Η εικόνα του άστεως σε ελληνικά απόκρυφα μυθιστορήματα του 19ου αιώνα

[του Λάμπρου Βαρελά |openLit ]

tumblr_inline_onu43zLngE1r9wm7d_1280.jpg

Ο όρος «απόκρυφα», με αναφορά σε μια σειρά πεζογραφικών έργων του 19ου αιώνα, επιχειρεί να αποδώσει τον αγγλικό όρο «Mysteries novel»1 (=μυθιστόρημα μυστηρίων). Η λέξη  «απόκρυφα» προέρχεται από τον χώρο της ευαγγελικής παράδοσης και αναφέρεται στα ευαγγέλια και στις μαρτυρίες για τη ζωή του Χριστού που αποκλείστηκαν από τον «κανόνα» των τεσσάρων ευαγγελιστών. Στη νεοελληνική λογοτεχνία του 19ου αιώνα τη συναντούμε με συχνότητα σε τίτλους μυθιστορημάτων που περιγράφουν κρυμμένες και σκοτεινές όψεις της ζωής στα αστικά κέντρα. Ο Χριστόφορος Σαμαρτσίδης διευκρινίζει με σαφήνεια στον πρόλογο του μυθιστορήματός του Απόκρυφα Κωνσταντινουπόλεως την επιλογή του τίτλου: «Επειδή δε η μεν εξωτερική μορφή τοις πάσιν είναι ορατή, το δε εσωτερικόν είναι απόκρυφον και μόνο τοις μετ’ επιμονής επιδοθείσιν όπως το γνωρίσωσιν, εν μέρει γνωστόν, τούτου ένεκα ουχί ατόπως εδόθη εις το παρόν βιβλίον (το απεικονίζον, ασθενώς ίσως, ποία τις η κεκρυμμένη μορφή της ωραίας εξωτερικής πόλεως των Κωνσταντίνων) ο τίτλος Απόκρυφα Κωνσταντινουπόλεως».

Η λέξη «απόκρυφα» εμφανίζεται επίσης σε μεταφράσεις λογοτεχνικών έργων, όπου οι μεταφραστές αποδίδουν στα ελληνικά τη γαλλική λέξη «mystères» ή την αγγλική «mysteries». Εναλλακτικά αλλά σπανιότερα απαντώνται και οι λέξεις «μυστήρια» και «δράματα». Οι απόκρυφες και σκοτεινές όψεις της ζωής των αστικών κέντρων, τις οποίες περιγράφουν ξένοι και έλληνες λογοτέχνες, καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα: παράνομες μυστικές συμμορίες διεφθαρμένων πλουσίων, ληστείες, δολοφονίες, υπόκοσμος, εξαθλιωμένα χαμηλά κοινωνικά στρώματα, εγκαταλελειμμένα παιδιά, γυναίκες υπό εκμετάλλευση κ.τ.ό. Μερικοί μελετητές θεωρούν τα έργα αυτής της κατηγορίας ως αυτόνομο λογοτεχνικό είδος με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά2 στηριζόμενοι στα έργα πρότυπα αυτού του είδους, τα διάσημα επιφυλλιδικά (δημοσιευμένα αρχικά σε συνέχειες σε εφημερίδες) μυθιστορήματα Les Mystères de Paris (1842-1843) του E. Sue, Les Mystères de Londres (1843-1844) του Paul Féval και The Mysteries of the Court of London (1845-1848) του G. W. M. Reynolds. Η Σοφία Ντενίση, σε μελέτη της για τα ελληνικά απόκρυφα μυθιστορήματα, προσδιορίζει ως εξής τη χρήση του όρου απόκρυφα στην ελληνική (ή mystères και mysteries στην ξένη λογοτεχνία): «Ο όρος απόκρυφα λοιπόν παραπέμπει αφενός στις κρυφές πτυχές της μίζερης ζωής του προλεταριάτου, που συχνά οδηγεί σε εγκληματικές ενέργειες που λαμβάνουν χώρα μέσα στον απρόσωπο περίγυρο των σύγχρονων μεγαλουπόλεων, και αφετέρου στις μυστικές καταχρήσεις και απάτες των αστών και των κρατικών λειτουργών, που συνήθως επιτελούνται για κερδοσκοπικούς λόγους και παραμένουν αθέατες. Και τις δύο αυτές όψεις της σύγχρονής τους κοινωνίας επιθυμούν να αποκαλύψουν οι συγγραφείς στην προσπάθειά τους να επιτύχουν ευνοϊκές μεταρρυθμίσεις για το κοινό καλό».

