Τράβηξε πλατεία Ψυρρή, βρήκε τον Αριστείδη το γέρο στον καφενέ, καθήσανε, κλαιγότανε ο Αριστείδης:
– Σκατά γένηκε η πιάτσα και δε βρίσκεις τη σήμερον μήτε μια δοντιά να βάλεις στο τσιγάρο σου να νοστιμήσει…
Κι άρχισε να του λέει τους παλιούς, να πούμε, κάτι κουτσαβάκια φίνα, με την αφέλεια, τη χλίψη στο καπέλο, το τζογέ πανταλόνι, το ζουνάρι με τη διμούτσουνη και τη φωτερή, που τα παίρνανε μαγκουράτα και δέρνανε και κανένα δε νογάγανε, ανάθεμα το Μπαϊρακτάρη που ρήμαξε την καλή μαγκιά…
Ψώνιζε ο Μπάτσικας, πλέρωσε τα ποτά, τούριξε και δέκα τάλλαρα για μια ώρα ανάγκη και έφυγε γεμάτος. Και γύρισε από δω, γύρισε από κει, τα πίτυχε όλα και στην εντέλεια.
Μέχρι τρία τρακόσα του κόστισε η φτιάξη, αλλά έγινε ένας μάγκας παλιός, πεννάτος. Παπούτσι, μέχρι να χωράει κάτω από το τακούνι όρθια δεκάρα μπακίρα. Καβουράκι ατσαλάκωτο μαύρο, χταποδοφωλιά, με τη χλίψη του, κορδέλλα μισό και τρία. Ζουνάρι σατέν με τα σιδερικά του στην πέννα. Σακκάκι Παμεινώντα ριχτομάνικο το ένα και παντελόνι τζογέ, πέντε δάχτυλα γύρισμα… Και μαγκούρα κερασέα και παίχτης φίλντισι και για κάθε ενδεχόμενο έβγαλε και το δαχτυλίδι να μη δίνουμε γνωριμίες. Μέχρι, δηλαδή, πούπιασε μολύβι της κόπιας και ζωγράφισε πάνω στο στήθος του γοργόνες κι έγραψε ανορθόγραφα “το στήθος μου κατάντισε – βασάνων κατικεία – που κατηκούν οι λαίοντες – και τ’ άγρεια θαιρία”. Τέτοια τέλεια…
~ Νίκος Τσιφόρος, “Η μαύρη μάσκα”, στο Παραμύθια πίσω από τα κάγκελα, εκδ. Ερμής, 1973. Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό “Ταχυδρόμος”, 1962-1963.