Ο Τζογές της Βραδυνής και οι λέξεις του

tzogex.jpg

Παρουσιάζω σήμερα με πολλή χαρά μια συνεργασία του φίλου μας του Κόρτο, αφιερωμένη σε μια ευθυμογραφική στήλη που έτερψε τους αναγνώστες επί δεκαετίες και που έχει και γλωσσικό ενδιαφέρον: τη στήλη του Τζογέ, που εμφανιζόταν προπολεμικά στην εφημερίδα Βραδυνή. Πρόκειται για εύθυμα κείμενα, περίπου σαν χρονογραφήματα, που τα έγραφε ο Σώτος Πετράς. Ο Κόρτο διερευνά […]

via Ο Τζογές της Βραδυνής και οι λέξεις του (συνεργασία του Κόρτο) — Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Καραγκιοζάκια

11459295– Λοιπόν, στην είχανε στήσει κορόμηλο!… Ωραία, καλά, από την πρώτη μέρα και σε ρίξανε στο μαστέλο.
– Γιατί;
– Γιατί τάχες.
– Και το παιχνίδι;
– Καραγκιοζάκια.
Και του ξηγήθηκε. “Καραγκιοζάκια” λένε τα ζάρια τα φτιαχτά με τον υδράργυρο, που ρίχνεις και φέρνεις καλή ή φέρνεις ανάποδη, να πούμε. Το οποίον τού τα φάγανε και τ’ αφήσανε μια και φύγανε. Μάλιστα, και γελάγανε στην πιάτσα και στο ταράφι που την έπαθε ο γαζωμένος, ο σφιχτός ανήρ Κρέκος.

~ Νίκος Τσιφόρος, “Το κοκορέτσι”, στο Παραμύθια πίσω από τα κάγκελα, εκδ. Ερμής, 1973. Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό “Ταχυδρόμος”, 1962-1963.

παίχτης

[slang.gr: παίχτης]

1. Έκφραση φιλοφρονήσεως-θαυμασμού προς οικείο, όπως «γεια σου ρε μαγκίτη / αλάνι / αλανάρχη / άλαν / μάγκα / μαγκιόρε / τσίφτη / τσικ-λεβέντη / καραμπουζουκλή» κλπ. Χρησιμοποιείται κυρίως ως «πού’ σαι ρε παίχτη;» ή «σωστός ο παίχτης!»

Παράγωγα: Παίχτουρας, παιχτούκλα, παιχτάκι κλπ.

Άλλωστε η έκφραση «παίζε μπάλα», μπορεί να σημαίνει και «παίζε κει πέρα» στο τάβλι, συνέχισε να εξηγείς (όπως «κάνε σενάριο»), «δούλευε ζάρι», κάνε τη δουλειά σου κι άσ’ τα σάπια, χτύπα τη γκόμενα (το πεδίο είναι ελεύθερο) κλπ.

2. Στην κλασσική αργκό του περασμένου αιώνος, το κομπολόι ή μπεγλέρι (αν και σήμερα λέγεται έτσι αυτό με τις δυο χάντρες που παίζεται νευρικά με τον αντίχειρα).

Συνήθως είχε δεκα-τρείς χοντρές χάντρες (κεχριμπάρι που σήμερα είναι πανάκριβο) και ουδεμία λειτουργική σχέση είχε (ούτε έχει) με το ροζάριο ή το κομποσκοίνι… Απαραίτητο αξεσουάρ του κουτσαβάκη μαζί με:

