Μιχαήλ Μητσάκης: «Το θέρος»

Pireas-Pasalimani-1880-all.jpg
Πειραιάς, Πασαλιμάνι, περίπου στα τέλη του 19ου αιώνα [+]

[…] Το επ’ εμοί, διά να εύρω τοιαύτην σκηνήν αληθούς λαϊκής διασκεδάσεως και ευθυμίας, ηναγκάσθην εχάτως να κατέλθω μέχρι του Πειραιώς.

Σας συνιστώ να μεταβήτε και σεις, διότι αξίζει τον κόπον.

Εντός καφφενείου τινός, ενός των κοινών παρά την προκυμαίαν καφφενείων, ανακυκάται πλήθος πολύ, σωρός κεφαλών και σωμάτων παρακαθημένων. Ναύται, εργάται, εμποροϋπάλληλοι, αμαξηλάται, αληθής λαός. Υπό την χαμηλήν του καφφενείου οροφήν, εφ’ ης εζωγραφισμένοι εμβλέπουσι προς τα κάτω διά των τερατωδών ομμάτων των παράδοξοι γρύπες και περιπλέκονται εις μυρία αλλόκοτα σχήματα πολύχρωμοι απεικονίσεις ανθέων, η ατμόσφαιρα είνε πνιγηροτάτη. Βαρεία ομίχλη καπνού σκοτίζει την όρασιν και ως υπό πυκνόν πέπλον μόλις διακρίνονται από της εισόδου χειρονομούσαι εν φανταστικοίς κινήμασιν αόριστοι όψεις. Συμμιγής θόρυβος φωνών, κραυγών, βλασφημιών, φιλονεικιών πληροί την αίθουσαν. Τα καθίσματα και τα τραπέζια παράκεινται πλησιέστατα αλλήλοις, συνεσφιγμένα, συμπεπιεσμένα, παρεμποδίζοντα την διάβασιν. Οι υπηρέται μόλις κατορθούσι να διέρχωνται διά μέσου αυτών, βάλλοντες οξείας κραυγάς προς παραγγελίαν των διατασσομένων υπό των πελατών. Προς το βάθος κείται ο υψηλός μπάγκος του διευθυντού, εφ’ ου αποτίθενται κύπελα, κύαθοι, φιάλαι, ρίπτονται δ’ εν κρότω τα χαλκά κέρματα, άτινα συνάζουν οι υπηρέται. Προς την άλλην δε γωνίαν, αριστερά, εγείρεται ειδός τι εξέδρας, εφ’ ης κάθηνται τρεις μουσικοί, παρ’ αυτούς δε τρεις γυναίκες. Ο πρώτος των μουσικών, ο πρεσβύτερος, εγείρει βραδέως το βιολίον του και άρχεται παίζων επ’ αυτού χρόνον τινά. Μία δε, η νεωτέρα των γυναικών, δεκατετραετής παιδίσκη, εβραία, με ζωηρούς μέλανας οφθαλμούς, μορφήν προπετή και ευάρεστον, κόμην πλουσίαν, κομψώς αναδεδημένην, φέρουσα κίτρινην εσθήτα, εσφιγμένην επιμελώς περί την οσφύν, και περικνημίδας κατακοκκίνους, ων, φιλαρέσκως επιδεικνυμένων, μόλις εξαρκεί να καλύψη την εμπροσθίαν άκραν μακρότατον και οξύν πέδιλον, εγείρεται και ορχείται συμφώνως προς τον ανακρουόμενον ρυθμόν. Αμέσως δε πας θόρυβος παύει. Η παιδίσκη στρέφεται περί εαυτήν, επί του εφ’ ου ίσταται στενού χώρου, υπερέχουσα πάντων των λοιπών, αναπηδά ελαφρώς, κινεί εν τω αέρι τους βραχίονας αφ’ ων εξηρτημένα συνοδεύουσιν εμμελώς της ορχήσεως τους ελιγμούς κρόταλα ηχούντα, προβάλλει το στήθος και περιπλέκει τας κνήμας. Και το πλήθος θεάται ηδυνόμενον και υποτονθορίζει του ρυθμού τον ήχον, και παρακολουθεί παρασυρόμενον βαθμηδόν τον χρόνον του χορού, πλήττον δια των ποδών το έδαφος…

Αλλ’ ο χορός ετελείωσε. Και η παρακαθήμενη τη παιδίσκη γυνή ψάλλει ταχέως σύντομόν τινα και εύθυμον δημοτικήν ωδήν.

