Μετά το θάνατο του λήσταρχου Γιαγκούλα ένας ψυχογιός του, ο Αντώνης Σκούμπρας, πιάστηκε και πέρασε από δίκη στη Θεσσαλονίκη. Όταν στη διάρκειά της ο πρόεδρος του δικαστηρίου ρώτησε τον πατέρα του πώς τέλος πάντων έγινε κι έδωσε το παιδί του παραγιό σε ένα ληστή, πήρε την εξής απάντηση: “Για να μάθει μια τέχνη.”

~ Χρίστος Ζαφείρης, Δεύτερο Πανελλήνιο Συνέδριο “Ο Όλυμπος στη ζωή των Ελλήνων”, Ελασσόνα, 1984. Στο “Οι λήσταρχοι: Τα παλληκάρια τα καλά σύντροφοι τα σκοτώνουν” του Βασίλη Τζανακάρη, εκδ. Μεταίχμιο, 2016.

Ο Γιαγκούλας ένα βράδυ

Ο Γιαγκούλας ένα βράδυ έφυγε κρυφά απ’ τον Άδη
και στον Όλυμπο κατέβη, ήλθε κάτι να γυρεύει.
Αετός ψηλά πετούσε κι ο Γιαγκούλας τον ρωτούσε:
Αετέ στα τόσα πόστα μην είδες τον Αγροκώστα;
Μα τον έχω εγώ σημάδι, θα τον βρω κάτω στον Άδη.
Εκεί είναι μαζεμένοι όλοι οι σημαδεμένοι.

*Αγροκώστας: Θεόδωρος Αγριόκωστας, καταδότης που πήρε μέρος στην καταδιώξη του Γιαγκούλα στην Κλεφτόβρυση, όπου ο λήσταρχος σκοτώθηκε

*σημαδεμένος: ο Αγριόκωστας μεταμφιέστηκε σε βλάχο καρβουνιάρη για να βρει το λημέρι του Γιαγκούλα, αλλά εκείνος τον έπιασε, τον κατάλαβε, και “του έκοψε το αριστερό αυτί όπως όριζε ο κανονισμός των ληστών και του το έδωσε στο χέρι για να το πάει στον αποσπασματάρχη”.

(πηγή: Βασίλης Τζανακάρης, “Οι λήσταρχοι: Τα παλληκάρια τα καλά σύντροφοι τα σκοτώνουν” )

“Το χωριό μου δε βγάζει τίποτα άλλο παρά ληστές”

Στους δημοσιογράφους που κουβέντιασαν μαζί του [ο 19χρονος ληστής Τάκης Φουρτούνας, μέλος της συμμορίας του Γιώργου Τράντου] είπε ότι “δεν είχε σφάξει” ούτε “είχε σκοτώσει” κανέναν παρά μόνο πρόβατα για να εξασκείται στο σημάδι και κανένα κοτόπουλο για να τραφεί. Αυτά ήταν και τα μοναδικά του εγκλήματα, είπε, σε αντίθεση με τους Μπαμπάνη και Τράντο που είχαν κάνει αρκετούς φόνους, χωρίς όμως τη δική του συμμετοχή. “Εγώ πήγα μαζί τους γιατί με κυνηγούσαν τα αποσπάσματα”, χωρίς όμως να εξηγήσει γιατί τον κυνηγούσαν. Όταν ρωτήθηκε γιατί διάλεξε τον ληστρικό βίο αντί του κτηνοτρόφου ή του αγρότη, είπε: “Εγώ κατάγομαι από το Καρατζόλι του Τυρνάβου. Το χωριό μου δε βγάζει τίποτα άλλο παρά ληστές. Το έχει αυτό καθώς λένε από το νερό του χωριού μας. Το έχουμε φαίνεται στο αίμα μας. Οι παππούδες και οι πατεράδες μας ήταν ληστές και ληστές γενήκαμε κι εμείς. Στο κλαρί πάλι θα βγουν τα παιδιά μας. Εσείς οι άλλοι το έχετε ατιμία να είναι κανείς στο κλαρί αλλά για εμάς είναι τιμή να είμαστε ελεύθεροι. Ο Μπαμπάνης και άλλοι τέτοιοι σπουδαίοι ληστές ήταν από το Καρατζόλι… Εγώ πήγα και στο σχολείο, μέχρι την τρίτη τάξη του δημοτικού και αφού έμαθα γράμματα φύλαγα τα πρόβατά μου. Δεν ήθελα να γίνω ληστής αλλά έτσι το έφερε η τύχη.”