  • Καβουράκι με «χλίψη» (=θλίψη δηλ. μαύρη περιμετρική ταινία πένθους για τους φόνους που διέπραξε ο φέρων) και βουλιάγματα στα πλαϊνά του πίλου ή τραγιάσκα με κουμπί (βλ. ρεμπέτικο «Βαρβάκειο») ή κούκο (εργατικό μονοκόμματο καπέλο με μικρό γείσο όχι πλατύ και τετράδιπλο σαν «του σκηνοθέτη»),
  • γιλέκο (ή μεϊντανογέλεκο)
  • παντελόνι «τρόμπα» (τζογέ),
  • σακάκι ανάρριχτο και κοστούμι ασορτί και κοκέτικο (!) με βαριά όμως πάντα χρώματα (μαύρο, γκρίζο ή καφέ βλ. αυτοβιογραφία Μ. Βαμβακάρη),
  • χτένα και μαντήλι στην κωλότσεπη (για στιγμιαίο σουλούπωμα-γυάλισμα/ξεσκόνισμα αφού οι δρόμοι δεν είχαν ασφαλτοστρωθεί τότε και σηκώνονταν κουρνιαχτός με το παραμικρό βλ. και Ζήκο εν έτει 1963 στην Αθήνα, να λέει «τα παράπονά σας στο Δήμαρχο που δεν καταβρέχει», διότι περνούσε η υδροφόρα του Δήμου με τρύπια καζάνια, που έσταζαν νερό στο δρόμο για να κατακάτσει το χώμα),
  • κερασέα (μαγκούρα για εκφοβισμό πολιτικών αντιπάλων),
  • «σίδερο» ή «κούφιο» ή «κουμπούρι» (πιστόλι και «δαμάσκηνα» ή «μούσμουλα»: σφαίρες),
  • «γκαρδιακιά» ή «σκανταλιάρα» ή «ισόβια», ή «διμούτσουνη» (=μαχαίρι) βλ. και Ν. Φέρμα ως κουτσαβάκη Νταούφαρη στην «Ανθισμένη Μυγδαλιά» (1959),
  • ζωνάρι (αρβανίτικα, ζινάρι) το πάτημα του οποίου σήμαινε πρόκληση σε μονομαχία όπως και σε όλους τους Ουραλο-αλταϊκούς λαούς,
  • στιβάλια τριζάτα (συνήθως υποχρέωναν τον τσαγκάρη να βάλει δυο φέτες πετσί βουτηγμένο σε πετρέλαιο ανάμεσα στον πάτο και τη σόλα για να κάνει γούτσου-γούτσου),
  • «πίττες» ή αφέλειες (κολλημένο τσουλούφι στο μέτωπο με μεδουλάρι: ζωικό λίπος),
  • ψεύτικες ελιές ζωγραφιστές ή σταμπαρισμένες με γραφίδα,
  • τσαμπουκάδες (ανορθόγραφα τατουάζ ή χαρακιές) στα χέρια και στο στήθος,
  • επιβλητικός μύσταξ (περιποιημένος με «μαντέκα»=ζωικό λίπος και διορθωμένος με μολύβι ή κάρβουνο),
  • βλοσυρό ύφος («συναχωμένο» βλ. «Συνάχης» Μ. Βαμβακάρης),
  • αργκό με ιδιαίτερη προφορά (συνήθως αρβανίτικη), και
  • σχετικούς ακκισμούς (πάτημα των τακουνιών πρώτα, απότομα τίναγμα του κεφαλιού προς τα πίσω, στρίψιμο μουστακιού, μονόμπαντο βάδισμα βλ. έκφραση «σιγά τα βαρίδια» κλπ).

Ενδεικτική βιβλιογραφία:

