Μάρκος Βαμβακάρης – Χθες το βράδυ στο σκοτάδι

Ζεϊμπέκικο του Μάρκου Βαμβακάρη. Στην αυτοβιογραφία του αναφέρει το περιστατικό που τον ενέπνευσε να το συνθέσει και περιγράφεται στους στίχους του. Ηχογραφήθηκε το 1935. Ορχήστρα με μπουζούκι (Μ. Βαμβακάρης), κιθάρα (Κ. Καρίπης) και κομπολόϊ με ποτήρι. / “Το τραγούδι περιγράφει ανάγλυφα τους απάνθρωπους, αλλά και αντισυνταγματικούς διωγμούς που υπέστη ο υπόκοσμος στη δεκαετία του ‘30. Ο ίδιος ο Μάρκος υπήρξε παθός και μαθός.” ~ Ηλίας Πετρόπουλος, Ρεμπέτικα τραγούδια

Χτες το βράδυ στο σκοτάδι
με στριμώξανε δυο μαύροι
έρευνα για να μου κάνουν
και το μαύρο να μου πάρουν.

Είχα κάνει φίνα ζούλα
που τους έπιασε τρεμούλα
Ρε, ψάξανε να μου το βρούνε,
μάγκα τώρα θα τον πιούμε.

Αγριέψανε οι μαύροι
μου τη στήνουν τ’ άλλο βράδυ,
βρε, και με κάνουνε πιαστό – αμαν αμαν
με τραβούνε στο πλεχτό.

Το πρωί στο Διοικητή – αμάν, αμάν,
και το βράδυ σην Αρχή
βρέ, κι έτσι μάγκα με δικάζουν,
και οι μαύροι ησυχάζουν.

Η ρεμπέτα, οι ρεμπέτες και το ρεμπέτικο

[του Νίκου Σαραντάκου, Δεκέμβριος 2013]

Το σημερινό άρθρο, για την ετυμολογία των λέξεων «ρεμπέτης» και «ρεμπέτικο», λογαριάζω να το γράψω εδώ και πολύν καιρό, από τότε που, σε μια συζήτηση πριν από ένα χρόνο και βάλε, ένας επισκέπτης υποστήριξε (σχόλιο αριθ. 103 εδώ) ότι: «Η λέξη “ρεμπέτικος” είναι παραφθορά της αρχαίας αλλά και της σύγχρονης λογίας “ρεμβαστικός” και προέρχεται από το ρήμα “ρέμβω” ή “ρεμβάζω” απ’ όπου και ο ρέμπελος = ο σπαταλών τον χρόνον αναιτίως, άρα αραχτός και αντικοινωνικός…». Στη συνέχεια έγραψε για το θέμα ο αγαπητός Δύτης των Νιπτήρων, σε ένα δικό του εξαιρετικό άρθρο αλλά και στα έξοχα σχόλια που έγιναν, οπότε θα έλεγε κανείς ότι εξαντλήθηκε το θέμα. Ύστερα όμως ο φίλος Σπύρος Ζερβόπουλος, που έχει εξελιχτεί σε δεινό αναδιφητή των σωμάτων κειμένων, μου έστειλε με ηλεμήνυμα ένα σωρό χρήσιμες πληροφορίες, που θα ήταν κρίμα να μη δημοσιευτούν, ενώ η πλάστιγγα έγειρε οριστικά όταν πριν από μερικές μέρες ένας παλιός γνωστός μού ζήτησε τη γνώμη μου για την ετυμολογία της λέξης, επειδή τη χρειαζόταν ένας φοιτητής του σε μια εργασία του. Έτσι, αποφάσισα να γράψω κι εγώ για την ετυμολογία του ρεμπέτη, συνοψίζοντας όσα ειπώθηκαν. Ωστόσο, ο έπαινος αξίζει στον Δύτη και στους σχολιαστές του καθώς και στον Σπ. Ζερβόπουλο: εγώ απλώς συνοψίζω. […]