~ Βασίλης Τζανακάρης, “Οι λήσταρχοι: Τα παλληκάρια τα καλά σύντροφοι τα σκοτώνουν”

Ο μύθος του Φώτη Γιαγκούλα

Το πώς κατασκευάζεται ένας θρύλος και ποια μέσα χρησιμοποιούνται σήμερα είναι λίγο πολύ γνωστό σε όλους. Όπως είναι γνωστό το γεγονός ότι σε όλη την πορεία του ανθρώπινου γένους οι μύθοι υπήρξαν πάντα γοητευτικοί και καλοδεχούμενοι. Αλλά επίσης γνωστό είναι και πόσο εύκολα επέρχεται -τουλάχιστον σήμερα- η απομυθοποίηση ενός μύθου. Τότε όμως οι συνθήκες ήταν τέτοιες που έφτανε ένας παραπανίσιος προφορικός λόγος, μια διάδοση, πολύ περισσότερο ένα κείμενο σε εφημερίδα, μια ανταπόκριση ενός ευφάνταστου “δημοσιογράφου” ή μερικές σελίδες από κάποιο ληστρικό ανάγνωσμα ώστε η φήμη και το ενδιαφέρον γύρω από ένα πρόσωπο να εκτιναχθεί στα ύψη. Κάτι τέτοιο συνέβη και με το Φώτη Γιαγκούλα. Ο αρχιλήσταρχος -γιατί σύμφωνα με τις διαβαθμίσεις των ληστρικών αξιωμάτων αυτός ήταν ο πραγματικός τίτλος του-* υποτίθεται ότι εκπροσωπούσε την μπέσα, τη λεβεντιά, το ανυπότακτο και το αντιεξουσιαστικό του Έλληνα, σε μια εποχή που οι περισσότεροι, ύστερα μάλιστα από τη Μικρασιατική καταστροφή και καταισχύνη, ήταν σε αναζήτηση της χαμένης εθνικής τους υπερηφάνειας και υπόληψης.

Ειδικά στη μυθοποίηση του Φώτη Γιαγκούλα, εκτός από την ωραία εμφάνιση, τη λεβεντιά και την μπέσα που είχε ο λήσταρχος, τα μέγιστα συνέβαλαν οι αποδράσεις, το ασύλληπτο και τέλος ο τρόπος εξόντωσής του ψηλά στον Όλυμπο που στα κατοπινά χρόνια πυροδότησε ένα σωρό σενάρια.

