Α.
“Οπουδήποτε κι αν παρατηρήσουμε αναδρομικά, οι μετακινήσεις των ποιμένων ήταν η απόληξη μιας μακράς εξέλιξης, το πιθανό αποτέλεσμα ενός πρώιμου καταμερισμού εργασίας. Ορισμένοι άνθρωποι, και μόνον αυτοί, με τους βοηθούς του και με τα σκυλιά τους, φύλαγαν τα κοπάδια και πηγαινοέρχονταν ανάμεσα στα ορεινά και τα πεδινά βοσκοτόπια. Κι αυτό οφειλόταν σε μια φυσική, αναπόφευκτη ανάγκη, την ανάγκη να γίνεται η βοσκή διαδοχικά σε διαφορετικά υψόμετρα. […]
Έτσι, συγκροτήθηκε μια ιδιαίτερη κατηγορία ανθρώπων, ανθρώπων έξω από τον κανόνα, ανθρώπων που ήσαν σχεδόν εκτός νόμου. Οι πληθυσμοί της πεδιάδας, αγρότες ή δενδροκόμοι, τους έβλεπαν να περνούν με συναισθήματα φόβου και έχθρας. Αυτοί, όπως και οι άνθρωποι των πόλεων, τους θεωρούσαν βαρβάρους, ημιάγριους. Όταν κατέβαιναν, οι κτηματίες και οι ζωέμποροι τους περίμεναν για να τους εξαπατήσουν. “Νέννα αγαπημένη”, λέει το σκληρό τραγούδι, “ο βοσκός σου δεν έχει τίποτα καλό επάνω του, η ανάσα του βρωμάει και δεν ξέρει να φάει από πιάτο. Νέννα mia, άλλαξε γνώμη, διάλεξε καλύτερα για σύζυγο ένα χωρικό, αυτός είναι καθώς πρέπει άνδρας”. Σημειώστε ότι αυτό το τραγούδι τραγουδιέται ακόμη σήμερα στην Ιταλία.”
~ Fernand Braudel, Η Μεσόγειος, Ο χώρος και η ιστορία, εκδ. Αλεξάνδρεια 1990
Β.
Μύρων Σκουλάς – Του έρωντα και τ’ αοριού
Μου ‘πεψε με το μαντρατζή σημείωμα στ’ αόρι
Πως δεν παντρεύγεται βοσκό, καλλιά γεροντοκόρη
Μήνα μου με το μαντρατζή να τση ξεκαθαρίσω
‘Η με τα κείνη γή τα ζα θα πρέπει να πουλήσω
Δε τα πουλώ τα πρόβατα, εις στ’ αόρι θα ποθάνω
Γιατί είναι η πιο περήφανη τέχνη στο κοσμο απάνω
Δεν την πετώ τη βέργα μου, τη βούργια δε τη βγάνω
Ορκίστηκα στον κόκαλο τση μάντρας να ποθάνω
Δεν τη πετώ τη βέργα μου και το γαμπαλαβάρι
Κι ας λέει εκείνη πως βοσκό δε πρόκειται να πάρει
Καλλιά στ’ αόρι μοναχός, στσι μπόρες και στα χιόνια
Παρά της χώρας τα ζεστά και στ’ ακριβά σαλόνια
Παλάθια δεν εζήλεψα, καλλιά ‘χω το μιτάτο
Κι όλη η ζωή μου να διαβεί στο γύρο των προβάτω
Καλλιά στ’ αόρι μοναχός, στο δάσος με τσι πρίνους
Παρά σε κήπο με πολλούς ψεύτικους άσπρους κρίνους
Α δε σ’ αρέσει η βοσκική να μου το πεις να πιαίνω
Για το χατήρι τον οζώ όλα τα παντογέρνω
Α δε σ’ αρέσει βοσκική με μένα μη μπερδέσεις
Γιατί τα ζα δε τα πουλώ κι άσχημα θα πονέσεις
Εγώ γεννήθηκα βοσκός και το βοσκό θα κάνω
Κι α δε σ’ αρέσω διάλεξε ένα πρωτευουσιάνο
(Τ’ Αορείτικα, 1997, Κρητικό Μουσικό Εργαστήρι Αεράκης)
Γ.
“Hobsbawm is surely right to claim that it is the very fixity of peasant farmers which makes them so eminently exploitable. His corollary that any type of movement in and of itself provokes an element of freedom congenial to banditry is more than adequately attested in antiquity. It is this factor of movement that is critically important in regions of diminished state control. In addition to pastoral nomads, highland shepherds represented a social group that was integrated socially and economically into the wider imperial system and yet which, because of its peculiar economic organization, was freed from most political constraints. Hence the equation “shepherd equals bandit” comes close to being one that is true for all antiquity. Indeed, the very type of social organization that characterized highland shepherd communities enabled them to constitute the driving force behind three or four of the largest slave uprisings documented in all ancient history.
The crime most frequently attributed to shepherd-bandits is that of rustling (abigeatus). It was so inextricably associated with bandits that it was not regarded as common theft (furtum) but as a more aggravated type of crime. Rustling therefore incurred the most severe penalties. The emperor Hadrian decreed to the provincial council of Baetica (southern Spain, where the problem was endemic) that condemnation to the mines or execution was the normal penalty.”
~ Brent D. Shaw, Bandits in the Roman Empire, Cambridge University Press, 2004
Δ.
“Ο ημι-νομαδισμός, που βρίσκεται στη βάση του παραγωγικού συστήματος της στάνης, είναι εξίσου αναγκαία προϋπόθεση και της δραστηριότητας του ληστή (που ακολουθεί πιστά το κοπάδι στις μετακινήσεις του) στο μέτρο που του εξασφαλίζει ελευθερία κινήσεων, του επιτρέπει τον έλεγχο των ορεινών περασμάτων που χρησιμοποιούν οι εμπορευόμενοι ή οι εισπράκτορες φόρων και τού παρέχει την αδιαφιλονίκητη κυριαρχία σε κακοτράχαλα μέρη σε περίπτωση καταδίωξης από το στρατό ή τη χωροφυλακή. Τα πλεονεκτήματα της κινητικότητας αυτής γίνονται ακόμα πιο προφανή αν αναλογισθούμε ότι μια από τις σπουδαιότερες αιτίες της ληστείας, κατά την ομόφωνη άποψη των μελετητών του 19ου αιώνα, ήταν η δυνατότητα που είχε ο ληστής να περνά ανενόχλητος την ελληνοτουρκική μεθόριο (μεθόριο για πολύ καιρό ανοιχτή στην ορεισινομή και ελλιπώς ελεγχόμενη) μετά από κάθε επιδρομή: η απουσία αποτελεσματικού συντονισμού για την πάταξη της ληστείας ανάμεσα στις ελληνικές και τις τουρκικές αρχές καθώς και τα ευρύτατα πελατειακά δίκτυα και οι συνενοχές που οι ληστές ανέπτυσσαν και από τις δύο πλευρές των συνόρων, μετέβαλαν τις μεθοριακές αυτές περιοχές σε ιδανική εστία ληστρικού βίου.”
~ Στάθης Δαμιανάκος, “Κοινωνική ληστεία και αγροτοποιμενικός πολιτισμός στην Ελλάδα”, στο Παράδοση ανταρσίας και λαϊκός πολιτισμός, εκδ. Πλέθρον, 1987