Στίχοιμα – Βαστίλη

Σε όσα σκοτεινά δωμάτια κι αν κύλαγα
Έτρεχα για δουλειά βγαίνοντας απ’ τη σήραγγα
Και ξαναπολεμάω τις μάχες που περπάτησα
Οι στίχοι μου σπαθιά που τα κρατάει μια καύλα μάγισσα

Σπάνε ένα ένα του κόσμου τα κολαστήρια
Κι είναι τα τείχη της Βαστίλης μεγαθήρια
Είναι τα τείχη της Βαστίλης μεγαθήρια
Στα τείχη των ελάχιστων πέφτουν εκατομμύρια

Πώς να φυτρώσει η αγάπη σε τόπο άγονο
Χτυπούν οι μπάτσοι και ματώνει το τετράγωνο
Φουντώνει ο τζόγος και μυρίζει το γυράδικο
Στα χρόνια που οι άνθρωποι παλεύουν με το άδικο

Και μες στο θώρακα κρύβω ένα μαύρο κόρακα
Προσέχει όλα τα αδέρφια μου, στραβοκοιτάει τον κόλακα
Κι είναι τα τείχη σου σαν κύματα πελώρια
Αυλώνα, Αλικαρνασσό, Κορυδαλλό και Μόρια

Τις φυλακές σας κανίβαλοι τις σιχαίνομαι
Ανθίζω στο σκοτάδι και στο φως μαραίνομαι
Για να γουστάρουν οι δικοί μου και δυο φίλοι
Κι αυτοί που ονειρεύονται να κάψουν τη Βαστίλη

Τις φυλακές σας κανίβαλοι τις σιχαίνομαι

Γι’ αυτό τρελαίνομαι
Με νοιάζει πιο πολύ να βλέπω απ’ το να φαίνομαι
Με νοιάζει πιο πολύ να καίω απ’ το να καίγομαι
Εκεί κυμαίνομαι
Τις φυλακές σας κανίβαλοι τις σιχαίνομαι

Και πού θα γείρετε
Όταν ολόκληρος ο κόσμος εξεγείρεται
Πόσο να δείρετε
Εμένα οι φίλοι μου θα σκοτωθούν στην πύλη
Μ’ αυτούς που ονειρεύονται να κάψουν τη Βαστίλη

Σε όσα μάτια και να πίστεψα δεν έμαθα
Εγώ τη μοναξιά μου κόκκινη την έβαφα
Κοιτούσα τη Βαστίλη, τη σημαία ανέμιζα
Στο χέρι ένα μολύβι και μόνο μ’ αυτό την γκρέμιζα

Και γέλαγα, και τώρα πια κατάλαβα πώς κέρδισες
Ποτέ μας δεν επιτεθήκαμε σαν μέλισσες
Ποτέ δεν πάλεψες για κάτι που δε θέλησες
Εδώ παίρνουν εκδίκηση τ’ αδέρφια που μου στέρησες

Κοίτα πώς χύνεται το αίμα απ’ την οθόνη σου
Εσύ κοιτάς κι αυτοί σε πνίγουν στο σαλόνι σου
Ταμπέλες βάζουν για να μπερδευτούν οι δρόμοι σου
Πουλώντας διαφημίσεις, διαμορφώνοντας την γνώμη σου

Γι’ αυτό και κάνουνε κουμάντα οι ανήθικοι
Ποτέ μας δεν επιτεθήκαμε σαν πίθηκοι
Τουλάχιστον γράφουν στιχάρες οι μικρότεροι
Θα επιτεθούμε κάποια μέρα σα ρινόκεροι

Κι αυτή η Βαστίλη όλο παχαίνει και καμώνεται
Και μες στην κλούβα κάτι βρώμικο ζυμώνεται
Αν έρθουνε για μας, μη με ρωτάς τι κάνουμε
Θα έρθεις, θα με πάρεις αγκαλιά και θα πεθάνουμε

Τις φυλακές σας κανίβαλοι τις σιχαίνομαι

Γι’ αυτό τρελαίνομαι
Με νοιάζει πιο πολύ να βλέπω απ’ το να φαίνομαι
Με νοιάζει πιο πολύ να καίω απ’ το να καίγομαι
Εκεί κυμαίνομαι
Τις φυλακές σας κανίβαλοι τις σιχαίνομαι

Και πού θα γείρετε
Όταν ολόκληρος ο κόσμος εξεγείρεται
Πόσο να δείρετε
Εμένα οι φίλοι μου θα σκοτωθούν στην πύλη
Μ’ αυτούς που ονειρεύονται να κάψουν τη Βαστίλη

Σε μια μεταγωγή

Μου τα ‘λεγε ο Βαγγέλας σε μια μεταγωγή, καταχείμωνο, από την Κέρκυρα στην Αθήνα. [….]

