Η κλούβα

654Η σύλληψη και η μεταγωγή τελούνται υπό τα βλέματα του λαού. Μάλιστα, παλιότερα, αποτελούσαν δημόσιο θέαμα, όπως και οι εκτελέσεις. Ανέκαθεν, οι κρατούμενοι και φυλακισμένοι (υπάρχει ουσιώδης διαφορά μεταξύ των δύο όρων) μεταφέρονταν από τόπο σε τόπο δεμένοι και υπό συνοδείαν. Η κουστοδία των χωροφυλάκων ήτο, πάντοτε, ισχυρή. Οι χωροφύλακες παραλαμβάνουν τους κρατούμενους και φυλακισμένους επί αποδείξει, παίρνοντας συγχρόνως και τους φακέλους των. Οι χωροφύλακες, όταν μπαίνουν σε μια φυλακή, αφοπλίζονται. Τον 19ο αιώνα οι μεταγόμενοι κρατούμενοι ή κατάδικοι ήσανε δεμένοι με σχοινί, πιστάγκωνα. Αργότερα, το εκπολιτισθέν Ελληνικό Κράτος αγόρασε αλυσίδες με λουκέτο και, εν συνεχεία χειροπέδες. Τις χειροπέδες τις έλεγαν βραχιόλια ή κελεψέδες. Είναι γνωστός ο στίχος: Τα χέρια μου στον κελεψέ κι ο νους μου στην αγάπη. Την φυλακή τη λέγανε: φρέσκο φυλάκα ψειρού στενή σκοτεινή υπόγα μπουντρούμι χάψη κλπ. Η λέξη φρέσκο φαίνεται να ήρθε από τα Επτάνησα. Ο Μακρυγιάννης εχρησιμοποίησε τις λέξεις φυλάκα και χάψη, καθώς και το ρήμα φυλακώνω. Η λέξη χάψη είναι η καθ’ ημάς απόδοση του τουρκικού συνώνυμου hapis, που ίσως επιβλήθηκε επειδή η φυλακή χάφτει τους ανθρώπους. Ο Ανδριώτης επιμένει πως η λέξη χάψη προήλθε από το ανύπαρκτο τουρκικό hapsi. Το τουρκικό hapis αντιγράφει το αραβικό habs που ακουγότανε και ως haps.

~ Ηλίας Πετρόπουλος, “Η κλούβα”, 1998, στο “Καπανταήδες και μαχαιροβγάλτες”

τα τσογλάνια κωλώνουν,  τ’ αλάνια ποτές

[“Πρόκειται για λαϊκό ρητό που το λέγανε οι λαχαναγορίτες”. ~ Ηλίας Πετρόπουλος, “Τα Παιδιά της Φάρας”, στο “Καπανταήδες και μαχαιροβγάλτες”]

Μαχαίρια και κουμπούρια

[απόσπασμα από το “Μαχαίρια και κουμπούρια” του Ηλία Πετρόπουλου, γραμμένο στο Παρίσι από τις 10 ως τις 22-5-2000. Δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο “Καπανταήδες και μαχαιροβγάλτες”, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 2001]

654.jpgΠριν τον πόλεμο του 1940,  οι μπουζουξήδες ασκούσαν ένα λίαν επικίνδυνο επάγγελμα. Τότε γινόντουσαν καβγάδες και φόνοι για το τίποτα. Καθώς περιγράφει ο Παπαϊωάννου, οι μπουζουξήδες οπλοφορούσαν. Οι παρεξηγήσεις και οι απειλές (:κοίτα καλά, για να μη σε πάρουν σηκωτό!) ήσανε σε ημερήσια διάταξη. Πολλοί νταήδες απαιτούσαν από τον τραγουδιστή ένα συγκεκριμένο τραγούδι, που ο μπουζουξής αδυνατούσε να παίξει, γιατί θάπρεπε ν’ αλλάξει κούρντισμα. Ο ζόρικος νταής δεν καταλάβαινε τις τεχνικές εξηγήσεις του μπουζουξή και εξακουλουθούσε να τον απειλεί. Σήμερα ακόμη, κάποιοι αρχιμαλάκες υποκύπτουν στο ίδιο σφάλμα, ζητώντας, στα καλά-καθούμενα, ένα τραγούδι της αρεσκείας των. Με τα χρόνια, οι μπουζουξήδες, για να ικανοποιήσουν τα κέφια των μεθυσμένων νταήδων, αναγκάστηκαν να έχουν δίπλα τους ένα δεύτερο μπουζούκι (ή μπαγλαμά) κουρντισμένο διαφορετικά. Πάντως, για καλό και για κακό, έσερναν μαζί τους κι ένα μαχαίρι. Συνήθως, το μαχαίρι το έκρυβαν κάτω από το μαξιλαράκι της καρέκλας. Το 1952, ένας από τους Κατελάνους (οικογένεια παλικαράδων, χαφιέδων της Ασφάλειας) απείλησε με βιαιότητα το Γενίτσαρη, επειδή δεν έπαιξε αμέσως μια παραγγελιά. Ο Γενίτσαρης άρπαξε το μαχαίρι, που είχε κάτω από το μαξιλάρι της καρέκλας του, και τόχοσε στο λαιμό του Κατελάνου. Ο Κατελάνος δεν πέθανε. Ο Γενίτσαρης έπαψε να εμφανίζεται στα μπουζουκομάγαζα ως το 1972, που τον έπεισα να εμφανιστεί στο Κύτταρο. Και μια εθνολογική παρατήρηση: οι Κατελάνοι ήσανε κουράδες της Μάνης, ενώ ο Γενίτσαρης είναι γνήσιος αρβανιτόμαγκας, που δεν σηκώνει πολλά-πολλά.