  • Ο Τζογές, 1926, νεότερη έκδοση Βραδυνής 1937, Σώτος Πετράς,
  • Τα Παιδιά της Πιάτσας, Ν. Τσιφόρου α΄ έκδοση Ταχυδρόμος 1965, (ιστορία “Κονόμι συνταγματικό”), Αθήνα 1979, Ερμής,
  • Υπόκοσμος και Καραγκιόζης, Ηλίας Πετρόπουλος 1996 Αθήνα, Νεφέλη,
  • Τουμπεκί, Π. Πικρός 1927, Αθήνα, Κάκτος,
  • Ο Πατροκατάρατος, Μαρίνος Παπαδόπουλος Βρετός, Αθήνα 1845 (ημιτελής δημοσίευση σε συνέχειες στην εφημ. Ανεξάρτητος. Βλ. Μαρίνος Παπαδόπουλος Βρετός, Ο πατροκατάρατος και άλλα αφηγήματα. Φιλολογική επιμέλεια Λάμπρος Βαρελάς, Αθήνα, Νεφέλη, 2004 («Η πεζογραφική μας παράδοση», αρ. 64), σσ. 111-142),
  • Αθηνών Απόκρυφα, Γεώργιος Ασπρίδης, (Αθήνα, ύστερα από το 1844. Σώζεται μόνο το πρώτο δεκαεξασέλιδο φυλλάδιο),
  • Η Επτάλοφος ή Ήθη και Έθιμα Κωνσταντινουπόλεως, Πέτρος Ιωαννίδης ο Αγέρωχος, Μυθιστόρημα, τόμος Α΄, Κωνσταντινούπολη, τυπ. Η Ανατολή Ευαγγελινού Μισαηλίδου, 1855 (β΄ έκδ. με τον τίτλο: Απόκρυφα της Κωνσταντινουπόλεως, Αθήνα 1866),
  • Απόκρυφα Σύρου, Δημοσθένης Ν. Λυμπερίου, Μυθιστορία, τόμος Α΄, Ερμούπολη, τυπ. «του Έθνους», 1866 (α΄ δημ. εφημ. Σάλπιγξ της Ελευθερίας, Ερμούπολη 1863, β΄ έκδ. 1882),
  • Απόκρυφα Κωνσταντινουπόλεως, Χριστόφορος Σαμαρτσίδης, Μυθιστόρημα. Μέρος πρώτον, τόμος Α΄, Κωνσταντινούπολη, τυπ. Επταλόφου, 1868, τόμος Β΄ (1868), τόμος Γ΄ (1868) – Μέρος δεύτερον, τόμος Α΄. Δαπάνη Δημητρίου Α. Φέξη, Κωνσταντινούπολη, τυπ. Il Commercio Orientale, 1868, τόμος Β΄ (1868) – Μέρος τρίτον, Δαπάνη Δημητρίου Α. Φέξη, Κωνσταντινούπολη, τυπ. Il Commercio Orientale, 1868 [β΄ έκδ. του πρώτου μέρους 1869],
  • Οι μυστηριώδεις νυκτοκλέπται, Μηνάς Δ. Χαμουδόπουλος, Διήγημα πρωτότυπον, Σμύρνη, τυπ. Σμύρνης, 1871,
  • Συνέπεια της αμαρτίας, Νικόλαος Β. Βωτυράς, Μυθιστόρημα πρωτότυπον, Κωνσταντινούπολη, τυπ. Βυζαντίδος, 1873 (α΄ δημ. στο περ. Παλλάς Σύρου 1871-1872, β΄ έκδ. με τον τίτλο Η μάγκα του Ωρολογίου ήτοι Τα αποτελέσματα μιας αμαρτίας. Ιστορικόν διήγημα πρωτότυπον, Αθήνα 1877, γ΄ έκδ. Αθήνα 1884),
  • Έν ζακύνθιον απόκρυφον, Σωκράτης Ζερβός, Μυθιστόρημα, Ζάκυνθος, τυπ. Ο Ζάκυνθος διευθυνόμενον υπό Δ. Α. Φραγγοπούλου, 1875,
  • Τα φάσματα της Αιγύπτου, Μαρία Π. Μηχανίδου, Διηγήματα πρωτότυπα. Σειρά πρώτη: Η καρτερία του Παύλου, Αθήνα, τυπ. Θ. Παπαλεξανδρή, 1875,
  • Απόκρυφα Αθηνών ή Τα μυστηριώδη εγκλήματα κακούργων τινών, Δημ. Κ. Αλβανόπουλος, Αθήνα, τυπ. της Μυθιστορικής Βιβλιοθήκης Δ. Α. Φέξη, 1884,
  • Τα δράματα της Κωνσταντινουπόλεως, Κωνσταντίνος Δ. Γουσσόπουλος, Πρωτότυπον κοινωνικόν μυθιστόρημα, τόμ. Α΄-Δ΄, Κωνσταντινούπολη 1888,
  • Κοινωνικαί εικόνες. Οι κακούργοι, Ιωάννης Σ. Ζερβός, Πρωτότυπος μυθιστορία, Κέρκυρα, τυπ. Νικολάου Πετσάλη, 1889,
  • Η απορφανισθείσα κόρη, Γεώργιος Κ. Κουτσούρης, Πρωτότυπον κοινωνικόν μυθιστόρημα, Κωνσταντινούπολη, τυπ. Νομισματίδου, 1889,
  • Πέραν απόκρυφα, Επαμεινώνδας Κ. Κυριακίδης, Πρωτότυπον κοινωνικόν μυθιστόρημα, τόμ. 1-2, Κωνσταντινούπολη,, τυπ. Ν. Γ. Κεφαλίδου, 1890,
  • Μυστηριώδης αποκάλυψις, Άγγελος Μωρέττης, Μυθιστορία πρωτότυπος, Αθήνα 1890 (ημιτελής δημοσίευση σε συνέχειες στο περ. Σοσιαλιστής),
  • Τα απόκρυφα των Αθηνών και αι περιπέτειαι του Άγγλου περιηγητού Τζωνν Τζάκετ, Αθήνα 1890,
  • Απόκρυφα της Αιγύπτου, Ζ. Ζαννής (Ιωάννης Σ. Ζερβός), Εκδότης Αργύριος Δρακόπουλος, Αθήνα, τυπ. Βλαστού Βαρβαρρήγου, 1894 και
  • Οι Άθλιοι των Αθηνών, Ιωάννης Δ. Κονδυλάκης, Το πρώτον εικονογραφημένον ελληνικόν μυθιστόρημα, εν Αθήναις, τυπ. Π. Ζανουδάκη, 1895.

