταήδες”. Πώς ένας τσιρίμπασης κατακτά το ύπατον αυτό αξίωμα; Αρκεί άραγε να είναι απλώς και μόνον στιβαρός και χειροδύναμος; Κάθε άλλο. Όσο χειροδύναμος και αν είναι ένας άνθρωπος, δεν είναι δυνατόν ποτέ δια της απλής παρουσίας του να κατευνάζη τους εξαγριωμένους, να προλαμβάνη ρήξεις, να αποφαίνεται τελεσιδίκως επό διαφορών (μάλιστα όταν πρόκειται περί διαφοράς παιχνιδιών), να κυβερνά τέλος ολόκληρον έναν κόσμον – και τι κόσμον!… Δυστυχώς, θα μου εχρειάζοντο στήλαι ολόκληροι αν επρόκειτο να επιχειρήσω, εδώ τουλάχιστον, μίαν τέτοιου είδους ψυχογραφικήν έρευναν. Αρκούμαι να προσθέσω μόνον δύο τινά. Αντιμέτωπος του πρωτοτύπου “δικτάτορος”, σοβεί διαρκώς μια συστηματική αντιπολίτευσις. Είναι δύσκολον να κατακτήση κανείς το ύπατον αυτό αξίωμα, αλλά πολύ δυσκολώτερον να το διατηρήση. Τέλος, ο εκ των ων ουκ άνευ όρος της διατηρήσεως του αξιώματος είναι ότι ο τσιρίμπασης δεν πρέπει να δώση και υπονοίας ότι έρχεται εις συμβιβασμούς με την διοίκησιν των φυλακών. Αυτό δεν σημαίνει ότι “πιάνεται” διαρκώς με τη διοίκησιν. Ο μόνος συμβιβασμός μεταξύ αυτού και της διοικήσεως είναι η σιωπηρά σύμβασις ανοχής μεταξύ των δύο συμβαλλομένων. Ο τσιρίμπασης θα αποφύγη κάθε παρατήρησιν εκ μέρους της διοικήσεως διά της ευπρεπούς του εν γένει στάσεως. Αντιστρόφως, μόνον ανόητοι και επιπόλαιοι διευθυνταί ή αρχιφύλακες ετόλμησαν να ανοίξουν φανερόν πόλεμον προς τον “ύπατον” κυβερνήτην της “πιάτσας”.

~ Πέτρος Πικρός, Εις τα άδυτα και τα ερέβη των φυλακών μας