Ο Φώτης Γιαγκούλας δε γελοιοποιήθηκε περνώντας στην αντίπερα όχθη, δεν πρόδωσε συντρόφους του, δεν έκοψε τα κεφάλια τους και δεν βρέθηκε όπως τόσοι άλλοι μπροστά στην έδρα του “άκαρδου” κι “άπονου” εισαγγελέα και δικαστή για να ακούσει την απόφαση που θα τον έστελνε στο εκτελεστικό απόσπασμα. Έπεσε σε μάχη σώμα με σώμα, δίνοντας μια περιφρονητική απάντηση στον επικεφαλής του καταδιωκτικού αποσπάσματος, και το κεφάλι του αποκόπηκε από το σώμα του και τοποθετήθηκε σε κοινή θέα. Όσοι έτυχε να βρίσκονται στον σιδηροδρομικό σταθμό της Κατερίνης εκείνο το πρωινό -και ήταν πολλοί γιατί είχε λαϊκή αγορά εκείνη τη μέρα στην πόλη- κι έβλεπαν τους χωροφύλακες να το φυλάγουν και να το επιτηρούν, έβριζαν δήθεν μπροστά τους ή εκτόξευαν κατάρες εναντίον του, αλλά μόλις απομακρύνονταν σταυροκοπιούνταν κι έκλαιγαν. Γι΄αυτό και οι διαδόσεις για το νεκρανάστημά του και ο φόβος αλλά και η ελπίδα επανεμφάνισής του σαν φάντασμα, το φάντασμα ενός λήσταρχου-εκδικητή σε τόπου όπου είχε ζήσει και είχε δράσει, κράτησαν για χρόνια.

* Τα ληστρικά σώματα από την εμφάνισή τους ακόμη είχαν διάφορες διαβαθμίσεις. Το μέλος μιας ληστρικής συμμορίας ήταν ο ληστής. Ο επικεφαλής της αποκαλούνταν λήσταρχος ενώ ο επικεφαλής δύο ή τριών συγχωνευμένων συμμοριών αρχιλήσταρχος.

~ Βασίλης Τζανακάρης, “Οι λήσταρχοι: Τα παλληκάρια τα καλά σύντροφοι τα σκοτώνουν”

Δεσποινίδες

“Ο Γιώργος Ζαχαρίου [στο Η ληστεία στη Θεσσαλία (1750-1931), Βόλος 1997] γράφει ότι μετά την οδυνηρή του περιπέτεια [απαγωγή για λύτρα από τη συμμορία του Κώστα Μπλαντέμη] ο Μαλαμάκης τού αφηγήθηκε πως οι ληστές είχαν μαζί τους και δύο ωραιότατους νεαρούς, που ασχολούνταν πολύ με το χτένισμά τους και την ατομική τους περιποίηση. Κατά τον Μαλαμάκη, θεωρούνταν μάλλον ως… δεσποινίδες και οι σύντροφοί τους τους φώναζαν… Στυλιανή και Νικολέττα! Αναφέρω το γεγονός γιατί είναι η πρώτη φορά που γίνεται λόγος για ληστές με κάποια… διαφορετικότητα, που για εκείνη τουλάχιστον την εποχή δεν ήταν και ιδιαίτερα κατανοητή και διαδεδομένη.”

~ Βασίλης Τζανακάρης, “Οι λήσταρχοι: Τα παλληκάρια τα καλά σύντροφοι τα σκοτώνουν”

[n.b. Το μυαλό σου και μια λίρα που δεν ήταν διαδεδομένη. Και βάζεις και θαυμαστικά.]

Ληστές και καταδιωκτικά αποσπάσματα

Οι ληστές […] απέφευγαν την κατά μέτωπο σύγκρουση με τα καταδιωκτικά αποσπάσματα, ιδίως όταν αυτά ήταν πολυάριθμα. Προτιμούσαν να χάνονται στα δάση, τα φαράγγια και τις βουνοκορφές, χρησιμοποιώντας όσο το δυνατόν καλά κρυμμένα μονοπάτια και άγνωστες διόδους διαφυγής. Όταν αυτό δεν ήταν δυνατόν, προσπαθούσαν να καθυστερήσουν όσο μπορούσαν τους διώκτες τους μέχρι να πέσει η νύχτα και έτσι να εξαφανιστούν με τα πρώτα σκοτάδια, χρησιμοποιώντας την πανουργία της αλεπούς και σβήνοντας καλά τα ίχνη τους. Γι’ αυτό πολλές φορές βλέποντας να ζυγώνει η νύχτα, επιδίωκαν πάση θυσία την καθυστέρηση, δηλαδή το ροκάνισμα του χρόνου, ανοίγοντας κουβέντα με τους αντιπάλους τους και ανταλλάσσοντας μαζί τους απειλές και βρισιές όλο χυδαιότητα.

