Η τσούρμα

ΣΚωνσταντίνος Ράδος - Ο πειρατής της Γραμβούσης.jpgτη Σπηλιά μαζωμένοι, η τσούρμα του Μπαρρούς, οι μισοί τα κόβανε κι οι μισοί παίζανε τρίλλια. Ήτανε κάτι τι να τους δεις.

Κοντή τη βράκα τραβηγμένη πίσω ψηλά, περασμένη στο ζουνάρι, οι περισσότεροι ξεσκούφωτοι, τα μαλλιά σαν το στουπί, το σκουλαρίκι στ’ αυτί, τα μούτρα τους τομάρι απ’ τα μισά του ταμπάκη, ο ένας ήτανε κουλοχέρης κι οι άλλοι γκαϊβοί, κουτσομύτηδες και βλογιοκομμένοι. Απ’ όλες τις φυλές του Ισραήλ, πού στο διάβολο τους είχε μαζέψει ο καπτάν-Γιωργίτσης, Μαλτέζους, Ντουλτσινιώτες, Σκλαβούνους, ξεβράσματα απ’ τα νησιά μας, Κακαβούλια διωγμένα απ’ τη Μάνη απ’ τον καιρό του Τζανέτ-μπέη Γρηγοράκη, κι έναν Αράπη ακόμη; Το βρισίδι πήγαινε κι ερχότανε.

— Άσ’ τον, μωρέ Γρηγόρη, κάτω τον άσσο! Άσ’ τον λοιπόν! το σταυρό σου!

— Μωρέ γιατί, Καπιλλάρη, τι λες τώρα στη μπίστη σου!

— Τι να σου πω μωρέ, που να σου πει ο παπάς στ’ αυτί κι ο διάκος στο κεφάλι!

~ Κωνσταντίνος Ράδος, Ο πειρατής της Γραμβούσης (Νεφέλη, 1988). Πρώτη έκδοση το 1930, στο Ο πειρατής της Γραμβούσης και άλλα διηγήματα. Άλλαξα λίγο την ορθογραφία.

 

Πειρατές της Γραμβούσας

Πέρα, μέσα στην καταχνιά, μαύρο θεόρατο, άρχιζε να ξεχωρίζει, με τις μεγάλες τάμπιες του και τα ψηλά μπεντένια, το κάστρο της Γραμβούσας. Στ’ απάνω καστέλλι δεν ανέμιζε πια η μπαντιέρα τού Καλλέργη, οι καλοί είχαν φύγει και το φοβερό και περήφανο κάστρο είχε απομείνει στα χέρια των μπαντίδων που ξαφρίζανε την Άσπρη θάλασσα. Τα τρομπόνια λάμπανε πίσω στις τουφεκίστρες και τα κανόνια χάσκανε στα μασγάλια, γιομάτα ως το λαιμό από πάνω απ’ τις φόσσες και κόντρα φόσσες. Οι δραγονιέρες είχαν μπόλικο νερό. Οι στέρνες κρύβανε τις πρέζες, και τους σκλάβους στα μπουντρούμια. Απάνω απ’ τα σαράντα μίστικα, σακολέβες και περγαντίνια είχαν δέσει στα μουράγια, έτοιμα να σηκωθούν στο πρώτο σινιάλο.

Ο καιρός ήτανε στο μαΐστρο. Μπροστά οι δικοί μας, πίσω οι Εγγλέζοι, όλη η λίνεα κρατούσε ένα μίλι. Κεσέμι πήγαινε μπρος ο καπτάν-Αχιλλέας Νταλαμάγκας μ’ ένα καινούργιο κορβετάκι, πούχανε φιάξει στον Πόρο. Ο Χαμιλτώνας τούβαλε σινιάλο να ξεκόψει απ’ τη λίνεα να πάει να μιλήσει με το κάστρο. Πήρε λοιπόν κάμποσες βόλτες, ήρθε κοντά, στάθηκε αλά κάπα, έριξε μια κανονιά και σήκωσε σινιάλο παρλάρε. Αμέσως βγήκε όξω μια σακολέβα.

Ο Αχιλλέας έδωσε τα χαρτιά του αρχηγού και τους είπε και με το στόμα:

— Να κάνετε ράι!

— Κάνομε ράι με το άφεωνται αι αμαρτίαι!

— Να κάνετε ράι παστρικό, τέι περ τέι, αλλιώτικα θα σας κάψωμε.

— Δεν κάνομε κι ελάτε!

Το κορβετάκι πήγαινε όλο ξαπάφτοντας και ζύγωνε το κάστρο. Έβλεπαν τις βάρδιες και τις σιδερένιες πόρτες με τα μεγάλα τα καρφιά και το λεοντάρι του Αϊ-Μάρκου από πάνω.

~ Κωνσταντίνος Ράδος, Ο πειρατής της Γραμβούσης (Νεφέλη, 1988). Πρώτη έκδοση το 1930, στο Ο πειρατής της Γραμβούσης και άλλα διηγήματα. Άλλαξα λίγο την ορθογραφία.

Το κάστρο σήμερα [+]