«Πάμε τουλάχιστον σε ανθρώπινες φυλακές…»

«Δεν υπάρχουν ανθρώπινες φυλακές, Μιχάλη, και το ξέρεις. Η φυλακή παντού είναι φυλακή, το καρακόλι καρακόλι, ο μπάτσος μπάτσος, ο υπουργός κουφάλα κι ο άνθρωπος άνθρωπος – μπήκες;»

«Ε, όσο να ‘ναι, ρε Βαγγέλα, δεν είναι κι αυτός ο τάφος. Άσε που πάμε και Αθήνα.»

«Και η ασφάλεια στην Αθήνα είναι. Εκεί μας σακατεύουν, και μας και σας.»

«Εντάξει, δε λέω γι’ αυτό. Από άποψη υγείας, λέω, θα ‘μαστε καλύτερα. Εδώ τρύπησαν τα κόκαλά μας από τις αρθρίτιδες.»

«Αυτό μπορεί να το πάθαινες και άμα έμενες σ’ ένα υπόγειο στη Βάθης. Αφού το ξέρεις, ρε Μιχάλη, μια ζωή τραβιέσαι. Φυλακή ίσον ψυχική νόσος… Αυτή η πουτάνα μάς τρώει τα σωθικά και το κορμί και το μυαλό. Να ‘ξερα ποια κουφάλα την ανακάλυψε… Σκότωσέ μας, ρε κύριε, άμα δε σου γουστάρουμε… Πούουου οι καργιόληδες, δεν τους συμφέρει! Θα τους φεύγανε όλοι οι οπαδοί. Ποιος στραβός δε θέλει το φως του…»

Με κινήσεις μαέστρου σε στιγμή γλυκιάς καμπύλης της συμφωνίας του Μότσαρτ, έστριψε το δεύτερο τσιγαριλίκι.

«Τι να κάνω; Μη μου το βρούνε στην έρευνα. Βλέπεις, υπάρχουν και τα άσκημα: μόλις ‘κονομήθηκα, μεταγωγή…»

Η κάφτρα, ένας μικρός ήλιος, ταξίδευε στα στόματα των τριών ποινικών. Ο Βαγγέλας κατάπιε τον καπνό, και καθώς τον έβγαζε:

«Και Κορυδαλλός, Μιχάλη, ίσον: στέκεις στο παράθυρο τη νύχτα, κοιτάς το φεγγαράκι, τα φώτα της πόλης, τσιτώνεις τ’ αυτιά σου και πιάνεις τους καημούς απ’ τα κουτούκια και τους στεναγμούς απ’ τα κρεβάτια· και η νόσος, σαράκι. Πονάει η καρδιά και μαραζώνει… Κοτζάμ πλανήτης, ρε, τόσα πλάσματα ζούνε λεύτερα… Δεν μπορούνε να βρούνε ένα χώρο και για μας, που γουστάρουμε τη ζωή; Όπου να ‘ναι, ρε. Και στο Ταμτούμ με τα πόδια θα πάμε να σενιάρουμε τον κόσμο μας…»

~ Χρόνης Μίσσιος, Τα κεραμίδια στάζουν (Γράμματα, 1991)

Η φρίκη της πόρτας που κλείνει

Όποιος δεν νιώσει τη φρίκη της πόρτας που κλείνει πίσω του και κλειδώνει, ποτέ στ’ αλήθεια δεν έμαθε τι θα πει λευτεριά. Είναι κάτι που μοιάζει με τρέλα μαζί και με θάνατο, η αίσθηση αυτή της αδυναμίας να χρησιμοποιήσεις τις ικανότητές σου, ο αποκλεισμός από τους ανθρώπους που θα μπορούσαν να σε βοηθήσουν, το θάψιμο σε έναν τάφο, απ’ όπου η φωνή σου δεν μπορεί ν’ ακουστεί. Πηγαινοέρχομαι στο κελί σαν μανιακός. Θέλω να τρέξω, αλλά είναι μπροστά μου από παντού ένας τοίχος παχύς σαν το μπόι μου και ανένδοτος σαν τη μοίρα. Το φως πέφτει από ψηλά για να φαίνεται το κελί σαν πηγάδι. Και το κομμάτι ουρανός που έχουν αφήσει να φαίνεται είναι μόνο για να κεντρίζει την αγωνία.