– Ασσέοι πολλοί!
– Πώς θα τους παίξεις;
– Εγώ!
– Μου κλείνεις το πεντάρι και το εξάρι ε; Σωστός ο παίχτης

Ο κυρ-Θόδωρας φώναξε δυνατά την παραγγελία του στον ταμπή και ακολούθως, απίθωσε τον παίχτη του στο τραπέζι κι έβγαλε το πακέτο και τα σπίρτα του απ’ τη μέσα τσέπη.

Ξάφρα

OKOOKKOOKKOOKΟ Ντίνος, λόγω πούχε κάνει στη σκολή Τσαγγούρα, οδός Ζήνωνος, αριστούχος, να πούμε, δε δούλευε μόνο το “αηδόνι”. Είχε μάθει και καλή ξάφρα. Καθόσο ο Τσαγγούρας, σπουδαίος καθηγητής, είχε ένα καραγιοζάκι μεγάλο σαν άνθρωπο, με κουδουνάκια κι αγκίστρια. Κι είχε το καραγκιοζάκι ένα λάχανο, πορτοφόλι που λένε, στην από μέσα τσέπη κι έπρεπε να του το πάρεις και να μην ακουστεί κουδουνάκι και να μη σε τσαγκουρνίσει τ’ αγκίστρι. Τέτοιος άνθρωπος ήτουνε ο Τσαγγούρας και κρίμα, δηλαδή, που βρίσκεται στις αγροτικές σήμερον και χάνει η κενωνία ένας από τους καλύτερους καθηγητές της κλεψιάς.

Αφ’ όσον, λοιπόν, αριστούχος ο Ντίνος, κι είναι και σόλο, είπε να το ρίξει στη γλυκειά κοίμηση… Βάζεις, δηλαδή, μπουζουριέρα τη φημερίδα, ζυγώνεις το κορόιδο, μέσα στο κινούμενο, με το που κάνει απότομη στάση το ελεωφορείο, πέφτεις απάνω του, “μπαρδόν”, του τόφαγες το πετσί.

Ε, πάγαινε καλά η δουλειά, αλλά αδερφέ μου ο κόσμος δεν έχει λεφτά σήμερον, ας όψεται η κυβέρνηση. Όλο κάτι τρακοσάρια, κάτι πεντακοσάρια, μια φορά ήτουνε και τρία μεγάλα κι έγινε πια, κάτι έγινε. Και το Ματινάκι να γκρινιάζει.

– Τι, αυτά;

Έτρωγε τσάντες ο Ντίνος, έτρωγε τον άμπακο και κάνα δυο βολές έπεσε και με τα “όργανα” μέσα στα λεωφορεία, αλλά δεν τον ξέρανε και πέρασε στεγνός. Το ψιλικατζίδικο, όμως, δεν το ξεπέρναγε. Η μικρή, λόγω πούχε πέσει ένας χοντρός Λαρισιώτης με ζωεμπόριο, όλο και τον χαλβάδιαζε κι άρχισε να κάνει νερά.

– Μάγκα μου, του ξηγήθηκε, ή τα φέρνεις και γελάμε μαζί, ή δεν τα φέρνεις και κλαις μόνος σου.

Έλαχε τώρα ένα πρωινό, οδός Αγίου Μάρκου κι έχει βγει μια πισωκάπουλη, στολισμένη σαν Επιτάφιος, να ψωνίσει ρετάλι. Την έκοψε ο Ντίνος στο βραχιόλι να κρέμουνται πεντόλιρα και τζιτζιά, λέει μέσα του: “Αυτή τάχει”.

Μπάνει το λοιπόν στο μαγαζί η τσουκαλάτη, τη βλέπει κι ανοίγει την τσάντα και βγάζει μια ματσάρα, ίσα με και πενήντα μεγάλα… Για δε ρε πού πάει και τα δίνει ο Θεός τα λεφτά!… Το οποίον ο Ντίνος έτσι και δεν φάει την τσάντα, μηδέν και με τον κηδεμόνα του, διότι δεν επιτρέπεται.