Και μετά μικρόν η τρίτη, ώριμος νεάνις, όχι άσχημος, αλλά φέρουσα επί της φυσιογνωμίας αποτετυπωμένα προφανή τα ίχνη της αλήτιδος και ατάκτου ζωής της, άρχεται άδουσα δια βαθείας φωνής ανατολικόν τι άσμα.

Μονότονοι, βραδείς, εκπνέοντες, ανέρχονται οι τόνοι προς την οροφήν, ομοιόμορφοι και ομοιόχρωμοι, εκτός ελαφρών παραλλαγών και διακυμάνσεων. Το όλον άσμα μετέχει βόμβου, γόου, παραπόνου και νανουρίσματος. Ο περίεργος ρυθμός ομοιάζει νήμα εν συνεχεία επί πολύ ανελισσόμενον. Αδιάκριτοι, μόλις ακουόμεναι εν τη μακρά τρομώδει παρατάσει του μέλους, κυλίονται αι αποτελούσαι αυτό ολίγαι λέξεις, μόνη δε, κρατούσα των λοιπών, αντηχεί ευδιάκριτος και καθαρά μία, εν όνομα, ανά πάσαν στιγμήν προφερόμενον και αδιαλείπτως επαναλαμβανόμενον. Τα όργανα μόλις κινούνται, συνοδεύοντα την αοιδόν. Και το παράδοξον άσμα προβαίνει, πάντοτε νυσταλέον, πάντοτε αβίαστον, επί του αυτού πάντοτε ήχου και επί των αυτών ή μάλλον της αυτής λέξεως, ως επίμονος επίκλησις, ως απηλπισμένη κραυγή, ως μυχίου πόνου και πόθου έκφρασις, άλλοτε μαλθακώς ολισθαίνον, άλλοτε αιρόμενον εις θλιβεράν οιμωγήν και άλλοτε καταπίπτον και τελευτών εις βαθύν στόνον. Και υπό την βαυκαλητικήν και υπνωτικήν, ως χασίς ή οπίου, επήρειάν του το πλήθος σιγά και φαίνεται ως να βυθίζεται εις είδος νάρκης και ακροάται εν μακαρία ακινησία και ρέμβη. Και εφ’ όσον εκείνο παρατείνεται εν τη διαρκεί αυτού χαυνότητι και μελαχγολία, ως να διερμηνεύη επιθυμίαν αόριστον, αλλά τοσούτω μάλλον φλογεράν, πάθος επώδυνον προς τι άγνωστον και ασύλληπτον, ή ως να θρηνή τι απολωλός ανεπιστρεπτεί, στέρησιν σκληράν και ανεπανόρθωτον, επί τοσούτο και τούτο ενωτίζεται ήρεμα ως να υποκύπτη εις μαγνητιστού θέλησιν. Αλλ’ όταν και ο ύστατος τόνος του βαθμηδόν, μικρόν κατά μακρόν, εκλείπη, τότε εγείρονται όλοι διαμιάς και μανιώδεις κραυγαί αιτούσι την επανάληψίν του. Και η αλλόκοτος σκηνή, ήτις φαίνεται ως εξαχθείσα εκ φανταστικού τινος διηγήματος του Γκωτιέ ή του Όφφμαν, εξακολουθεί, εξακολουθεί επί πολύ, επί ώρας μακράς, καιρόν ήδη μετά το μεσονύκτιον και πέραν έτι…

[από τα Πεζογραφήματα (εκδ. Νεφέλη, 1988), πρώτη δημοσίευση στην Εστία, 1887]

Καβγάς (πεζογράφημα του Μιχαήλ Μητσάκη)

Ο Μητσάκης (1868-1916)… περιγράφει με τέχνη και οξυδέρκεια έναν καβγά κουτσαβάκηδων, πιθανότατα στην πλατεία Κουμουνδούρου, στα τέλη του 19ου αιώνα. Η γλώσσα είναι βαριά καθαρεύουσα, αλλά οι διάλογοι δίνονται στο μάγκικο ιδίωμα της εποχής.