~ Ασημάκης Πανσέληνος, Μέρες από τη ζωή μας (Κέδρος, 1980)

Ο Κωνσταντής στη φυλακή

Ο Κωνσταντής στη φυλακή
πουλάκι κανακίζει,
δεν είχε ο βαριόμοιρος
πράμα να το ταΐσει.
Το μπράτσο ντου φλεβοτομά,
το αίμα ντου του δούδει.
Φάε κι εσύ κάλο πουλί
απ’ αντρειωμένου αίμα,
να κάμεις πήχες τα φτερά.

Ριζίτικο. Τραγουδισμένο εδώ από το Μανώλη Χαράκη, και εδώ από τη Ριζίτικη Παρέα Λαογραφικού Ομίλου Χανίων. Αυτοί προσθέτουν και μια γνωστή μαντινάδα:

Ο τάφος και η φυλακή,
το ‘να με τ’ άλλο μοιάζει,
στον τάφο λιώνει το κορμί,
στη φυλακή στενάζει.

Και μια παραλλαγή (πηγή εδώ, στα σχόλια):

Τον Κωνσταντή ‘χουν στη φλακή
πουλάκι κανακίζει,
δεν είχεν ο βαριόμοιρος
φαΐ να το ταΐζει,
το μπράτσον του φλεβοτομά
το αίμα του του δίδει.
Φάε κι εσύ καλό πουλί
απ’ αντρειωμένου σπάλα,
να κάμεις πήχη το φτερό
να φτερουγίσεις πάλι.

Ντίνος Χριστιανόπουλος, «Γεντί-Κουλέ»

Πολλά τραγούδια ήξερα για το Γεντί-Κουλέ
και σα φαρμάκι έσταζε η πίκρα τους βαθιά μου,
μα πού να φανταζόμουνα πως κάποτε κι εσέ,
κλεισμένο μέσα στο Γεντί, θα σ’ έκλαιγε η καρδιά μου.

Τα τόσα σου τα όνειρα κι η λαγνα σου ψυχή
δε βρήκανε χειρότερο κιβούρι να θαφτούνε.
Θάφτηκε κι η αγάπη μας μαζί σου στο Γεντί.
Τι άλλες, Θε μου, συμφορές ακόμα θα μας βρούνε;

Στο κάθε επισκεπτήριο μού καίγεται η ψυχή
τις αλυσίδες βλέποντας να σέρνεις τσακισμένος
και κάθομαι και σκέφτομαι: μια κι έφταιξες εσύ,
γιατί να είμαι τότε εγώ ο πιο δυστυχισμένος;

Μες στο Γεντί σε θάψανε
και μένα με ρημάξανε.

~ Ντίνος Χριστιανόπουλος, Το αιώνιο παράπονο, τραγούδια. Εκδόσεις Διαγωνίου, Θεσσαλονίκη 1986

 

Σωφρονιστήριο Κέρκυρας

xcv.jpg
Αρχές 20ου αιώνα Το νότιο τμήμα της πόλης. Διακρίνεται στο κέντρο το Σωφρονιστήριο

Όταν οι Άγγλοι επροικοδότησαν την Κέρκυραν με τα μεγαλοπρεπή ανάκτορα του Αρμοστού των, έκριναν, φαίνεται, καλόν να μη λησμονήσουν και ένα άλλο μνημείον του νεωτέρου πολιτισμού – τας φυλακάς.

Έτσι, από όλας τας επαρχιακάς φυλακάς, αι πλέον… καθώς πρέπει είναι αι φυλακαί του Σωφρονιστηρίου. Τίποτε δεν έχει παραμεληθεί: Χοντρά ντουβάρια, σκοτεινοί διάδρομοι, υγρά και ανήλια κελλιά, άγρια απομονωτήρια, μικρά προαύλια με βαριά σιδηρένια κιγκλιδώματα, η εκκλησούλα και η απαραίτητος επιγραφή εις την καμαρωτή εξώθυρα, δια της οποίας δηλούται ο σκοπός του καταστήματος: “ως το αποστρέψαι τον ασεβή από της οδού αυτού της πονηράς…”.

