Social Waste – Kasbah

Τραβούσαμε με βήμα αργό προς την Κασμπά.
Φέσι αλγερίνικο φορούσε ο συνοδός μου.
Το στίχο ποίηση το λαμπρότερό σου δώσμου
για να ιστορήσω κάποια πράγματα θαμπά.

Ο ανήφορος ψηλός πολύ και σκαλωτός,
αρχαία γιομάτος μαγαζιά κι οπλοπωλεία.
Η παραλία κάτου φαινόταν με τα πλοία
κι ένας πολύγλωσσος που ερχόταν συφερτός.

Μαύρες γυναίκες, στολισμένες με λευκά,
Αλγερινές που εθορυβούσαν κι εγελούσαν
και ναυτικοί από ξένες χώρες που φορούσαν
κάσκες παράδοξες και ρούχα τροπικά.

Σπίτια παλιά, δίχως παράθυρα, ψηλά
κι απά σε πέτρινα πεζούλια καθισμένες
πατρόνες γριές, σαν από κόλαση βγαλμένες
παίζανε ζάρια και τραβούσανε λουλά.

Μες σε κοιτώνες χωρισμένους, σκοτεινούς,
απάνου σε φαρδιά και βρωμικα κρεβάτια,
άσπρες και μαύρες, με φρικτά κι άφωτα μάτια
δίχως ορίζοντα και δίχως ουρανούς.

Μέσα στο νούμερο “Ταλαάτ” ένα λευκό
κορμί γυναίκας σ’ ένα ολόμαυρο μεντέρι
στα χέρια της παίζει με τέχνη ένα μαχαίρι
κι ένα χοντρό βιβλίο διαβάζει, παλαιικό.

Με χαιρετά με μιαν ευχήν αραβική
και μου μιλεί από κάθε γλώσσα λίγα λόγια
που της εμάθαν μες τα ξένα καταγώγια
όσοι κοιμήθηκαν μαζί της ναυτικοί.

Όμως κρατά μετά τα χείλη της κλειστά.
Αν μείνεις μου `πε τ’ όνομά μου μη ρωτήσεις.
Μισώ τις μάταιες τις εξομολογήσεις
και των αντρών τα μάταια λόγια τα ζεστά.

Μείναμε δίχως να μιλάμε ως την αυγή
κι όταν επλήρωσα και κίνησα να φύγω,
κουδούνισε τα χρήματα στο χέρι λίγο
και μου τα πέταξε στο πρόσωπο με οργή.

Και μου πε: Αν ζήσατε πολύ στους τροπικούς
κι αν εδιαβάσατε παράξενα βιβλία,
μάθατε μόνο να οδηγάτε αργά τα πλοία,
στους χάρτες σκύβοντας τους Μερκατορικούς.

Αλλά το ασάλευτο ταξίδι των πορνών,
ποιος από σας, τυφλοί, ποτέ το βλέπει;
Ο μεσονύχτιος ήλιος πάντοτε το σκέπει
και τ’ άστρο κάποιων άγνωστών σας ουρανών.

Εβγήκα. Απέξω από την πόρτα της σειρά
προσμέναν Γάλλοι, Εγγλέζοι και Σενεγαλέζοι.
Κι αυτή κλεισμένη το μαχαίρι της να παίζει,
πετώντας το στον τοίχο τούτη τη φορά.

Κι ετράβηξα τρεκλίζοντας με βήμα αργό,
ώσπου έφτασα, με τη βοήθεια του κυρίου
απ’ την αρχαία πολιτεία του Αλγερίου
στο ξεβαμμένο μας τεράστιο φορτηγό.

Ο Κωνσταντής στη φυλακή

Ο Κωνσταντής στη φυλακή
πουλάκι κανακίζει,
δεν είχε ο βαριόμοιρος
πράμα να το ταΐσει.
Το μπράτσο ντου φλεβοτομά,
το αίμα ντου του δούδει.
Φάε κι εσύ κάλο πουλί
απ’ αντρειωμένου αίμα,
να κάμεις πήχες τα φτερά.

