Αλεξάνδρα Κραντονέλλη

Η Πύλη δεν συμπαθούσε πολύ τους κοντινούς πειρατές και τους χρησιμοποιούσε όπως οι γιατροί τα δηλητηριώδη φυτά.

~ Αλεξάνδρα Κραντονέλλη, Ιστορία της πειρατείας στους μέσους χρόνους της Τουρκοκρατίας, 1538-1699 (Βιβλιοπωλείον της “Εστίας”, 2015, σελ. 27)

Social Waste – Kasbah

Τραβούσαμε με βήμα αργό προς την Κασμπά.
Φέσι αλγερίνικο φορούσε ο συνοδός μου.
Το στίχο ποίηση το λαμπρότερό σου δώσμου
για να ιστορήσω κάποια πράγματα θαμπά.

Ο ανήφορος ψηλός πολύ και σκαλωτός,
αρχαία γιομάτος μαγαζιά κι οπλοπωλεία.
Η παραλία κάτου φαινόταν με τα πλοία
κι ένας πολύγλωσσος που ερχόταν συφερτός.

Μαύρες γυναίκες, στολισμένες με λευκά,
Αλγερινές που εθορυβούσαν κι εγελούσαν
και ναυτικοί από ξένες χώρες που φορούσαν
κάσκες παράδοξες και ρούχα τροπικά.

Σπίτια παλιά, δίχως παράθυρα, ψηλά
κι απά σε πέτρινα πεζούλια καθισμένες
πατρόνες γριές, σαν από κόλαση βγαλμένες
παίζανε ζάρια και τραβούσανε λουλά.

Μες σε κοιτώνες χωρισμένους, σκοτεινούς,
απάνου σε φαρδιά και βρωμικα κρεβάτια,
άσπρες και μαύρες, με φρικτά κι άφωτα μάτια
δίχως ορίζοντα και δίχως ουρανούς.

Μέσα στο νούμερο “Ταλαάτ” ένα λευκό
κορμί γυναίκας σ’ ένα ολόμαυρο μεντέρι
στα χέρια της παίζει με τέχνη ένα μαχαίρι
κι ένα χοντρό βιβλίο διαβάζει, παλαιικό.

Με χαιρετά με μιαν ευχήν αραβική
και μου μιλεί από κάθε γλώσσα λίγα λόγια
που της εμάθαν μες τα ξένα καταγώγια
όσοι κοιμήθηκαν μαζί της ναυτικοί.

Όμως κρατά μετά τα χείλη της κλειστά.
Αν μείνεις μου `πε τ’ όνομά μου μη ρωτήσεις.
Μισώ τις μάταιες τις εξομολογήσεις
και των αντρών τα μάταια λόγια τα ζεστά.

Μείναμε δίχως να μιλάμε ως την αυγή
κι όταν επλήρωσα και κίνησα να φύγω,
κουδούνισε τα χρήματα στο χέρι λίγο
και μου τα πέταξε στο πρόσωπο με οργή.

Και μου πε: Αν ζήσατε πολύ στους τροπικούς
κι αν εδιαβάσατε παράξενα βιβλία,
μάθατε μόνο να οδηγάτε αργά τα πλοία,
στους χάρτες σκύβοντας τους Μερκατορικούς.

Αλλά το ασάλευτο ταξίδι των πορνών,
ποιος από σας, τυφλοί, ποτέ το βλέπει;
Ο μεσονύχτιος ήλιος πάντοτε το σκέπει
και τ’ άστρο κάποιων άγνωστών σας ουρανών.

Εβγήκα. Απέξω από την πόρτα της σειρά
προσμέναν Γάλλοι, Εγγλέζοι και Σενεγαλέζοι.
Κι αυτή κλεισμένη το μαχαίρι της να παίζει,
πετώντας το στον τοίχο τούτη τη φορά.

Κι ετράβηξα τρεκλίζοντας με βήμα αργό,
ώσπου έφτασα, με τη βοήθεια του κυρίου
απ’ την αρχαία πολιτεία του Αλγερίου
στο ξεβαμμένο μας τεράστιο φορτηγό.

Ottoman History Podcast: Pirates

E333: Piracy and Law in the Ottoman Mediterranean
with Joshua White, hosted by Chris Gratien, Susanna Ferguson, and Taylor Moore

“Pirates are usually imagined as outlaws. But as the history of the early modern Mediterranean demonstrates, the line between illegal raiding and legitimate maritime violence was blurry, easily crossed, and often a moving target. In this episode, we talk to Joshua White about his book Piracy and Law in the Ottoman Mediterranean. We consider how piracy shaped legal institutions and thought in the Ottoman world, and we get a glimpse of the fascinating and liminal world of pirates, jurists, and officials in the Ottoman Mediterranean.”


E1: Corsairs and the Ottoman Mediterranean
with Emrah Safa Gürkan, hosted by Chris Gratien

“Much like pirates, corsairs performed raids on coastal populations and interrupted shipping in the Mediterranean. However, unlike pirates, corsairs had the legal backing of sovereign states from among both the Ottomans and their European rivals who sponsored corsair activities in maritime borderland regions such as North African and the Eastern Mediterranean. In this episode, Emrah Safa Gürkan discusses the role of these go-betweens in the early modern world and suggests new ways of thinking about corsairs outside of the Christianity vs. Islam dichotomy.”

Η τσούρμα

ΣΚωνσταντίνος Ράδος - Ο πειρατής της Γραμβούσης.jpgτη Σπηλιά μαζωμένοι, η τσούρμα του Μπαρρούς, οι μισοί τα κόβανε κι οι μισοί παίζανε τρίλλια. Ήτανε κάτι τι να τους δεις.