Ξεκινώντας, και πριν μπούμε στο θέμα μας, εύκολα μπορούμε να καταρρίψουμε την «ετυμολογία» που είχε προτείνει ο αρχικός επισκέπτης, ότι τάχα η λέξη ρέμπελος είναι ομόρριζη με τον ρεμπέτη και προέρχεται από το ρήμα «ρέμβω» ή «ρεμβάζω». Ο ρέμπελος είναι βενετικό δάνειο που ανάγεται τελικά στο λατινικό rebellare, από το bellum, πόλεμος. Η λέξη μαρτυρείται αδιατάρακτα στα ιταλικά από τον μεσαίωνα. Αυτή είναι η ομόφωνα αποδεκτή άποψη και δεν μπορεί να κλονιστεί από την ηχητική ομοιότητα ή επειδή σε κάποιον φάνηκε ότι οι ρεμπέτες είναι και ρέμπελοι. Άλλωστε, ρεμπελιό στα μεσαιωνικά ελληνικά δεν σημαίνει αραλίκι αλλά εξέγερση (π.χ. το ρεμπελιό των ποπολάρων).

Πάμε τώρα στο κυρίως θέμα, την ετυμολογία των λέξεων ‘ρεμπέτης’ και ‘ρεμπέτικο’. Όπως είδαμε, ο επισκέπτης πιο πάνω υποστηρίζει την προέλευση από το ρήμα «ρέμβω» (που σήμαινε, στην αρχαιότητα, μεταξύ άλλων, «περιφέρομαι, περιπλανώμαι»), μια άποψη που, αν και δεν τη δέχεται κανένα μεγάλο λεξικό μας, ακούγεται αρκετά, κυρίως από μελετητές του ρεμπέτικου, σαν τον Κ. Φέρρη, οι οποίοι επιπλέον επικαλούνται το λεξικό του Δουκάγγιου (1688) όπου υπάρχει το λήμμα «ρεμπιτός» (με τη σημασία «πλανημένος»), παραφθορά του «ρεμβός» (ο αναιτίως πλανώμενος). Πηγή του Δουκαγγίου είναι ο Μέρσιος (Meursius ή Johannes van Meurs), o Φλαμανδός ελληνιστής που έγραψε στις αρχές του 17ου αιώνα.

Κοντά σε αυτά, υπάρχει και το ρήμα «ρέμπομαι», πιθανώς μετεξέλιξη του «ρέμβομαι», που υπάρχει και στον Ερωτόκριτο, αλλά και σήμερα στην κρητική διάλεκτο, και που έχει πάρει άλλες σημασίες, κυρίως «νέμομαι» ή και «περηφανεύομαι». Ας πούμε, στον Ερωτόκριτο, «επέτετο κι ερέμπετο στην αρχοντιά την τόση» ή «μα ρέμπεται στις αφεντιές, στα πλούτη ντου καυκάται».

Το κακό με τη «θεωρία των ρεμπετολόγων» είναι ότι αφενός λείπουν εντελώς οι ενδιάμεσοι τύποι από το «ρέμπομαι» και το «ρεμπιτός» του Μεσαίωνα ως τον ρεμπέτη, και αφετέρου ότι η σημασιακή απόσταση μεταξύ του «ρέμπομαι» και του «ρεμπέτης» είναι αρκετά μεγάλη. Την απόσταση αυτή προσπαθούν να τη γεφυρώσουν με κατασκευές όπως ότι «ρέμπομαι» σήμαινε τάχα «ζω μποέμικα», αλλά αυτό δεν προκύπτει από τα κείμενα παρά (μου) φαίνεται σκέτος υποκειμενισμός.

Continue reading “Η ρεμπέτα, οι ρεμπέτες και το ρεμπέτικο”

Μάρκος Βαμβακάρης – Εφουμάραμ’ ένα βράδυ

Το πρώτο τραγούδι του Μάρκου Βαμβακάρη στη δισκογραφία. Ηχογραφήθηκε το 1932. Ζεϊμπέκικο. Τραγουδάει ο ίδιος. Ορχήστρα με μπουζούκι, κιθάρα και τζουρά. Ο Πετρόπουλος το καταγράφει με τον τίτλο “Μπλόκος”.

Εφουμέρναμ’ ένα βράδυ
αργιλέ, σπαχάνι, μαύρη
δίχως να ’χουμε στην πόρτα
τσιλιαδόρους όπως πρώτα.

Κι έρχονται δύο πολιτσμάνοι
και δε βρίσκουνε ντουμάνι.
Ζούλα όλοι οι αργιλέδες
φυλαχτείτ’ από τους τζέδες.

