Στη Σπηλιά μαζωμένοι, η τσούρμα του Μπαρρούς, οι μισοί τα κόβανε κι οι μισοί παίζανε τρίλλια. Ήτανε κάτι τι να τους δεις.
Κοντή τη βράκα τραβηγμένη πίσω ψηλά, περασμένη στο ζουνάρι, οι περισσότεροι ξεσκούφωτοι, τα μαλλιά σαν το στουπί, το σκουλαρίκι στ’ αυτί, τα μούτρα τους τομάρι απ’ τα μισά του ταμπάκη, ο ένας ήτανε κουλοχέρης κι οι άλλοι γκαϊβοί, κουτσομύτηδες και βλογιοκομμένοι. Απ’ όλες τις φυλές του Ισραήλ, πού στο διάβολο τους είχε μαζέψει ο καπτάν-Γιωργίτσης, Μαλτέζους, Ντουλτσινιώτες, Σκλαβούνους, ξεβράσματα απ’ τα νησιά μας, Κακαβούλια διωγμένα απ’ τη Μάνη απ’ τον καιρό του Τζανέτ-μπέη Γρηγοράκη, κι έναν Αράπη ακόμη; Το βρισίδι πήγαινε κι ερχότανε.
— Άσ’ τον, μωρέ Γρηγόρη, κάτω τον άσσο! Άσ’ τον λοιπόν! το σταυρό σου!
— Μωρέ γιατί, Καπιλλάρη, τι λες τώρα στη μπίστη σου!
— Τι να σου πω μωρέ, που να σου πει ο παπάς στ’ αυτί κι ο διάκος στο κεφάλι!
~ Κωνσταντίνος Ράδος, Ο πειρατής της Γραμβούσης (Νεφέλη, 1988). Πρώτη έκδοση το 1930, στο Ο πειρατής της Γραμβούσης και άλλα διηγήματα. Άλλαξα λίγο την ορθογραφία.