Τα πράγματα δυσκόλευαν ιδιαίτερα όταν στον τόπο της συμπλοκής υπήρχε χιόνι και θα ήταν εύκολο να ανευρεθούν να ίχνη τους και φυσικά και η κατεύθυνση που πήραν. Το χιόνι δυσκόλευε σε αφάνταστο βαθμό τους ληστές αλλά και τα καταδιωκτικά αποσπάσματα. Όλα αυτά τα γνώριζαν οι ντόπιοι ιχνηλάτες όπως γνώριζαν πολύ καλά και τα ληστρικά μονοπάτια, γι’ αυτό και χρησιμοποιούνταν ανελλιπώς όταν η καταδίωξη ήταν μεγάλης και ευρείας κλίμακας, καθώς ήταν μόνοι που μπορούσαν να ανακαλύψουν τον “ντόρο” των ληστών, όπως λέγονταν τα ίχνη που άφηναν αυτοί πίσω τους, ιδίως ύστερα από βροχή.

Ο ανώνυμος συγγραφέας του έργου Η στρατιωτική ζωή εν Ελλάδι δίνει ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες για τα τεχνάσματα αυτά των ληστών, σημειώνοντας:

“…άλλοτε ο εις πατά ακριβώς επί των ιχνών των ποδών του άλλου, ώστε να φανή ότι εις μόνος άνθρωπος ή το πολύ δύο διήλθον εκείθεν· άλλοτε αναρριχώνται επί δένδρων εις δάση πυκνά, και από κλάδον εις κλάδον με ευκινησίαν απαραδειγμάτιστον πηδώντες, διατρέχουσιν ούτω είκοσι και τριάκοντα, ενίοτε και πεντήκοντα βημάτων διάστημα χωρίς να πατήσωσιν την γην· πολλάκις αναστρέφουσιν εις τους πόδας τα άκρα των τζαρουχίων, ακολουθούσι προς τα οπίσω τα ίχνη των επί πολλήν ώραν, και έπειτα προς δεκιά ή προς αριστερά, όπου η φύσις της θέσεως επιτρέπει, ρίπτονται δια των κλάδων πολλά βήματα μακράν, και παραμονεύουν εκεί…”

~ Βασίλης Τζανακάρης, “Οι λήσταρχοι: Τα παλληκάρια τα καλά σύντροφοι τα σκοτώνουν”

Φύλλον πορείας

Η Ρούμελη λατρεύει την μνήμην του ληστάρχου Παπακυριτσόπουλου γιατί κάποτε συνέλαβε έναν αποσπασματάρχην, του επήρε την στολήν και τον έστειλε με τα… νυχτικά του στην Λαμία. Τι τα θέλετε. Ο λαός και ιδίως οι χωρικοί, όσον κι αν αντιλαμβάνονται το καλόν το οποίον τους προσφέρει η καταδιωκτική αρχή, και όσον και αν προσφεύγουν προς αυτήν για ψύλλου πήδημα, εν τούτοις την μισούσιν θανασίμως. Και δεν αφήνουν περίστασιν να μην εξωτερικεύσουν το μίσος των. Ίσως και να μην έχουν και πολύν άδικον. Υφίστανται οι ορνιθώνες των τοιαύτην απηνή δίωξιν από τα καταδιωκτικά αποσπάσματα… Είδατε τι συνέβη προσφάτως έξω από την ίδιαν πόλιν; Ένας ληστής συνέλαβε τον καταδιώκοντα αυτόν αποσπασματάρχην, του επήρε το φύλλον πορείας και τον έστειλε στο καλό… άνευ φύλλου! Την επομένην ο Εισαγγελεύς Λαμίας ελάμβανεν το… φύλλον πορείας του δυστυχούς αποσπασματάρχου… θεωρημένον κανονικότατα από τον ληστήν! Οφείλετε να ομολογήσετε ότι είναι δύσκολον να σκεφθή κανείς ευφυέστερον εξευτελισμόν της καταδιωκτικής αρχής.