Γεια σου πόλιτσμαν, λεβέντη
κι άσ’ τον αργιλέ να καίει
να φουμάρει το τουρκάκι
που ‘ναι φίνο ντερβισάκι.

Μαύρο φέρνει από τη Σμύρνη
και καλάμι απ’ τ’ Αϊδίνι
και καλάμι απ’ τ’ Αϊδίνι
και χαρά στον που την πίνει.

Η λογοκρισία στο ρεμπέτικο τραγούδι

[από Κλίκα|Νίκος Πολίτης ]

Από την εποχή της τουρκοκρατίας, στα κατοικούμενα από ελληνόφωνους εδάφη, η «εποπτεύουσα αρχή» σε θέματα λογοκρισίας και γενικότερου κοινωνικού ελέγχου ήταν η Πύλη, η οποία παραδοσιακά υπήρξε αρκετά φιλελεύθερη. Άλλωστε, κείμενα γραμμένα σε γλώσσα ελληνική δεν πολυαπασχολούσαν το Σουλτάνο και τους περί αυτόν.

Με την ίδρυση του σύγχρονου ελληνικού κράτους θα τεθεί (έστω και θεωρητικά ή υποθετικά) θέμα λογοκρισίας. Γενικά, πάντως, μπορούμε να πούμε ότι σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού η κατάσταση στην Ελλάδα ήταν αρκούντως φιλελεύθερη, αν και βέβαια δεν έλειψαν μεμονωμένες περιπτώσεις λογοκρισίας κειμένων, ακόμα και φυλακίσεις, χωρίς όμως ιδιαίτερη βαρύτητα ή σοβαρές συνέπειες. Ειδικά για τη μουσική, ούτε καν σκέψη φαίνεται να υπήρξε για επιβολή οποιουδήποτε «άνωθεν» ελέγχου, από την ίδρυση του κράτους και μέχρι να διαφανεί, περίπου κατά τις δεκαετίες 1920 και 1930 μία σαφής υπεροχή των πωλήσεων σε δίσκους γραμμοφώνου με περιεχόμενο αμανέδες και συγγενικά κομμάτια.

afg

Η «προϊστορία» της ελληνικής δισκογραφίας ξεκινάει με τις αρχές του 20ού αιώνα όχι στην ίδια την Ελλάδα, που για τις τότε δισκογραφικές εταιρίες φαίνεται να θεωρήθηκε μικρή αγορά, αλλά στις μεγάλες πόλεις της «καθ’ ημάς Ανατολής», Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη, Κάιρο, Θεσσαλονίκη. Με συχνές αποστολές τους οι ευρωπαϊκές δισκογραφικές εταιρίες, αλλά και κάποιες εντόπιες, ηχογραφούν επί τόπου και παράγουν στα ευρωπαϊκά εργοστάσια δίσκους προορισμένους για εξαγωγή στην αγορά της περιοχής. Το «ελληνικού ενδιαφέροντος» τμήμα αυτής της παραγωγής, δίσκοι δηλαδή με Έλληνες καλλιτέχνες προορισμένοι για την ελληνόφωνη αγορά (περιλαμβανομένης και της αγοράς της «ελεύθερης Ελλάδας»), είναι εντυπωσιακά μεγάλο. Το ρεπερτόριο περιλαμβάνει όλα τα δημοφιλή μουσικά είδη της εποχής, από οπερέτα μέχρι δημοτικά. Δε λείπουν όμως και τα είδη που θεωρούνται «πρόδρομα» των κομματιών που μετέπειτα ονομάστηκαν ρεμπέτικα. Μετά τα γεγονότα που ακολούθησαν τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και τη μικρασιατική καταστροφή, οι ηχογραφήσεις ελληνικού ενδιαφέροντος πραγματοποιούνται πλέον στην Αθήνα, όπου αργότερα, το 1930, εγκαθίσταται και το πρώτο (και μοναδικό) εργοστάσιο δίσκων, η γνωστή Κολούμπια. Σε όλη τη διάρκεια των παραπάνω εξελίξεων δεν υπήρξε κανένας επίσημος κρατικός έλεγχος ή παρέμβαση στο έργο της δισκογραφίας. Οι εταιρίες ανεξέλεγκτα διαμόρφωναν ρεπερτόριο, επέλεγαν καλλιτέχνες κλπ. και προωθούσαν την παραγωγή τους.

