Η σύλληψη και η μεταγωγή τελούνται υπό τα βλέματα του λαού. Μάλιστα, παλιότερα, αποτελούσαν δημόσιο θέαμα, όπως και οι εκτελέσεις. Ανέκαθεν, οι κρατούμενοι και φυλακισμένοι (υπάρχει ουσιώδης διαφορά μεταξύ των δύο όρων) μεταφέρονταν από τόπο σε τόπο δεμένοι και υπό συνοδείαν. Η κουστοδία των χωροφυλάκων ήτο, πάντοτε, ισχυρή. Οι χωροφύλακες παραλαμβάνουν τους κρατούμενους και φυλακισμένους επί αποδείξει, παίρνοντας συγχρόνως και τους φακέλους των. Οι χωροφύλακες, όταν μπαίνουν σε μια φυλακή, αφοπλίζονται. Τον 19ο αιώνα οι μεταγόμενοι κρατούμενοι ή κατάδικοι ήσανε δεμένοι με σχοινί, πιστάγκωνα. Αργότερα, το εκπολιτισθέν Ελληνικό Κράτος αγόρασε αλυσίδες με λουκέτο και, εν συνεχεία χειροπέδες. Τις χειροπέδες τις έλεγαν βραχιόλια ή κελεψέδες. Είναι γνωστός ο στίχος: Τα χέρια μου στον κελεψέ κι ο νους μου στην αγάπη. Την φυλακή τη λέγανε: φρέσκο φυλάκα ψειρού στενή σκοτεινή υπόγα μπουντρούμι χάψη κλπ. Η λέξη φρέσκο φαίνεται να ήρθε από τα Επτάνησα. Ο Μακρυγιάννης εχρησιμοποίησε τις λέξεις φυλάκα και χάψη, καθώς και το ρήμα φυλακώνω. Η λέξη χάψη είναι η καθ’ ημάς απόδοση του τουρκικού συνώνυμου hapis, που ίσως επιβλήθηκε επειδή η φυλακή χάφτει τους ανθρώπους. Ο Ανδριώτης επιμένει πως η λέξη χάψη προήλθε από το ανύπαρκτο τουρκικό hapsi. Το τουρκικό hapis αντιγράφει το αραβικό habs που ακουγότανε και ως haps.
~ Ηλίας Πετρόπουλος, “Η κλούβα”, 1998, στο “Καπανταήδες και μαχαιροβγάλτες”