~ σχόλιο της εφημερίδας Ελεύθερος Τύπος του Ανδρέα Καβαφάκη, 22 Σεπτεμβρίου 1921. Στο “Οι λήσταρχοι: Τα παλληκάρια τα καλά σύντροφοι τα σκοτώνουν” του Βασίλη Τζανακάρη, εκδ. Μεταίχμιο, 2016

“Το κλαρί είναι ο θάνατος και η κοινωνία η φυλακή!”

~ απάντηση του ληστή Κατσέλη μετά την αμνήστευσή του (σκότωσε το λήσταρχο Μπλαντέμη και κάρφωσε τους παλιούς συντρόφους του στη δίκη, για να πάρει την αμνηστεία) όταν τον ρώτησαν αν είναι ευχαριστημένος από τη ζωή που έκανε τώρα. Στο “Οι λήσταρχοι: Τα παλληκάρια τα καλά σύντροφοι τα σκοτώνουν” του Βασίλη Τζανακάρη, εκδ. Μεταίχμιο, 2016.

Τ’ ασημοκούμπουρα

Οι καλαρυτινοί χρυσικοί ήταν κακουστοί για τα θαυμάσια ασημοκούμπουρα, τους περίτεχνους τοκάδες, τις ασημένιες μπαλάσκες και τα ασημοποίκιλτα μαχαίρια που κατασκεύαζαν. Πολλά από αυτά αποτέλεσαν πόλο έλξης για τους νέους της εποχής που ήθελαν να ακολουθήσουν το ληστρικό βίο. […]

Ανάθεμα τους χρυσικούς
που φτιάνουνε τ’ ασήμια
και ξεγελούνε τα παιδιά
και πάνε με τους κλέφτες.

Αρκετοί ληστές φρόντιζαν να χρυσώνουν ακόμη και τη σκούφια τους. Όταν ο ληστής επικυρησσόταν τη στόλιζε με ένα χρυσό σιρίτι, που σήμαινε ότι το κεφάλι του αποτιμούνταν σε χρυσό.

Πολλοί νέοι των ορεινών χωριών, ιδίως της βόρειας Θεσσαλίας, όπου η παράδοση η σχετική με τη λεβεντιά των ληστών διατηρούνταν για πολλές δεκαετίες, φωτογραφίζονταν στο κέντρο της Λάρισας με τις παραδοσιακές ληστρικές στολές των βασιλέων των ορέων λέγοντας στον φωτογράφο “Βγάλε με Γκαντάρα!” ή “Βγάλε με Παπαγεωργίου!” ή “Να με φωτογραφίσεις Γιαγκούλα!”

Ο δημοσιογράφος Κ. Φαλτάιτς έγραψε πως πολλοί φωτογράφοι της Λάρισας είχαν μεγάλες φωτογραφίες των περίφημων ληστών της εποχής, από τις οποίες είχαν αφαιρέσει το κεφάλι, για να μπορεί ο φωτογραφιζόμενος νεαρός να βάλει το δικό του. Έτσι το κορμί μπορεί να ανήκε σε κάποιον περίφημο για τη δράση του και τα κατορθώματά του λήσταρχο, αλλά το κεφάλι ήταν του άγνωστου νεαρού που έπαιρνε τη μονταρισμένη φωτογραφία κι ανέβαινε περιχαρής στο χωριό του, για να την κάνει δώρο στην αρραβωνιαστικιά του, η οποία τη δεχόταν με ιδιαίτερη χαρά κι ευχόταν στο μέλλοντα σύζυγό της: “Και καπετάνιος στ’ αλήθεια!” Για να απαντήσει ο νεαρός Καρατζολίτης γεμάτος περηφάνια: “Αμήν, να δώσει ο Θεός!” […]

Στην περιοχή των Χασίων, τα παιδιά από τα δέκα τους χρόνια άφηναν να μακραίνουν τα μαλλιά τους, με την προτροπή των μανάδων τους: “Όπως τα ‘χει ο Γιαγκούλας!” Γι’ αυτό και το πρώτο πράγμα που αγόραζε ένας νέος ήταν ένα μαχαίρι και ένα ζευγάρι χρυσές καλτσοδέτες.