Continue reading “Η λογοκρισία στο ρεμπέτικο τραγούδι”

Η διάλεξη του Μάνου Χατζιδάκι για το ρεμπέτικο

(από tvxs)

194867-rebetika

Στις 31 Ιανουαρίου του 1949 ο συνθέτης Μάνος Χατζιδάκις δίνει την περίφημη διάλεξή του για το Ρεμπέτικο στο «Θέατρο Τέχνης» του Κάρολου Κουν.

Με τη διάλεξή του ο Μάνος Χατζιδάκις επαναπροσδιορίζει τη θέση του ρεμπέτικου. Εκείνη την περίοδο, το ρεμπέτικο εξαπλωνόταν στις λαϊκές γειτονιές και σταδιακά σπάει τα όρια τους. Η εξουσία και οι αρχές το κυνηγούσαν. Οι αστοί και οι διανοούμενοι το περιφρονούσαν.

Σε αυτό το πλαίσιο, ο Μάνος Χατζιδάκις, νεαρός τότε συνθέτης, τόλμησε να δώσει μια διάλεξη για την ανάδειξη του ρεμπέτικου ως θεμέλιου λίθου της σύγχρονης ελληνικής λαϊκής μουσικής. Παρουσιάζει τον Μάρκο Βαμβακάρη και τη Σωτηρία Μπέλλου, οι οποίοι τραγούδησαν μπροστά στο έκπληκτο κοινό του Θεάτρου Τέχνης. Η διάλεξη προκαλεί αντιδράσεις. Μέχρι που αστυνομία ειδοποιεί τη μητέρα του Χατζιδάκι να προσέχει για λίγο καιρό ο γιος της όταν κυκλοφορεί στη γειτονιά τους, στο Παγκράτι.

EΡΜΗΝEΙΑ ΚΑΙ ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΛΑΪΚΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ (PEΜΠΕΤIKΟ)

«Θα ήθελα προκαταβολικά να σας πληροφορήσω, πως μ’ όλη μου την καλή διάθεση, δεν είμαι σε θέση να πω, ούτε καινούργια πράγματα, ούτε κι όσα μιλήσω απόψε να τα δώσω με σοφία. Θα προσπαθήσω όμως, κι όσο μπορώ πιο καλά, να σας μεταδώσω αυτό που με κάνει να ζω και να βλέπω την αξία του μέχρι σήμερα περιφερόμενου λαϊκού σκοπού της πόλης.

Τώρα, αν τούτη η πανηγυριώτικη ομιλία για το ρεμπέτικο, γινόταν πριν δυο χρόνια, ίσως να ΄χε κάπως διαφορετικό χαρακτήρα, δηλαδή να ΄ταν, πιο μεροληπτική –μπορούμε να πούμε – και συγχρόνως πιο ενθουσιαστική για το θησαυρό που κλείνουν οι ρυθμοί του ζεϊμπέκικου και του χασάπικου. Δεν θα μπορούσαμε ίσως να ξεφύγουμε από τη γοητεία του γυαλένιου ήχου ενός μπουζουκιού για να κοιτάξουμε το θέμα μας στη ρίζα του κι ακόμη να μείνουμε όσο χρειάζεται ψυχροί κι αντικειμενικοί για μια τέτοια δουλειά. Αυτό -θα πείτε- μπορεί να γίνει σήμερα; Είναι κάτι που δεν μπορώ να προεξοφλήσω με βεβαιότητα. Όσο νά ΄ναι όμως, η μεγάλη διάδοση που πήρε τα δύο τελευταία χρόνια το ρεμπέτικο, μας αφήνει περιθώριο για μια τέτοια, επικίνδυνα πρώιμη, ομολογώ εργασία.