Πάνω, κοντά στο Σύνταγμα, έχει ανάψει ο Σταμάτης και περιμένει η μπρατσέρα, της κάνει την “ταγιά”. Να, με το ψαλίδι, ταγιάρει το λουρί της τσάντας κι έτσι όπως ήτουνε φορτωμένη, δεν το κατάλαβε και της την πήρε γλυκά, λες κι έπεσε φύλλο από παπαρούνα. Την πήρε, έφυγε αεράτος, και πάει λέγουντας.

Ο Ντίνος, τώρα, έχει μια καλή μέθοδο – να μου ζήσεις Τσαγγούρα. Πήρε τά σαρανταδύο που ήτουνε μέσα, χώρια τα ψιλά, κατέβηκε στο Έντεν και πέταξε την τσάντα στη θάλασσα. Να μην έχουμε πειστήριο, διότι ο άλλος τόσο θέλει να σε κάνει της βιτρίνας στο ανοιχτό. Πριν την πετάξει όμως τής έκανε ακόμα ένα ψαχτάρι, βλέπει ένα φάκελλο και μέσα στο φάκελλο μια πρόσκληση.

~ Νίκος Τσιφόρος, “Η μαύρη μάσκα”, στο Παραμύθια πίσω από τα κάγκελα, εκδ. Ερμής, 1973. Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό “Ταχυδρόμος”, 1962-1963.

Οι μυστηριώδεις νυκτοκλέπται

[σχόλιο του spatholouro, απ’εδώ]

Ιδίως για τους ρεμπετοερευνώντες είναι λουκουμάκι σκέτο το βιβλίο του Μηνά Χαμουδόπουλου, «Οι μυστηριώδεις νυκτοκλέπται» (Σμύρνη 1871), καθώς εκεί πρωτοαπαντά, ως φαίνεται έως τώρα, η λέξη «ρεμπέτα», στο θηλυκό μάλιστα, όπως ξεκίνησε και η λέξη «μάγκα».

Είναι μάλιστα εντυπωσιακό ότι ο όρος αυτός απαντά 38 φορές στο βιβλίο αυτό. Παραθέτω ενδεικτικά: «το καμάρι της Ρεμπέτας», «τα παιδιά της Ρεμπέτας», «το στολίδι της Ρεμπέτας», «εις τας τάξεις της Ρεμπέτας», «η ρεμπέτα έπεσε σε μπαγάσικα χέρια», «η ρεμπέτα το’ χει τούμπανο και συ κρυφό καμάρι», «για το ονόρε της ρεμπέτας», «η ρεμπέτα δεν αφίνει τα παιδιά της να πεινάσουν», «τόσα χρόνια είμαι μέσα στη ρεμπέτα», «το’ χουν τιμή τους να’ νε μέσα στη ρεμπέτα».

Στη σελίδα 11 δίνεται και ο ορισμός της (με τη λέξη Ρεμπέτα «ονομάζουσιν οι νυκτοκλέπται το σύνολον των νυκτοκλεπτών).

Το βιβλίο του Χαμουδόπουλου έχει και πρόσθετο ενδιαφέρον, σε ό,τι αφορά το αργκοτικό λεξιλόγιο που ενσωματώνει σποράδην, και μάλιστα σε μια τόσο πρώιμη εποχή, 56 χρόνια πριν από το Τουμπεκί… του Πικρού.

Εδώ συναντάμε λέξεις και φράσεις αποσπασμένες από τον κορμό μιας πρώιμης συνθηματικής γλώσσας: μπανιστής (=κατάσκοπος), σβελτσέτα και καπατσιτά, σαπουκαλίδες (=όσους, αφού περάσουν από φυλακή, μετά με ψύλλου πήδημα τους κουβαλάνε μέσα), πλιάτζικα (=τα κλοπιμαία), σκυλόστομο (=το κρεμαστό κλείθρο, κοινώς λουκέτο), παίρνω πρόβες (=βγάζω κέρινα αντίτυπα των κλείθρων), γκόμινες, φούρκα (=φυλακή;), σουμπέ (=υποψία), ρουκάνισμα (=διάρρηξη), μπουταλάς, κολαούζι, κόβω λάσπη, τσατ πατ, σακουλεύομαι, σουσούμια, μονόφθαλμο (ευμεγέθης κύλινδρος, εντός του οποίου τίθεται μακρύς κηρός −αντί για χαρτοφάναρο), βγαίνω φλούδα (παίρνω μηδενικό μερτικό από κλοπή»).