Κοντή τη βράκα τραβηγμένη πίσω ψηλά, περασμένη στο ζουνάρι, οι περισσότεροι ξεσκούφωτοι, τα μαλλιά σαν το στουπί, το σκουλαρίκι στ’ αυτί, τα μούτρα τους τομάρι απ’ τα μισά του ταμπάκη, ο ένας ήτανε κουλοχέρης κι οι άλλοι γκαϊβοί, κουτσομύτηδες και βλογιοκομμένοι. Απ’ όλες τις φυλές του Ισραήλ, πού στο διάβολο τους είχε μαζέψει ο καπτάν-Γιωργίτσης, Μαλτέζους, Ντουλτσινιώτες, Σκλαβούνους, ξεβράσματα απ’ τα νησιά μας, Κακαβούλια διωγμένα απ’ τη Μάνη απ’ τον καιρό του Τζανέτ-μπέη Γρηγοράκη, κι έναν Αράπη ακόμη; Το βρισίδι πήγαινε κι ερχότανε.

— Άσ’ τον, μωρέ Γρηγόρη, κάτω τον άσσο! Άσ’ τον λοιπόν! το σταυρό σου!

— Μωρέ γιατί, Καπιλλάρη, τι λες τώρα στη μπίστη σου!

— Τι να σου πω μωρέ, που να σου πει ο παπάς στ’ αυτί κι ο διάκος στο κεφάλι!

~ Κωνσταντίνος Ράδος, Ο πειρατής της Γραμβούσης (Νεφέλη, 1988). Πρώτη έκδοση το 1930, στο Ο πειρατής της Γραμβούσης και άλλα διηγήματα. Άλλαξα λίγο την ορθογραφία.

 

Πειρατές της Γραμβούσας

Πέρα, μέσα στην καταχνιά, μαύρο θεόρατο, άρχιζε να ξεχωρίζει, με τις μεγάλες τάμπιες του και τα ψηλά μπεντένια, το κάστρο της Γραμβούσας. Στ’ απάνω καστέλλι δεν ανέμιζε πια η μπαντιέρα τού Καλλέργη, οι καλοί είχαν φύγει και το φοβερό και περήφανο κάστρο είχε απομείνει στα χέρια των μπαντίδων που ξαφρίζανε την Άσπρη θάλασσα. Τα τρομπόνια λάμπανε πίσω στις τουφεκίστρες και τα κανόνια χάσκανε στα μασγάλια, γιομάτα ως το λαιμό από πάνω απ’ τις φόσσες και κόντρα φόσσες. Οι δραγονιέρες είχαν μπόλικο νερό. Οι στέρνες κρύβανε τις πρέζες, και τους σκλάβους στα μπουντρούμια. Απάνω απ’ τα σαράντα μίστικα, σακολέβες και περγαντίνια είχαν δέσει στα μουράγια, έτοιμα να σηκωθούν στο πρώτο σινιάλο.

Ο καιρός ήτανε στο μαΐστρο. Μπροστά οι δικοί μας, πίσω οι Εγγλέζοι, όλη η λίνεα κρατούσε ένα μίλι. Κεσέμι πήγαινε μπρος ο καπτάν-Αχιλλέας Νταλαμάγκας μ’ ένα καινούργιο κορβετάκι, πούχανε φιάξει στον Πόρο. Ο Χαμιλτώνας τούβαλε σινιάλο να ξεκόψει απ’ τη λίνεα να πάει να μιλήσει με το κάστρο. Πήρε λοιπόν κάμποσες βόλτες, ήρθε κοντά, στάθηκε αλά κάπα, έριξε μια κανονιά και σήκωσε σινιάλο παρλάρε. Αμέσως βγήκε όξω μια σακολέβα.

Ο Αχιλλέας έδωσε τα χαρτιά του αρχηγού και τους είπε και με το στόμα:

— Να κάνετε ράι!

— Κάνομε ράι με το άφεωνται αι αμαρτίαι!

— Να κάνετε ράι παστρικό, τέι περ τέι, αλλιώτικα θα σας κάψωμε.

— Δεν κάνομε κι ελάτε!

Το κορβετάκι πήγαινε όλο ξαπάφτοντας και ζύγωνε το κάστρο. Έβλεπαν τις βάρδιες και τις σιδερένιες πόρτες με τα μεγάλα τα καρφιά και το λεοντάρι του Αϊ-Μάρκου από πάνω.

~ Κωνσταντίνος Ράδος, Ο πειρατής της Γραμβούσης (Νεφέλη, 1988). Πρώτη έκδοση το 1930, στο Ο πειρατής της Γραμβούσης και άλλα διηγήματα. Άλλαξα λίγο την ορθογραφία.

Το κάστρο σήμερα [+]

Πειρατές στο Άγιο Όρος

[Μονεμβασιώτικος Όμιλος] Πειρατές και κουρσάροι.jpgΙδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η περίπτωση της μονής Καρακάλλου, την οποία οι πειρατές κατέστρεψαν ολοσχερώς [τον 12ο αιώνα], αιχμαλωτίζοντας όλους τους μοναχούς. Όταν στη συνέχεια έφτασαν στη Μονή της Λαύρας του Αγίου Αθανασίου, πρότειναν στους εκεί μοναχούς να τους πουλήσουν τους μοναχούς της Μονής Καρακάλλου. Ο ηγούμενος της Μεγίστης Λαύρας τούς αγόρασε, όμως επειδή αυτοί δεν είχαν χρήματα για να εξαγοράσουν την ελευθερία τους, όχι μόνο τούς κράτησε υπό τη δικαιοδοσία του αλλά, δήθεν, πήρε και όλα τα χρήματά τους ως μετόχι.

~ Radic Radivoj, “Η πειρατεία στους Σερβικούς μεσαιωνικούς βίους των αγίων”, στο Πειρατές και κουρσάροι