Μιχάλης Γενίτσαρης – Εγώ μάγκας φαινόμουνα

“Βαρύ ζεϊμπέκικο. Είναι ο πρώτος δίσκος του Μιχάλη Γενίτσαρη, χτυπημένος το 1937. Τότε ο Γενίτσαρης ήτανε μόλις δέκα-οχτώ χρονώ. Κι όμως έγραψε αυτό το κλασικό ρεμπέτικο και το τραγούδησε θαυμάσια με υποδειγματική μάγκικη προφορά, ενώ, παράλληλα, έπαιξε μπουζούκι (συνοδεύοντας τον εαυτό του) με εξίσου θαυμάσιο και υποδειγματικό τρόπο.” ~ Ηλίας Πετρόπουλος, Ρεμπέτικα Τραγούδια

Εγώ μάγκας φαινόμουνα
να γίνω από μικράκι
καταλαβα τα έξυπνα
κι έμαθα μπουζουκάκι.

Αντί σκολιό μου πάγαινα
μες του Καραϊσκάκη
έπινα διάφορα πιοτά
να μάθω μπουζουκάκι.

Οι συγγενείς μου λέγανε
να το απαρατήσω
αυτό το παλιομπούζουκο
για θα τους ξεφτιλίσω.

Εγώ όμως δεν το άφηνα
να λείψει από κοντά μου
αυτό το παλιομπούζουκο
που το `χα συντροφιά μου.

Γιώργος Μπάτης – Οι φυλακές του Ωρωπού

“Ζεϊμπέκικο του Μπάτη. Δίσκος του 1933 1934, με τον ίδιο. Δυστυχώς είναι πια αργά για να μάθουμε αν αυτό το συνταρακτικό και αποκαλυπτικό και – στο είδος του – μοναδικό τραγούδι οφείλεται στην ιδιοφυία του Μπάτη, ή, αν αυτός έχει δανειστεί στοιχεία από παλιά μουρμούρικα. Συν τοις άλλοις, οι στίχοι του Ωρωπού είναι αυστηρότατα αντικειμενικοί. Πράγματι, στις φυλακές το διαιτολόγιο είναι τόσο μονότονο που οι κατάδικοι το αποστηθίζουν. Το ξύρισμα και το κούρεμα, στις φυλακές, γίνεται δωρεάν. Αυτό θεωρητικώς, στην πράξη – αν δεν πληρώσεις – ο κουρέας σε γδέρνει. Τα νούμερα του τραγουδιού δηλώνουν τους θαλάμους της φυλακής. Η έκφραση την αμολάνε όλοι αβέρτα σημαίνει: όλοι χαφιεδίζουν συνεχώς και ανοιχτά. Στις φυλακές οι κατάδικοι που δουλεύουν για την σωφρονιστική υπηρεσία (γραμματικοί, καθαριστές κτλ.) μένουν σε χωριστούς θαλάμους, και συνήθως είναι χαφιέδες  του αρχιφύλακα. Ο όγδοος θάλαμος της φυλακής Ωρωπού φαίνεται ότι ήτανε νοσοκομείο ή αναρωτήριο. Τέλος, έχω να προσθέσω ότι ο τρίτος και τέταρτος στίχους χρησιμοποιούνται από τους κατάδικους σαν παροιμία. Το τραγούδι αυτό τραγουδιέται με τρόπο σχεδόν αφηγηματικό.” ~ Ηλίας Πετρόπουλος, Ρεμπέτικα Τραγούδια / Μπαγλαμά παίζει ο Μπάτης, μπουζούκι παίζει ο Ανέστης Δελιάς ή Αρτέμης.

Στον Ωρωπό καλέ την περνάμε φίνα
πιο καλά κι απ’ την Αθήνα.

Τρίτη, Πέμπτη μακαρόνια
μα ο μάγκας βγάζει χρόνια.

Και την Κυριακή μας δίνουν κρέας,
τσάμπα είναι κι ο κουρέας.

Εις το πρώτο πγαιν’ το χαρμανλίκι,
εις στο δεύτερο το μαστουρλίκι.

Και στο τρίτο πγαιν’ το νταϊλίκι
και στο τέταρτο, ωχ, το ζοριλίκι.

Και στο πέμπτο της λαθρομπορίας
και στο έκτο όλη η σκευωρία.

Και στο έβδομο όλ’ οι τεκετζήδες
και στο όγδοο όλοι οι ασθενήδες.

Και στο νούμερο το δέκα
την αμολάνε όλοι αβέρτα.

Μάρκος Βαμβακάρης – Αντιλαλούν οι φυλακές

Του Μάρκου Βαμβακάρη. Απτάλικο ζεϊμπέκικο. Ηχογραφήθηκε το 1936 (Odeon GA1918-A190733b/GO2403). Είναι βασισμένο σε παραδοσιακή μικρασιάτικη μελωδία πάνω στην οποία έχουν γραφτεί και άλλα τραγούδια όπως π.χ. το επίσης παραδοσιακό “ΤΑ ΟΥΛΑ ΣΟΥ” και του Ιάκωβου Μοντανάρη “ΜΕ ΚΑΠΟΙΑ ΣΤΑ ΠΕΤΡΑΛΩΝΑ”. Σύμφωνα με τον Τάσο Σχορέλη (ΡΕΜΠΕΤΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, τ. α΄) στα πάλκα της εποχής πριν το 1934 τραγουδιόταν το εξής τετράστιχο, μέρος του οποίου μπήκε στο τραγούδι αυτό: “Το σκότος και η φλακή/θέλουν μεγάλο λακριντί/Στ’ Ανάπλι και στην Αίγινα/βρε ισοβίτης έγινα”

