Μεταμφίεση

11459295Τράβηξε πλατεία Ψυρρή, βρήκε τον Αριστείδη το γέρο στον καφενέ, καθήσανε, κλαιγότανε ο Αριστείδης:

– Σκατά γένηκε η πιάτσα και δε βρίσκεις τη σήμερον μήτε μια δοντιά να βάλεις στο τσιγάρο σου να νοστιμήσει…

Κι άρχισε να του λέει τους παλιούς, να πούμε, κάτι κουτσαβάκια φίνα, με την αφέλεια, τη χλίψη στο καπέλο, το τζογέ πανταλόνι, το ζουνάρι με τη διμούτσουνη και τη φωτερή, που τα παίρνανε μαγκουράτα και δέρνανε και κανένα δε νογάγανε, ανάθεμα το Μπαϊρακτάρη που ρήμαξε την καλή μαγκιά…

Ψώνιζε ο Μπάτσικας, πλέρωσε τα ποτά, τούριξε και δέκα τάλλαρα για μια ώρα ανάγκη και έφυγε γεμάτος. Και γύρισε από δω, γύρισε από κει, τα πίτυχε όλα και στην εντέλεια.

Μέχρι τρία τρακόσα του κόστισε η φτιάξη, αλλά έγινε ένας μάγκας παλιός, πεννάτος. Παπούτσι, μέχρι να χωράει κάτω από το τακούνι όρθια δεκάρα μπακίρα. Καβουράκι ατσαλάκωτο μαύρο, χταποδοφωλιά, με τη χλίψη του, κορδέλλα μισό και τρία. Ζουνάρι σατέν με τα σιδερικά του στην πέννα. Σακκάκι Παμεινώντα ριχτομάνικο το ένα και παντελόνι τζογέ, πέντε δάχτυλα γύρισμα… Και μαγκούρα κερασέα και παίχτης φίλντισι και για κάθε ενδεχόμενο έβγαλε και το δαχτυλίδι να μη δίνουμε γνωριμίες. Μέχρι, δηλαδή, πούπιασε μολύβι της κόπιας και ζωγράφισε πάνω στο στήθος του γοργόνες κι έγραψε ανορθόγραφα “το στήθος μου κατάντισε – βασάνων κατικεία – που κατηκούν οι λαίοντες – και τ’ άγρεια θαιρία”. Τέτοια τέλεια…

~ Νίκος Τσιφόρος, “Η μαύρη μάσκα”, στο Παραμύθια πίσω από τα κάγκελα, εκδ. Ερμής, 1973. Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό “Ταχυδρόμος”, 1962-1963.

 

Κώστας Μπέζος – Στην υπόγα

Τραγούδι του Κώστα Μπέζου (Α. Κωστής) που το ερμηνεύει ο ίδιος. Είναι ο πρώτος δίσκος που ηχογράφησε στην Ελλάδα ο Τέτος Δημητριάδης για λογαριασμό της αμερικανικης εταιρείας Victor, με τον Κώστα Μπέζο και κυκλοφόρησε στην Αμερική. Ηχογραφήθηκε στην Αθήνα, το 1930. Ζεϊμπέκικο. Ορχήστρα με δύο κιθάρες, παίζουν Κώστας Καρίπης και Κώστας Μπέζος. / Εκτέλεση από Θεοδοσία Στίγκα και φουλ ορχήστρα εδώ / Ο Πετρόπουλος λέει: “Καθώς πολλά μουρμούρικα, έτσι και σ’ αυτό το τραγούδι υπάρχουν έντονα σουρεαλιστικά στοιχεία. Όθεν, αδυνατώ να εξηγήσω τι σημαίνουν ορισμένες φράσεις (π.χ. του δεύτερου και του τρίτου δίστιχου). Πάντως κούφιο σημαίνει πιστόλι, όχι περίστροφο. Το τελευταίο δίστιχο είναι σαφώς ειρωνικό. Ο φουκαράς ο Μήτσος, ο στραβοκάνης, προφανώς, ήτανε ντουμανάκιας (δηλαδή: μπατίρης που συχνάζει στους τεκέδες και προσπαθεί να μαστουριάσει εισπνέοντας τα αιωρούμενα ντουμάνια, ή, ζητιανεύοντας καμιά ψιλή). Οι μάγκες κοροϊδεύουν, με συγκατάβαση, τους ντουμανάκηδες.”

Ρε, ν’ από πί-, ρε ν’ από πίσω στη στρατώνα
Βαρέσαν μά-, βαρέσαν μάγκα στην υπόγα

Μπαίνει ‘νας μπά-, μπαίνει ‘νας μπάτσος με το κούφιο
Και ρίχνει μου-, και ρίχνει μούσμουλα στο ρούφο

Και κατρακύ-, και κατρακύλησε το φέσι
Μας σβήνει ο να-, μας σβήνει ο ναργιλές στη μέση

Και τον ανά-, και τον ανάβει η κυρία Κούλα
Ρε που ‘χει τάλιρα και τσιγαριές στη ζούλα

Γειά σου ρε Μή-, γειά σου ρε Μήτσο στραβοκάνη
Που ‘σαι μαστού-, που ‘σαι μαστούρι απ’ το ντουμάνι

Μιχάλης Γενίτσαρης – Εγώ μάγκας φαινόμουνα

“Βαρύ ζεϊμπέκικο. Είναι ο πρώτος δίσκος του Μιχάλη Γενίτσαρη, χτυπημένος το 1937. Τότε ο Γενίτσαρης ήτανε μόλις δέκα-οχτώ χρονώ. Κι όμως έγραψε αυτό το κλασικό ρεμπέτικο και το τραγούδησε θαυμάσια με υποδειγματική μάγκικη προφορά, ενώ, παράλληλα, έπαιξε μπουζούκι (συνοδεύοντας τον εαυτό του) με εξίσου θαυμάσιο και υποδειγματικό τρόπο.” ~ Ηλίας Πετρόπουλος, Ρεμπέτικα Τραγούδια

Εγώ μάγκας φαινόμουνα
να γίνω από μικράκι
καταλαβα τα έξυπνα
κι έμαθα μπουζουκάκι.

Αντί σκολιό μου πάγαινα
μες του Καραϊσκάκη
έπινα διάφορα πιοτά
να μάθω μπουζουκάκι.

Οι συγγενείς μου λέγανε
να το απαρατήσω
αυτό το παλιομπούζουκο
για θα τους ξεφτιλίσω.

Εγώ όμως δεν το άφηνα
να λείψει από κοντά μου
αυτό το παλιομπούζουκο
που το `χα συντροφιά μου.