Continue reading “Η εικόνα του άστεως σε ελληνικά απόκρυφα μυθιστορήματα του 19ου αιώνα”

Οι μυστηριώδεις νυκτοκλέπται

[σχόλιο του spatholouro, απ’εδώ]

Ιδίως για τους ρεμπετοερευνώντες είναι λουκουμάκι σκέτο το βιβλίο του Μηνά Χαμουδόπουλου, «Οι μυστηριώδεις νυκτοκλέπται» (Σμύρνη 1871), καθώς εκεί πρωτοαπαντά, ως φαίνεται έως τώρα, η λέξη «ρεμπέτα», στο θηλυκό μάλιστα, όπως ξεκίνησε και η λέξη «μάγκα».

Είναι μάλιστα εντυπωσιακό ότι ο όρος αυτός απαντά 38 φορές στο βιβλίο αυτό. Παραθέτω ενδεικτικά: «το καμάρι της Ρεμπέτας», «τα παιδιά της Ρεμπέτας», «το στολίδι της Ρεμπέτας», «εις τας τάξεις της Ρεμπέτας», «η ρεμπέτα έπεσε σε μπαγάσικα χέρια», «η ρεμπέτα το’ χει τούμπανο και συ κρυφό καμάρι», «για το ονόρε της ρεμπέτας», «η ρεμπέτα δεν αφίνει τα παιδιά της να πεινάσουν», «τόσα χρόνια είμαι μέσα στη ρεμπέτα», «το’ χουν τιμή τους να’ νε μέσα στη ρεμπέτα».

Στη σελίδα 11 δίνεται και ο ορισμός της (με τη λέξη Ρεμπέτα «ονομάζουσιν οι νυκτοκλέπται το σύνολον των νυκτοκλεπτών).

Το βιβλίο του Χαμουδόπουλου έχει και πρόσθετο ενδιαφέρον, σε ό,τι αφορά το αργκοτικό λεξιλόγιο που ενσωματώνει σποράδην, και μάλιστα σε μια τόσο πρώιμη εποχή, 56 χρόνια πριν από το Τουμπεκί… του Πικρού.

Εδώ συναντάμε λέξεις και φράσεις αποσπασμένες από τον κορμό μιας πρώιμης συνθηματικής γλώσσας: μπανιστής (=κατάσκοπος), σβελτσέτα και καπατσιτά, σαπουκαλίδες (=όσους, αφού περάσουν από φυλακή, μετά με ψύλλου πήδημα τους κουβαλάνε μέσα), πλιάτζικα (=τα κλοπιμαία), σκυλόστομο (=το κρεμαστό κλείθρο, κοινώς λουκέτο), παίρνω πρόβες (=βγάζω κέρινα αντίτυπα των κλείθρων), γκόμινες, φούρκα (=φυλακή;), σουμπέ (=υποψία), ρουκάνισμα (=διάρρηξη), μπουταλάς, κολαούζι, κόβω λάσπη, τσατ πατ, σακουλεύομαι, σουσούμια, μονόφθαλμο (ευμεγέθης κύλινδρος, εντός του οποίου τίθεται μακρύς κηρός −αντί για χαρτοφάναρο), βγαίνω φλούδα (παίρνω μηδενικό μερτικό από κλοπή»).