Η ρεμπέτα, οι ρεμπέτες και το ρεμπέτικο

[του Νίκου Σαραντάκου, Δεκέμβριος 2013]

Το σημερινό άρθρο, για την ετυμολογία των λέξεων «ρεμπέτης» και «ρεμπέτικο», λογαριάζω να το γράψω εδώ και πολύν καιρό, από τότε που, σε μια συζήτηση πριν από ένα χρόνο και βάλε, ένας επισκέπτης υποστήριξε (σχόλιο αριθ. 103 εδώ) ότι: «Η λέξη “ρεμπέτικος” είναι παραφθορά της αρχαίας αλλά και της σύγχρονης λογίας “ρεμβαστικός” και προέρχεται από το ρήμα “ρέμβω” ή “ρεμβάζω” απ’ όπου και ο ρέμπελος = ο σπαταλών τον χρόνον αναιτίως, άρα αραχτός και αντικοινωνικός…». Στη συνέχεια έγραψε για το θέμα ο αγαπητός Δύτης των Νιπτήρων, σε ένα δικό του εξαιρετικό άρθρο αλλά και στα έξοχα σχόλια που έγιναν, οπότε θα έλεγε κανείς ότι εξαντλήθηκε το θέμα. Ύστερα όμως ο φίλος Σπύρος Ζερβόπουλος, που έχει εξελιχτεί σε δεινό αναδιφητή των σωμάτων κειμένων, μου έστειλε με ηλεμήνυμα ένα σωρό χρήσιμες πληροφορίες, που θα ήταν κρίμα να μη δημοσιευτούν, ενώ η πλάστιγγα έγειρε οριστικά όταν πριν από μερικές μέρες ένας παλιός γνωστός μού ζήτησε τη γνώμη μου για την ετυμολογία της λέξης, επειδή τη χρειαζόταν ένας φοιτητής του σε μια εργασία του. Έτσι, αποφάσισα να γράψω κι εγώ για την ετυμολογία του ρεμπέτη, συνοψίζοντας όσα ειπώθηκαν. Ωστόσο, ο έπαινος αξίζει στον Δύτη και στους σχολιαστές του καθώς και στον Σπ. Ζερβόπουλο: εγώ απλώς συνοψίζω. […]

Ξεκινώντας, και πριν μπούμε στο θέμα μας, εύκολα μπορούμε να καταρρίψουμε την «ετυμολογία» που είχε προτείνει ο αρχικός επισκέπτης, ότι τάχα η λέξη ρέμπελος είναι ομόρριζη με τον ρεμπέτη και προέρχεται από το ρήμα «ρέμβω» ή «ρεμβάζω». Ο ρέμπελος είναι βενετικό δάνειο που ανάγεται τελικά στο λατινικό rebellare, από το bellum, πόλεμος. Η λέξη μαρτυρείται αδιατάρακτα στα ιταλικά από τον μεσαίωνα. Αυτή είναι η ομόφωνα αποδεκτή άποψη και δεν μπορεί να κλονιστεί από την ηχητική ομοιότητα ή επειδή σε κάποιον φάνηκε ότι οι ρεμπέτες είναι και ρέμπελοι. Άλλωστε, ρεμπελιό στα μεσαιωνικά ελληνικά δεν σημαίνει αραλίκι αλλά εξέγερση (π.χ. το ρεμπελιό των ποπολάρων).

Πάμε τώρα στο κυρίως θέμα, την ετυμολογία των λέξεων ‘ρεμπέτης’ και ‘ρεμπέτικο’. Όπως είδαμε, ο επισκέπτης πιο πάνω υποστηρίζει την προέλευση από το ρήμα «ρέμβω» (που σήμαινε, στην αρχαιότητα, μεταξύ άλλων, «περιφέρομαι, περιπλανώμαι»), μια άποψη που, αν και δεν τη δέχεται κανένα μεγάλο λεξικό μας, ακούγεται αρκετά, κυρίως από μελετητές του ρεμπέτικου, σαν τον Κ. Φέρρη, οι οποίοι επιπλέον επικαλούνται το λεξικό του Δουκάγγιου (1688) όπου υπάρχει το λήμμα «ρεμπιτός» (με τη σημασία «πλανημένος»), παραφθορά του «ρεμβός» (ο αναιτίως πλανώμενος). Πηγή του Δουκαγγίου είναι ο Μέρσιος (Meursius ή Johannes van Meurs), o Φλαμανδός ελληνιστής που έγραψε στις αρχές του 17ου αιώνα.