Ριζίτικο. Τραγουδισμένο εδώ από το Μανώλη Χαράκη, και εδώ από τη Ριζίτικη Παρέα Λαογραφικού Ομίλου Χανίων. Αυτοί προσθέτουν και μια γνωστή μαντινάδα:

Ο τάφος και η φυλακή,
το ‘να με τ’ άλλο μοιάζει,
στον τάφο λιώνει το κορμί,
στη φυλακή στενάζει.

Και μια παραλλαγή (πηγή εδώ, στα σχόλια):

Τον Κωνσταντή ‘χουν στη φλακή
πουλάκι κανακίζει,
δεν είχεν ο βαριόμοιρος
φαΐ να το ταΐζει,
το μπράτσον του φλεβοτομά
το αίμα του του δίδει.
Φάε κι εσύ καλό πουλί
απ’ αντρειωμένου σπάλα,
να κάμεις πήχη το φτερό
να φτερουγίσεις πάλι.

Ντίνος Χριστιανόπουλος, «Γεντί-Κουλέ»

Πολλά τραγούδια ήξερα για το Γεντί-Κουλέ
και σα φαρμάκι έσταζε η πίκρα τους βαθιά μου,
μα πού να φανταζόμουνα πως κάποτε κι εσέ,
κλεισμένο μέσα στο Γεντί, θα σ’ έκλαιγε η καρδιά μου.

Τα τόσα σου τα όνειρα κι η λαγνα σου ψυχή
δε βρήκανε χειρότερο κιβούρι να θαφτούνε.
Θάφτηκε κι η αγάπη μας μαζί σου στο Γεντί.
Τι άλλες, Θε μου, συμφορές ακόμα θα μας βρούνε;

Στο κάθε επισκεπτήριο μού καίγεται η ψυχή
τις αλυσίδες βλέποντας να σέρνεις τσακισμένος
και κάθομαι και σκέφτομαι: μια κι έφταιξες εσύ,
γιατί να είμαι τότε εγώ ο πιο δυστυχισμένος;

Μες στο Γεντί σε θάψανε
και μένα με ρημάξανε.

~ Ντίνος Χριστιανόπουλος, Το αιώνιο παράπονο, τραγούδια. Εκδόσεις Διαγωνίου, Θεσσαλονίκη 1986

 

Γιάννης Σκαρίμπας, «Έτι δέομαί σου»

Κύριε, είμ’ ένας άθεος! Και είμαι αδερφός
του χαρτοπαίχτη, του μπεκρή. Και σάρκα έχω και αίμα.
Κι όπως εχώρισες εσύ τα σκότη από το φως
έτσι χωρίζω κι αγαπώ —απ’ το σωστό— το ψέμα.

Το κρίμα θέλω! Είν’ όμορφη η αμαρτία. Πολύ
εσύ με θέλησες αγνόν — δεν είμαι, οι άλλοι, οι άλλοι,
οι εκπεσμένοι, αμαρτωλοί· οι μούργοι —κι είν’ πολλοί—
τι τάχα λεν; κι είναι αδερφοί· τι ξέρουν; κι είν’ μεγάλοι.

Και είμαι, Κύριε, άθεος. Και το κακό αγαπώ.
Κι εμέ μ’ αρέσει η ζαβολιά, η γυναίκα τού κοντά μου,
τόσο, που ακόμα το φονιά —ανάγκη να το πω;—
τον έχεις κάμει όμοιον μου κι οστό απ’ τα οστά μου.

