[του Νίκου Σαραντάκου, Δεκέμβριος 2013]
Το σημερινό άρθρο, για την ετυμολογία των λέξεων «ρεμπέτης» και «ρεμπέτικο», λογαριάζω να το γράψω εδώ και πολύν καιρό, από τότε που, σε μια συζήτηση πριν από ένα χρόνο και βάλε, ένας επισκέπτης υποστήριξε (σχόλιο αριθ. 103 εδώ) ότι: «Η λέξη “ρεμπέτικος” είναι παραφθορά της αρχαίας αλλά και της σύγχρονης λογίας “ρεμβαστικός” και προέρχεται από το ρήμα “ρέμβω” ή “ρεμβάζω” απ’ όπου και ο ρέμπελος = ο σπαταλών τον χρόνον αναιτίως, άρα αραχτός και αντικοινωνικός…». Στη συνέχεια έγραψε για το θέμα ο αγαπητός Δύτης των Νιπτήρων, σε ένα δικό του εξαιρετικό άρθρο αλλά και στα έξοχα σχόλια που έγιναν, οπότε θα έλεγε κανείς ότι εξαντλήθηκε το θέμα. Ύστερα όμως ο φίλος Σπύρος Ζερβόπουλος, που έχει εξελιχτεί σε δεινό αναδιφητή των σωμάτων κειμένων, μου έστειλε με ηλεμήνυμα ένα σωρό χρήσιμες πληροφορίες, που θα ήταν κρίμα να μη δημοσιευτούν, ενώ η πλάστιγγα έγειρε οριστικά όταν πριν από μερικές μέρες ένας παλιός γνωστός μού ζήτησε τη γνώμη μου για την ετυμολογία της λέξης, επειδή τη χρειαζόταν ένας φοιτητής του σε μια εργασία του. Έτσι, αποφάσισα να γράψω κι εγώ για την ετυμολογία του ρεμπέτη, συνοψίζοντας όσα ειπώθηκαν. Ωστόσο, ο έπαινος αξίζει στον Δύτη και στους σχολιαστές του καθώς και στον Σπ. Ζερβόπουλο: εγώ απλώς συνοψίζω. […]
Ξεκινώντας, και πριν μπούμε στο θέμα μας, εύκολα μπορούμε να καταρρίψουμε την «ετυμολογία» που είχε προτείνει ο αρχικός επισκέπτης, ότι τάχα η λέξη ρέμπελος είναι ομόρριζη με τον ρεμπέτη και προέρχεται από το ρήμα «ρέμβω» ή «ρεμβάζω». Ο ρέμπελος είναι βενετικό δάνειο που ανάγεται τελικά στο λατινικό rebellare, από το bellum, πόλεμος. Η λέξη μαρτυρείται αδιατάρακτα στα ιταλικά από τον μεσαίωνα. Αυτή είναι η ομόφωνα αποδεκτή άποψη και δεν μπορεί να κλονιστεί από την ηχητική ομοιότητα ή επειδή σε κάποιον φάνηκε ότι οι ρεμπέτες είναι και ρέμπελοι. Άλλωστε, ρεμπελιό στα μεσαιωνικά ελληνικά δεν σημαίνει αραλίκι αλλά εξέγερση (π.χ. το ρεμπελιό των ποπολάρων).
Πάμε τώρα στο κυρίως θέμα, την ετυμολογία των λέξεων ‘ρεμπέτης’ και ‘ρεμπέτικο’. Όπως είδαμε, ο επισκέπτης πιο πάνω υποστηρίζει την προέλευση από το ρήμα «ρέμβω» (που σήμαινε, στην αρχαιότητα, μεταξύ άλλων, «περιφέρομαι, περιπλανώμαι»), μια άποψη που, αν και δεν τη δέχεται κανένα μεγάλο λεξικό μας, ακούγεται αρκετά, κυρίως από μελετητές του ρεμπέτικου, σαν τον Κ. Φέρρη, οι οποίοι επιπλέον επικαλούνται το λεξικό του Δουκάγγιου (1688) όπου υπάρχει το λήμμα «ρεμπιτός» (με τη σημασία «πλανημένος»), παραφθορά του «ρεμβός» (ο αναιτίως πλανώμενος). Πηγή του Δουκαγγίου είναι ο Μέρσιος (Meursius ή Johannes van Meurs), o Φλαμανδός ελληνιστής που έγραψε στις αρχές του 17ου αιώνα.
Κοντά σε αυτά, υπάρχει και το ρήμα «ρέμπομαι», πιθανώς μετεξέλιξη του «ρέμβομαι», που υπάρχει και στον Ερωτόκριτο, αλλά και σήμερα στην κρητική διάλεκτο, και που έχει πάρει άλλες σημασίες, κυρίως «νέμομαι» ή και «περηφανεύομαι». Ας πούμε, στον Ερωτόκριτο, «επέτετο κι ερέμπετο στην αρχοντιά την τόση» ή «μα ρέμπεται στις αφεντιές, στα πλούτη ντου καυκάται».
Το κακό με τη «θεωρία των ρεμπετολόγων» είναι ότι αφενός λείπουν εντελώς οι ενδιάμεσοι τύποι από το «ρέμπομαι» και το «ρεμπιτός» του Μεσαίωνα ως τον ρεμπέτη, και αφετέρου ότι η σημασιακή απόσταση μεταξύ του «ρέμπομαι» και του «ρεμπέτης» είναι αρκετά μεγάλη. Την απόσταση αυτή προσπαθούν να τη γεφυρώσουν με κατασκευές όπως ότι «ρέμπομαι» σήμαινε τάχα «ζω μποέμικα», αλλά αυτό δεν προκύπτει από τα κείμενα παρά (μου) φαίνεται σκέτος υποκειμενισμός.
Continue reading “Η ρεμπέτα, οι ρεμπέτες και το ρεμπέτικο” →