Κοντά σε αυτά, υπάρχει και το ρήμα «ρέμπομαι», πιθανώς μετεξέλιξη του «ρέμβομαι», που υπάρχει και στον Ερωτόκριτο, αλλά και σήμερα στην κρητική διάλεκτο, και που έχει πάρει άλλες σημασίες, κυρίως «νέμομαι» ή και «περηφανεύομαι». Ας πούμε, στον Ερωτόκριτο, «επέτετο κι ερέμπετο στην αρχοντιά την τόση» ή «μα ρέμπεται στις αφεντιές, στα πλούτη ντου καυκάται».

Το κακό με τη «θεωρία των ρεμπετολόγων» είναι ότι αφενός λείπουν εντελώς οι ενδιάμεσοι τύποι από το «ρέμπομαι» και το «ρεμπιτός» του Μεσαίωνα ως τον ρεμπέτη, και αφετέρου ότι η σημασιακή απόσταση μεταξύ του «ρέμπομαι» και του «ρεμπέτης» είναι αρκετά μεγάλη. Την απόσταση αυτή προσπαθούν να τη γεφυρώσουν με κατασκευές όπως ότι «ρέμπομαι» σήμαινε τάχα «ζω μποέμικα», αλλά αυτό δεν προκύπτει από τα κείμενα παρά (μου) φαίνεται σκέτος υποκειμενισμός.

Continue reading “Η ρεμπέτα, οι ρεμπέτες και το ρεμπέτικο”

Παρατσούκλια

“Ο Ναύτης! Μάλιστα! Ο Ναύτης! Μη τον ζητάτε αλλιώς. Δε θα τον βρήτε. Το “παρατσούκλι” έχει θάψει το όνομα. Αυτό είναι συνηθέστατον μέσα εις την φυλακήν. Να λ.χ. ο Κολιός, ο Κασατούρας, τον οποίον σάς έχω ήδη παρουσιάσει, μήπως έμαθε ποτέ κανείς πώς αλλιώς ελέγετο; Έτσι και ο Σάλτας, ο Πόντικας, ο Τριανταμίας, ο Λαπάς, ο Ταρζάν, ο Εισαγγελέας, ο Τσαλαβούτας, ο Εγγλέζος, ο Σουείπας, ο Βυζανιάρης, ο Τρεισωματοφύλακας… και… και… “παρατσούκλια” τόσο παράξενα όσο και απρόοπτα, αν και, ομολογώ, δεν είναι τα πλέον πρωτότυπα εν σχέσει με άλλα τα οποία θα μείνουν αιωνίως άγραφα λόγω του υπερβολικού των ρεαλισμού και της αφαντάστου βωμολοχίας. Επίσης, όχι ολιγότερον παράξενα θα απαντήσωμεν όταν έλθουμε εις τας γυναικείας φυλακάς. […]

Τον φονευθέντα πατέρα του τον αποκαλεί “ο συχωρεμένος”, “ο μακαρίτης”, αντιστρόφως προς άλλους εγκληματίας φονείς οι οποίοι ομιλούντες περί του θύματός των το ονομάζουν… “ο παθών” (φυσικά “ο παθών” είναι άκλιτον: λ.χ. “του παθών”, “οι παθών” κτλ. Επίσης, δια μεν τους κλέπτας και λωποδύτας εν γένει, το θύμα είναι το… “κορόιδο”, ενώ δια τους άλλους εγκληματίας το θύμα είναι ο “νταβατζής”, δηλ. ο ενάγων).”

~ Πέτρος Πικρός, Εις τα άδυτα και τα ερέβη των φυλακών μας

320

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής μας γλώσσας

ΓΙΩΡΓΟΣ Β. ΚΑΤΟΣ, ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΛΑΪΚΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΕΡΙΘΩΡΙΑΚΗΣ ΜΑΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

“Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής – της αργκό – των μηχανόβιων – των ναρκωτικών – της φυλακής – του χαρτοπαιγνίου – του ποδοσφαίρου – του αθλητισμού – του στρατού – των ναυτικών – του καφενείου – των εργατών – των νηπίων – των εφημερίδων – της τηλεόρασης – της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.”