Αντιλαλούν οι φυλακές
το Μπούρτζι κι ο Γιεντικουλές

Αντιλαλούν δυο σύρματα
Συγγρού και παραπήγματα

Αν είσαι μάνα και πονείς
έλα στη δίκη να με δεις

Έλα πριν με δικάσουνε
κλάψε να μ’ απαλλάξουνε

Το σκότος και η φυλακή
είναι μεγάλο λακριντί

Αντιλαλούν οι φυλακές
το Δύο και Γιεντικουλές

Η ιστορία της “Ευδοκίας”

[πηγή: Cogito Ergo Sum]

evdz.jpg

“Ευδοκία”

Η σημερινή μας ιστορία εκτυλίσσεται κάπου στις αρχές τής δεκαετίας τού ‘70. Ο 21χρονος Γιώργος Κουτούζης από την Νέα Ερυθραία δουλεύει σε οικοδομή αλλά σήμερα έχει μια σοβαρή υποχρέωση και πρέπει να λείψει. Επειδή ξέρει ότι ο εργολάβος θα “στραβώσει” αν μείνει πίσω η δουλειά, έχει φροντίσει από την προηγούμενη μέρα να πάει σε ένα καφενείο τής περιοχής όπου συχνάζουν εργάτες σαν κι αυτόν και να βρει αντικαταστάτη. Όμως, ο αντικαταστάτης δεν πήγε στο γιαπί. Έτσι, όταν την επόμενη μέρα ο Κουτούζης γυρίζει στην δουλειά του, ο εργολάβος τον απολύει θυμωμένος. Έξω φρενών ο νεαρός ξαναπάει στο καφενείο να ζητήσει εξηγήσεις από εκείνον που τον κρέμασε και, κουβέντα στην κουβέντα, ο άλλος αποκαλεί τον Κουτούζη “αλήτη”. Ο Κουτούζης θολώνει, τον βγάζει σηκωτό από το καφενείο και τον αρχίζει στα χαστούκια. Κάποιοι κινούνται εναντίον του αλλά ο γεροδεμένος Κουτούζης αρπάζει ένα μηχανάκι, το σηκώνει στον αέρα και απειλεί να το πετάξει σ’ όποιον πλησιάσει.

Το σκηνικό δεν θα είχε συνέχεια αν εκείνη την στιγμή δεν περνούσε από κει ο Αλέξης Δαμιανός. Ο πενηντάχρονος σκηνοθέτης, ιδρυτής τού “Πειραματικού Θεάτρου” και του θεάτρου “Πορεία”, τριγυρίζει ψάχνοντας τον πρωταγωνιστή τής δεύτερης ταινίας του (έχει προηγηθεί το εξαιρετικό “Προς το πλοίο”, το 1966). Ο Δαμιανός έχει καταλήξει σε πρωταγωνίστρια (η πρόωρα χαμένη κύπρια Μαρία Βασιλείου, που είδαμε αργότερα στον “Θίασο” του Αγγελόπουλου) και τώρα ψάχνει κάποιον όμορφο νεαρό, ο οποίος να μην έχει σχέση με την υποκριτική, για να του δώσει τον πρώτο ανδρικό ρόλο. Εντυπωσιάζεται από τον Κουτούζη, τον πλησιάζει και, καθώς ο νεαρός έχει μείνει χωρίς δουλειά, τον πείθει. Λίγες μέρες αργότερα, σε ένα ταβερνάκι στα παλιά σφαγεία τής Κάτω Κηφισιάς, ο Κουτούζης αρχίζει την πρώτη και τελευταία του υποκριτική δουλειά: ως λοχίας πεζικού Γιώργος Μπάσκος χορεύει ζεϊμπέκικο για τα μάτια μιας νεαρής πόρνης, της Ευδοκίας.

Στα γυρίσματα της σκηνής, ο Κουτούζης χορεύει υπό τους ήχους τής “Άτακτης” του Μάρκου Βαμβακάρη, επειδή ο Δαμιανός δεν έχει βρει ακόμη τον συνθέτη που θα γράψει μουσική για την ταινία. Η σκηνή παίρνει δυο μέρες για να ολοκληρωθεί, μιας και ο νεαρός πρωταγωνιστής δεν έχει ξαναχορέψει ζεϊμπέκικο στην ζωή του. Κάμποσες μέρες αργότερα ο ηθοποιός Χρήστος Ζορμπάς, που παίζει τον νταβατζή τής Ευδοκίας και ξέρει ότι ο Δαμιανός γυρίζει την ταινία με ψίχουλα ως προϋπολογισμό, προτείνει στον σκηνοθέτη ένα νεαρό ταλαντούχο φίλο του συνθέτη, ο οποίος θα μπορούσε να αναλάβει την δουλειά με πενταροδεκάρες. Ο Δαμιανός συμφωνεί να συναντηθεί με τον  φίλο τού Ζορμπά για να συζητήσουν. Και κάπως έτσι, τον Ιούλιο του 1971, ο Δαμιανός γνωρίζει τον 34χρονο Μάνο Λοΐζο και του αναθέτει να γράψει μουσική για την “Ευδοκία”.

Continue reading “Η ιστορία της “Ευδοκίας””