Οι νέοι της ίδιας περιοχής δεν έβρισκαν εύκολα νύφη αν δεν γίνονταν κλέφτες!

~ Βασίλης Τζανακάρης, “Οι λήσταρχοι: Τα παλληκάρια τα καλά σύντροφοι τα σκοτώνουν”, εκδ. Μεταίχμιο, 2016.

Ληστρικές σφραγίδες

Οι περισσότεροι από τους ληστές των χρόνων του Μεσοπολέμου χρησιμοποιούσαν ξύλινες ή μεταλλικές σφραγίδες με το όνομα και τον υποτιθέμενο τίτλο με τον οποίο οι ίδιοι αυτοπροσδιορίζονταν. Ο Φώτης Γιαγκούλας υπέγραφε γαλλικά και σφράγιζε με ξύλινη σφραγίδα τα σημειώματά του όταν γύρευε λύτρα (κυρίως σε δολάρια) και στο βραχύκαννο μάνλιχέρ του είχε σκαλισμένο με περίσσια προσοχή και φροντίδα τον προστάτη του Άγιο Γεώργιο. Οι επιστολές του λήσταρχου Λεωνίδα Μπαμπάνη σφραγίζονταν με μια τεράστια μεταλλική σφραγίδα σε μέγεθος παλαιού αργυρού τάλιρου που αρχικά είχε την επιγραφή “Συμμορία Μπαμπάνη – Τράντου – Φορφόλια”. Αργότερα απαλείφθηκε το όνομα του Φορφόλια και οι επιστολές σφραγίζονταν με άλλη σφραγίδα, στην οποία είχαν προστεθεί… μετριοφρόντως οι λέξεις “Βασιλέαν του Ολύμπου” με κάτωθεν της φράσης μια κουμπούρα. Ο λήσταρχος Χρήστος Φορφόλιας υπέγραφε ως “Αρχιλήσταρχος Ελλάδος”. Την άνοιξη του 1923 οι Θ. Γκαντάρας και Φ. Γιαγκούλας ανακοίνωναν τη μία μετά την αλλη τις “διαταγές” του υπογράφοντας ως “Βασιλείς των ορέων”. […]

Ο λήσταρχος Τυροδήμος χρησιμοποιούσε σφραγίδα όπου απεικονίζονταν δύο μαχαίρια με κόκκινο μελάνι, για να θυμίζει το αίμα. Άλλοι διάσημοι ληστές χρησιμοποιούσαν τον δικέφαλο αετό ή την ελληνική σημαία και το σταυρό. Ο περίφημος Περικλής Παπαγεωργίου, που υπήρξε από τους ομορφότερους και τους πλέον αιμοβόρους ληστές των ελληνικών ορέων, είχε σφραγίδα σχήματος οβάλ που στη μέση έγραφε: “Περικλής Αθ. Παπαγεωργίου 1923″ και γύρω της “Εγώ είμαι και δεν πέθανα, βρίσκομαι στη ζωή μου, και σεις ρουφιάνοι φίλοι μου θα ‘ρθή ώρα δική μου”.

Βασίλης Τζανακάρης, “Οι λήσταρχοι: Τα παλληκάρια τα καλά σύντροφοι τα σκοτώνουν”, εκδ. Μεταίχμιο, 2016. Φωτογραφίες χύμα απ’ το νέτι.