Δημήτρης Αραπάκης – Άιντε ρε μόρτη Πειραιώτη

Σύνθεση του Μιχάλη Σκουλούδη. Ερμηνεύει ο Δημήτρης Αραπάκης. Ηχογραφήθηκε το 1931. Την ίδια χρονιά ηχογραφήθηκε επίσης με τον Αντώνη Νταλγκά και τον Κώστα Νούρο. Δίσκος Pathe Γαλλίας X-80154 / 70341. Χορός / Ρυθμός: Μόρτικο

Άιντε ρε μόρτη, ρε Περαιώτη
με τ’ άσπρο ζουναράκι σου και με τον κόφτη
μ’ αυτή την τόση τη λεβεντιά σου
ποτέ δεν λείπει γκόμενα από κοντά σου

όλο ουζάκια στα κουτουκάκια
και τσάρκα ύστερα σ’ όλα τα στεναδάκια
κι όποια μπανίσεις και την τσακίσεις
δεν σου γλιτώνει, βλάμη, σαν την ξεμυαλίσεις

όλο με φέρσιμο γκιουλέκικο
χορεύεις, βλάμη, το ζεϊμπέκικο
και για να σβήσεις το μεράκι σου, αχ
τραβάς τον κόφτη από το ζουναράκι σου

χόρεψε λιγάκι, βρε Περαιωτάκι
ένα χαμπαδάκι μερακλίδικο
τώρα θα σου παίξει και το σαντουράκι
ένα ζεμπεκάκι σεβνταλίδικο

γεια χαρά σου, βρε λεβέντη
γεια σου, βρε ντερβίση μου
χορό, μεθύσι, γκόμενες και ζάρι
έτσι να περνούσ’ η ζήση μου

Μόρτηδες και απόλοιμοι

[του Spiridione / από Σαραντάκο]

Η λέξη μόρτης ανήκει σε μία ομάδα λέξεων που έχει συνδεθεί με το ρεμπέτικο τραγούδι, αλλά επιπλέον έχει και μία ενδιαφέρουσα ιστορία, ορισμένα στιγμιότυπα της οποίας, γλωσσικά και ιστορικά, επιχειρεί το σημείωμα αυτό να ξεδιπλώσει.

Ο μόρτης, λοιπόν, θα λέγαμε ότι είναι το μικρό αδελφάκι του μάγκα, με την έννοια ότι έχει την ίδια σημασία, αλλά χρησιμοποιείται πιο σπάνια σήμερα. Η λέξη αυτή τις προηγούμενες δεκαετίες είχε τη χαρακτηριστική αμφισημία που συναντάμε και σε μερικές άλλες παρεμφερείς λέξεις (όπως π.χ. μάγκας και ρεμπέτης), αμφισημία που είχε σχέση με την κοινωνική θέση του ομιλητή, την εποχή του, τις πολιτισμικές του προτιμήσεις ή τις διαθέσεις του.  Στη λαϊκή μάγκικη γλώσσα (ή στα μόρτικα αν θέλετε) προσδιορίζει τα άτομα της συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας, του κόσμου της μαγκιάς, με θετική, φυσικά, σημασία, όπως, για παράδειγμα, σε αυτούς τους στίχους του Μιχάλη Σκουλούδη: «Άιντε ρε μόρτη, ρε Περαιώτη, / με τ’ άσπρο ζουναράκι σου και με τον κόφτη, / αυτή την τόση, τη λεβεντιά σου, / ποτέ δε λείπει γκόμενα από κοντά σου», ή όταν ο Μάρκος τραγουδά «τζούρα δώσε του Μπάτη μας, / του μόρτη, του μπερμπάντη μας»∙ εκτός, βέβαια, αν ο μόρτης παρεκκλίνει από τις βασικές αρχές του κώδικα συμπεριφοράς του, οπότε η λέξη χρωματίζεται αρνητικά, όπως, ας πούμε, συμβαίνει με έναν μόρτη φιγουρατζή στο ομώνυμο τραγούδι του Ανέστη Δελιά. Σε πολλούς δίσκους που είχαν κυκλοφορήσει προπολεμικά είχε χρησιμοποιηθεί η ένδειξη «μόρτικο» (τραγούδι ή χορός), εμπλέκεται δηλαδή και η μουσική βιομηχανία στη διαμόρφωση της σημασίας της, όπως είχε συμβεί και με τη λέξη ρεμπέτικο. Στην κοινή ελληνική γλώσσα της εποχής η ίδια λέξη προσδιορίζει τα άτομα του λεγόμενου περιθωρίου από την οπτική γωνία των ανθρώπων που είναι έξω απ’ αυτό∙ συνήθως, έχει μειωτική ή και υβριστική απόχρωση, εκφράζει ένα αρνητικό και αντικοινωνικό, για τα κατεστημένα ήθη, πρότυπο συμπεριφοράς.  Στο Λεξικό του Δημητράκου διαβάζουμε στο λήμμα μόρτης:  αγυιόπαις, αλήτης, αλάνης, μάγκας, χαμίνι / γεν. άνθρωπος ουτιδανός, μπερμπάντης. Αυτές τις αρνητικές σημασίες μπορούμε να τις δούμε σε άρθρα εφημερίδων των αρχών του προηγούμενου αιώνα αστυνομικού ρεπορτάζ ή ηθικολογικού περιεχομένου, αλλά και σε λογοτεχνικά έργα, όπως για παράδειγμα στα «Σατυρικά Γυμνάσματα» του Παλαμά: «Ζαγάρια και τσακάλια και κοκόροι, σηκωτοί κάθε τόσο στο ποδάρι, μόρτηδες, λούστροι, αργοί, λιμοκοντόροι». Χαρακτηριστικό είναι και ένα απόσπασμα κριτικής του καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Ανδρέα Σκιά, όπου μέμφεται το βιβλίο «Τα ψηλά βουνά» του Ζ. Παπαντωνίου διότι περιέχει «…βδελυράς και βωμολόχους αστειότητας, τας οποίας ασμένως μεταχειρίζονται οι μόρτηδες, οι χασισοπόται, οι λωποδύται και εν γένει οι φαυλόβιοι». Με το πέρασμα του χρόνου αναπτύσσονται και διάφορες μεταφορικές σημασίες, θετικής ή αρνητικής απόχρωσης (που τις βλέπουμε καλύτερα στη λέξη μάγκας), δηλαδή ο μόρτης μπορεί να είναι ο ψευτοπαλληκαράς, ο πονηρός, αλλά και ο έξυπνος, ο καταφερτζής ή ο ντόμπρος στη φράση «ξηγιέμαι μόρτικα». Έχει ενδιαφέρον, για μένα τουλάχιστον, το ερώτημα πώς ακριβώς προέκυψαν αυτές οι σημασίες, δηλαδή αν προηγήθηκε ο αυτοπροσδιορισμός μέσα στις περιθωριακές ομάδες και στη συνέχεια ακολούθησε ο ετεροπροσδιορισμός από την αστική κοινωνία ή το αντίθετο.  Άλλες παράγωγες λέξεις είναι το μορτάκι, που υπάρχει και στον στίχο του Ελύτη «μορτάκι του σύννεφου», ο μόρταρος ή αρχιμόρταρος σε διηγήματα του Παπαδιαμάντη (ο Φοραμπάλλας στο διήγημα «Κοινωνική Αρμονία»), και η μορταρία, δηλαδή μια ομάδα από μόρτηδες, συνήθως παιδιά, που συναντάμε π.χ. σε μυθιστορήματα που Κοσμά Πολίτη. 