Πώς έπειτα απ’ όλα αυτά, να μην είναι αι πλέον commme il fault επαρχιακαί μας φυλακαί;

Το Σωφρονιστήριον εκτίσθη, αν δεν απατώμαι, περι το 1830. Καίτοι ακτινωτή η διαρρύθμισίς του, δεν είναι καθ’ αυτό ο τύπος του διαβοήτου αστερωτού συστήματος. Πέντε ολόκληρα  κτίρια, δίχως να συγκοινωνούν εσωτερικώς, είναι χωρισμένα εις δέκα ακτίνας, εκάστη των οποίων περιλαμβάνει- 23 κελλιά, τρομερά υγρά, κακώς φωτιζόμενα, δίχως κανένα σύστημα αερισμού, και ένα στενόν και ακόμη σκοτεινότερον διάδρομον ο οποίος  καταλήγει εις ένα ειδος «χόλ» συγκοινωνούντος με το προαύλιον.

Εκεί μέσα εβδομήντα εννέα κατάδικοι σήμερον, εκπροσωπούντες λίγο πολύ τα κυριώτερα- είδη των εγκλημάτων, σωφρονίζονται-κατα τους μεν, σαπίζουν και ασφυκτιούν κατά τους δε μέσα εις το ερεβος και την μολυσμένην άτμόσφαιραν όπου, αργόσχολοι ως επι το πολύ, μεταδίδουν εις συγκρατουμένους των, κατά τας μακράς ώρας της θανατερής ανίας, ότι τους έμαθε η πείρα της εγκληματικής των δράσεως, αντιστρόφως δε διδάσκονται οι ίδιοι ό,τι η ιδική των δράσις δεν έπρόφθασε να τους διδάξη.

~ Πέτρος Πικρός, Εις τα άδυτα και τα ερέβη των φυλακών μας

Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι

Στίχοι-μουσική: Απόστολος Καλδάρας. Πρώτη εκτέλεση: Στέλλα Χασκήλ, 1947, λογοκριμμένη. Εδώ τραγουδάει η Χρυσούλα Χριστοπούλου, στο μπουζούκι ο Χρήστος Κωνσταντίνου και στο μπαγλαμά ο Σπύρος Λιώσης. Τα εύσημα (πολλά εύσημα όμως) για τη σκηνοθεσία πάνε στον Κώστα Φέρρη, και τα εύσημα (όλα τα εύσημα όμως) για τη διασκευή-ενορχήστρωση στη Θέσια Παναγιώτου. Από το Καφέ Αμάν, “Ιστορία του ρεμπέτικου”.

Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι
το σκοτάδι είναι βαθύ
κι όμως ένα παλικάρι
δεν μπορεί να κοιμηθεί

Άραγε τι περιμένει
όλη νύχτα ως το πρωί
στο στενό το παραθύρι
που φωτίζει το κελί

Πόρτα ανοίγει, πόρτα κλείνει
μα διπλό είναι το κλειδί
τι έχει κάνει και το ρίξαν
το παιδί στη φυλακή

Φυλακές Ναυπλίου

Το Μπούρτζι, τον τρομερό «θαλασσόπυργο», όπου κρατούνταν οι σκληροί κατάδικοι, οι οποίοι είχαν προβιβαστεί σε δήμιους για τις θανατικές εκτελέσεις που διεκπεραίωναν «εις το Οπλοστάσιο, όπου σταίνουν τη φοβερή μηχανή τους». Ο Τελώνης, ο Μπεκιάρης, ο Αλεβιζόπουλος, ο Σοφράς, ο Αμοιραδάκης («κι αν έκαμε με το χέρι του είκοσι εννιά εκτελέσεις ώς τώρα, (…) έχει ασκητική φυσιογνωμία (…) και ημπορούσε να διδάξη σε πολλούς την ημερότη»). Ο τελευταίος διηγείται «τας θανατικός εκτελέσεις του (…) ποιοι από τους θανατωμένους εφάνησαν παλληκάρια και ποιοι δειλοί…

via Φυλακές Ναυπλίου — ΑΡΓΟΛΙΚΗ ΑΡΧΕΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