“Με πλούσια πείρα ζωής και τεράστια γνώση της ζωντανής γλώσσας μας, ο λογοτέχνης Γιώργος Β. Κάτος καταπιάστηκε να συντάξει ένα μεγάλο λεξικό της λαϊκής μας γλώσσας. Το λεξικό αυτό τον απασχόλησε σαράντα τόσα χρόνια, και σ’ αυτό το διάστημα ο Κάτος γέμισε χιλιάδες πακέτα τσιγάρων, όπου έγραφε πρόχειρα ό,τι του ’ρχονταν στο νου κι ό,τι άρπαζε τ’ αυτί του· γενικά, όλη αυτή η προσπάθεια έγινε και ολοκληρώθηκε με αφάνταστη ένταση, μεράκι και πάθος. Ένα τέτοιο έργο είχαμε να δούμε από την εποχή του Βοσταντζόγλου. Βέβαια, στο παρελθόν υπήρξαν και μερικά άλλα παρόμοια λεξικά, όπως το «Λεξικό της πιάτσας» του Βρασίδα Καπετανάκη (1950), το «Λεξικό της Λαϊκής» του Κ. Δαγκίτση (1967), «Λέξεις και φράσεις παροιμιώδεις» του Τάκη Νατσούλη (1972), το «Λεξικό της πιάτσας» του Α. Κολτσίδα (1978) και το «Λεξικό της πιάτσας» του Ζάχου (1981). Όλα αυτά τα υπερφαλαγγίζει το λεξικό του Κάτου, που είναι πιο μεγάλο και πιο αυθεντικό, γιατί ο Κάτος ούτε αντέγραψε (θα έλεγα το αντίθετο: εμπνεύστηκε) ούτε αντιμετώπισε το θέμα του σαν διανοούμενος ή γλωσσολόγος. Αντίθετα, σαν το μυρμήγκι μάζεψε μια-μια τις λέξεις και τις φράσεις αποθησαυρίζοντας μέρα με τη μέρα ένα πλούσιο υλικό απευθείας από το στόμα του λαού.”.

~ Ντίνος Χριστιανόπουλος

Η κλούβα

654Η σύλληψη και η μεταγωγή τελούνται υπό τα βλέματα του λαού. Μάλιστα, παλιότερα, αποτελούσαν δημόσιο θέαμα, όπως και οι εκτελέσεις. Ανέκαθεν, οι κρατούμενοι και φυλακισμένοι (υπάρχει ουσιώδης διαφορά μεταξύ των δύο όρων) μεταφέρονταν από τόπο σε τόπο δεμένοι και υπό συνοδείαν. Η κουστοδία των χωροφυλάκων ήτο, πάντοτε, ισχυρή. Οι χωροφύλακες παραλαμβάνουν τους κρατούμενους και φυλακισμένους επί αποδείξει, παίρνοντας συγχρόνως και τους φακέλους των. Οι χωροφύλακες, όταν μπαίνουν σε μια φυλακή, αφοπλίζονται. Τον 19ο αιώνα οι μεταγόμενοι κρατούμενοι ή κατάδικοι ήσανε δεμένοι με σχοινί, πιστάγκωνα. Αργότερα, το εκπολιτισθέν Ελληνικό Κράτος αγόρασε αλυσίδες με λουκέτο και, εν συνεχεία χειροπέδες. Τις χειροπέδες τις έλεγαν βραχιόλια ή κελεψέδες. Είναι γνωστός ο στίχος: Τα χέρια μου στον κελεψέ κι ο νους μου στην αγάπη. Την φυλακή τη λέγανε: φρέσκο φυλάκα ψειρού στενή σκοτεινή υπόγα μπουντρούμι χάψη κλπ. Η λέξη φρέσκο φαίνεται να ήρθε από τα Επτάνησα. Ο Μακρυγιάννης εχρησιμοποίησε τις λέξεις φυλάκα και χάψη, καθώς και το ρήμα φυλακώνω. Η λέξη χάψη είναι η καθ’ ημάς απόδοση του τουρκικού συνώνυμου hapis, που ίσως επιβλήθηκε επειδή η φυλακή χάφτει τους ανθρώπους. Ο Ανδριώτης επιμένει πως η λέξη χάψη προήλθε από το ανύπαρκτο τουρκικό hapsi. Το τουρκικό hapis αντιγράφει το αραβικό habs που ακουγότανε και ως haps.

~ Ηλίας Πετρόπουλος, “Η κλούβα”, 1998, στο “Καπανταήδες και μαχαιροβγάλτες”

τα τσογλάνια κωλώνουν,  τ’ αλάνια ποτές

[“Πρόκειται για λαϊκό ρητό που το λέγανε οι λαχαναγορίτες”. ~ Ηλίας Πετρόπουλος, “Τα Παιδιά της Φάρας”, στο “Καπανταήδες και μαχαιροβγάλτες”]