Η λέξη μόρτης, όμως, είχε μια προηγούμενη ζωή στην ελληνική γλώσσα, με διαφορετική σημασία και σε διαφορετικές κοινωνικές συνθήκες. Μόρτηδες, συγκεκριμένα, λέγονταν όσοι είχαν επιβιώσει από μία προσβολή της Yersinia pestis (του βακίλου της πανώλης) και εξ αυτού του λόγου φαίνεται να είχαν αποκτήσει ανοσία στην ασθένεια αυτή∙ συμμετείχαν, στο εξής, σε μια ιδιόμορφη ομάδα ατόμων που αναλάμβανε διάφορες υπηρεσίες κατά τη διάρκεια μιας επιδημίας πανώλης. Όπως αναφέρει στη μελέτη του για την πανώλη «Στον καιρό της πανώλης» ο Κ. Κωστής, η ανοσία απέναντι στην πανώλη δεν είναι απόλυτη ούτε εξασφαλισμένη, όπως συμβαίνει αντίθετα με άλλες ασθένειες, π.χ. την ευλογιά, και φαίνεται να έχει περιορισμένη χρονική ισχύ, το πολύ για δέκα χρόνια. Σε μία πρόσφατη δε έρευνα, του 2012, που έγινε σε πανωλόβλητους στην Κίνα (ναι, υπάρχει και σήμερα πανώλη), αποδείχθηκε για πρώτη φορά ότι αντισώματα κατά της πανώλης μπορεί να παραμείνουν σε αποθεραπευμένους ασθενείς ακόμη και μετά από δέκα χρόνια από την προσβολή τους, τα οποία όμως εξασθενούν όσο περνάνε τα χρόνια. Στην ίδια εργασία αναφέρεται ότι ο μηχανισμός φυσικής ανοσίας κατά της πανώλης είναι ιδιαίτερα περίπλοκος, γι’ αυτό και υπάρχει δυσκολία στο να παρασκευαστεί ένα αποτελεσματικό εμβόλιο κατά της νόσου (και χωρίς παρενέργειες). Την εποχή της δεύτερης πανδημίας (δεύτερη πανδημία ονομάζουμε την περίοδο που ξεκίνησε με την επιδημία του 1348, τον «Μαύρο Θάνατο», και ολοκληρώθηκε στα μέσα περίπου του 19ου αιώνα) υπήρχε μεγάλη διχογνωμία μεταξύ των γιατρών για το θέμα της ανοσίας κατά της πανώλης (όπως και γενικότερα για τη φύση της νόσου), αδυνατώντας να συλλάβουν μία κανονικότητα του φαινομένου. Και είναι φυσικό αυτό, αφού μόλις στα τέλη του 19ου αιώνα ανακαλύφθηκε ο βάκιλος της πανώλης και έγινε αντιληπτός ο τρόπος εμφάνισης και μετάδοσης της νόσου. Σε κάθε περίπτωση, φαίνεται ότι οι άνθρωποι της εποχής πίστευαν εμπειρικά ότι όσοι είχαν επιβιώσει από μία προσβολή πανώλης ήταν δύσκολο να προσβληθούν ξανά. Αυτό, όπως είναι λογικό, τους έδινε μεγάλο πλεονέκτημα, γιατί μπορούσαν να προσφέρουν υπηρεσίες  που κανείς άλλος δεν ήταν διατεθειμένος να προσφέρει, λόγω του φόβου μετάδοσης της νόσου.

Continue reading “Μόρτηδες και απόλοιμοι”