Κι είμ’ άθεος! Καρδίας συ που ετάζεις και νεφρούς,
πρόσεχε: αγαπώ πολύ τα «πλήθη αμαρτιών μου».
Συ που νεφέλας ανιστάς και ξαναζείς νεκρούς,
—στ’ άνθισμα είμαι των παθών— τα αίσχη πλήθυνόν μου!…

[Άπαντες Στίχοι 1936-1970 (Νεφέλη, 2016). Πρώτη έκδοση: Ουλαλούμ (1936). Δες και: ανέκδοτη μελοποίηση από το Θάνο Ανεστόπουλο / poiein.gr]

Το Παλαμήδι

Όλα τα κάστρα να χαθούν όλα και να ρημάξουν
Το Παλαμήδι το πικρό Θεός να το φυλάξει
Εκεί ‘ναι οι κατάδικοι όλο βαρυποινίτες
Μέσα είναι κι ο άντρας μου στα σίδερα βαλμένος
Με δυο ζυγίτσες σίδερα στα πόδια και στα χέρια
Δεν πήγε κάνας να τον δει από τους εδικούς του
Παρά η Παναγιώταινα η δόλια του γυναίκα
– Το πού είσαι αστεράκι μου, πουλί μ’ ζωγραφισμένο
Δώδεκα χρόνους καρτερώ, δώδεκα χρόνους τρέχω
Με ρώταγεν η μάνα μου κι η δόλια η αδερφή μου
– Κόρη μου, πού ‘ν’ ο άντρας σου, το πού ‘ν’ ο Παναγιώτης;
– Μάνα μου, σαν μ’ ερώτησες να σου το μολογήσω
Δώδεκα χρόνους καρτερώ το δόλιο μου τον άντρα
Στη φυλακή τον έχουνε στα σκοτεινά μπουντρούμια
Με δυο ζυγίτσες σίδερα στα πόδια και στα χέρια
– Κόρη μου δεν παντρεύεσαι να πάρεις άλλον άντρα;
– Μάνα ζουρλή δεν ντρέπεσαι το τ’ είν’ αυτό που λέγεις
Το λόγο δεν απόσωσε το λόγο δεν αποείπε
Λιγοθυμιά τη βάρεσε κι έπεσε να πεθάνει

(στο Οι φυλακές του Ναυπλίου, του Ανδρέα Καρκαβίτσα)

Ναπολέων Λαπαθιώτης – Άτιτλο

Κάτω στου Μήτσου το τεκέ
Κάναν οι μπάτσοι μπλόκο,
Και βρήκαν ντουμανότρυπες
Κι ένα γιαπί λουλάδες,
Πενηνταδυό διμούτσουνες
Και δεκαοχτώ μαρκούτσια.
Σουρτά, σουρτά με μπαμπεσιά
Ζυγώσαν οι ρουφιάνοι
Με ζούλα ήρθαν οι πούστηδες
Και μας εβάναν μπροστά:
Τσιμπήσαν πρώτα το Μπαλήν
Όπου φυλούσε τσίλλιες
Και μπήκαν στο τσαρδάκι μας
Και μας τα κάναν λίμπα!
Πήραν τις ντουμανότρυπες
Πήραν και τους λουλάδες,
Πήραν και τις διμούτσουνες
Τα δεκαοχτώ μαρκούτσια
Πήραν και τους ντερβίσηδες
Και στο πλεκτό τους πάνε,
Πήραν το Μίκα το Ντουρντή
Το τζε του Νταλαβέρη
Το Μπάρμπουλα, το Μπόρμπουλα
Και το Μπαλή το Μήτσο
Πήρανε και το Ντερτιλή
Το Ντάτα το θηρίο
Πούκαντε πέντε στη Παλιά
Και δώδεκα στ’ Ανάπλι
Κι όντας τσακίζεται
Λέει: Οφ, τ’ αδερφάκι!

[Από Τα Ποιήματα της Σκιάς, 1939-1943]

Ήταν ο Τσόκλης ο γκαβός,
ο Κωτσιαράς ο παλαβός,
ο Λέτσος με τη μαχαιριά,
μπουλούκι από μουστακαλήδες,
που με ζουνάρι απολυτό
περάσανε στον κόσμο αυτό,
μπεκρήδες, κλέφτες, χασικλήδες,
που τέλος πάντα η μαχαιριά.

~ Κώστας Βάρναλης,Εξαγνισμός, 1928