Το ρεμπέτικο, κι αυτό είναι γεγονός αναμφισβήτητο, έχει πια επιβάλλει τη δύναμή του, λίγο – πολύ σ΄ όλους μας, είτε θετικά, είτε αρνητικά, είτε δηλαδή γιατί το παραδεχόμαστε, είτε όχι, ενώ συγχρόνως βλέπουμε να έχει δημιουργηθεί γύρω του μια επιπόλαιη κατάσταση μόδας, που μας κάνει ν’ αντιδρούμε δικαιολογημένα σ’ αυτήν και ν’ αμφιβάλλουμε για τη μελλοντική και ποιοτική εξέλιξη του είδους. (Εδώ πέρα βέβαια παίρνω σαν δεδομένο την ποιοτική του αξία). Και στον τόπο μας καθώς κι έξω, όλα περνούν απ’ αυτήν την περίοδο που ονομάζουμε μόδα. Μήπως απέφυγε κάτι τέτοιο το δημοτικό μας τραγούδι πριν 50 χρόνια, σαν φούντωνε το κίνημα των δημοτικιστών; Κι ακόμη πριν δύο χρόνια, το ίδιο δεν είχε συμβεί με τις λαϊκές εικαστικές τέχνες, όπου ο Θεόφιλος και ο Παναγής Ζωγράφος προβάλλονται στο ίδιο πλάνο με τον Χατζηκυριάκο-Γκίκα;

Ποιος μπορεί να σταματήσει μια τέτοια κατάσταση, κι ακόμη ποιος μπορεί να μην παραδεχτεί ίσως την αναγκαιότητα αυτήν της περιόδου μόδας -ας την πούμε- ωσότου τα πράγματα κατασταλάξουν κι έλθουν στη φυσική τους θέση; Το ίδιο πρέπει -νομίζω- να περιμένουμε και με τα ρεμπέτικα. Γιατί θά ΄ναι κάπως ανόητο αν νομίσουμε, ότι ο χασάπικος μπορεί ή πάει ν΄αντικαταστήσει το ταγκό. Οι λαϊκοί τούτοι ρυθμοί έχουν κάτι πολύ, περισσότερο απ’ όσο χρειάζεται για να καλυφθούν οι βραδινές μας διασκεδαστικές ώρες – άσχετα αν αυτός ο χαρακτήρας επιβάλλεται κι επικρατεί στις λαϊκές τάξεις. Ύστερα για μας θά ΄ναι μεγάλο ψέμα αν ισχυρισθούμε ότι είναι δυνατόν να εκδηλωθούμε μ’ αυτούς τους τόσο γυμνούς κι απέριττους ρυθμούς. Κάτι τέτοιο μόνο για αυτούς, που με κρασί ή με άλλα μέσα, στέλνουν στο διάβολο – που λεν- κάθε κοινωνικό φραγμό και κάθε σύμβαση, έστω και για μια ώρα.

Continue reading “Η διάλεξη του Μάνου Χατζιδάκι για το ρεμπέτικο”

Μάρκος Βαμβακάρης – Αντιλαλούν οι φυλακές

Του Μάρκου Βαμβακάρη. Απτάλικο ζεϊμπέκικο. Ηχογραφήθηκε το 1936 (Odeon GA1918-A190733b/GO2403). Είναι βασισμένο σε παραδοσιακή μικρασιάτικη μελωδία πάνω στην οποία έχουν γραφτεί και άλλα τραγούδια όπως π.χ. το επίσης παραδοσιακό “ΤΑ ΟΥΛΑ ΣΟΥ” και του Ιάκωβου Μοντανάρη “ΜΕ ΚΑΠΟΙΑ ΣΤΑ ΠΕΤΡΑΛΩΝΑ”. Σύμφωνα με τον Τάσο Σχορέλη (ΡΕΜΠΕΤΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, τ. α΄) στα πάλκα της εποχής πριν το 1934 τραγουδιόταν το εξής τετράστιχο, μέρος του οποίου μπήκε στο τραγούδι αυτό: “Το σκότος και η φλακή/θέλουν μεγάλο λακριντί/Στ’ Ανάπλι και στην Αίγινα/βρε ισοβίτης έγινα”

Αντιλαλούν οι φυλακές
το Μπούρτζι κι ο Γιεντικουλές

Αντιλαλούν δυο σύρματα
Συγγρού και παραπήγματα

Αν είσαι μάνα και πονείς
έλα στη δίκη να με δεις

Έλα πριν με δικάσουνε
κλάψε να μ’ απαλλάξουνε

Το σκότος και η φυλακή
είναι μεγάλο λακριντί

Αντιλαλούν οι φυλακές
το Δύο και Γιεντικουλές