Το αφήγημα δημοσιεύτηκε αρχικά στο περιοδικό Αττικόν Μουσείον στο τεύχος 9 του 1890 (Σεπτέμβριος 1890). Εγώ το πήρα από τον τόμο «Μιχαήλ Μητσάκης. Πεζογραφήματα» του εκδ. οίκου Νεφέλη, αλλά κοίταξα και το πρωτότυπο, το οποίο στη μαγική εποχή μας υπάρχει ονλάιν,..  Εκσυγχρόνισα λιγάκι την ορθογραφία...

~ Νίκος Σαραντάκος

ΚΑΒΓΑΣ

Υπό το τρομαλέον φέγγος του φανού, συνεπλάκησαν οι δύο κουτσαβάκηδες. Προ ώρας ήδη, ερίσαντες έμπροσθεν της τραπέζης του παρακειμένου καφενείου, όπου εκάθηντο μαζί, είχαν εγερθεί και ηπειλούντο. Εν τη ασελήνω νυκτί, επί της σκοτεινής πλατείας, εφ’ ής το ράμφος του αεριόφωτος διέχυνεν αμυδράν λάμψιν, ο είς είχεν ανασπάσει* πελωρίαν κάμαν, εξαστράπτουσαν και ρεβόλβερ ο έτερος προτείνει. Και από μακράν, ιστάμενος ο πρώτος εις το πεζοδρόμιον, επάνω, κάτω ο άλλος, εν τω μέσω της οδού, απέναντι, προσβλέπονται αγρίως, εν ανορθώσει μυστάκων και κομών, λοιδορούνται αμοιβαίως, φαίνοντ’ έτοιμοι να εξορμήσουν κατ΄ αλλήλων. Από του βραχνού των λάρυγγος, αρτίως προφανώς οινοβραχέντος, εξέρχονται άναρθροι κρωγμοί, εκρήγνυνται βλασφημίαι εμπαθείς, ύβρεις πτύονται, βάλλονται προκλήσεις, εν χειρονομιών παραφορά και βιαιότητι κινήσεων. Με την πλατύγυρον ρεπούμπλικαν ανερριμμένην επί το ινίον* του αυτός, τον κούκον* του ο δεύτερος προσπίπτοντα επί την οφρύν, ωχροί, άνευ γελέκου, το υποκάμισον προβάλλον ανοικτόν επί του στήθους, την μίαν μόνην χειρίδα του επανωφορίου περασμένην, μ΄ ευρύ ζωνάρι, κατακόκκινον κι οι δύο, περιτυλίσσον την οσφύν, λαμβάνουν ούτω στάσεις παλαιστών, δραματικάς, ωσεί ακατασχέτων εκ θυμού και μένους, λυσσαλέων, παρασκευαζομένων να ροφήσουν αίμα μεστοίς χείλεσι, χωρίς όμως εν τούτοις να μετακινούνται κατά βήμα.

-Τι σκιάζεσαι, ρε, τη Μπαναγία σου μέσα! Τι κάνεις έτσι σα γυναίκα; Θαρρείς, μωρέ, που θα σε φοβηθώ που έχεις περίστροφο; Να, μωρέ, εγώ την πετάω και την κάμα! Έλα στα χέρια, σα σου βαστάει!

-Το σταυρό σου, ρουφιάνε! Εγώ σε φοβάμαι, ρε; … Πέταχτη, ρε, την κάμα ναν τ’ αφήκω το περίστροφο… Τι την έβγαλες, ρε;

-Τι σκούζεις έτσι, βρε πεζεβέγκη; Για να μαζωχτεί κόσμος; Πού θα μου πας, ρε, θα σ’ το πιω το αιματάκι σου!

-Εσύ θα μου το πιεις, ρε; Κείνος που θα μου το πιει δε γεννήθηκε, ρε, ακόμα! Σου το ’φαγα το μάτι, κακομοίρη!

Continue reading “Καβγάς (πεζογράφημα του Μιχαήλ Μητσάκη)”