Social Waste – Μέγαρα

Ρε λες μια μέρα να μας παίζουνε στα Μέγαρα;
τα κυριλέ όχι μετά την Ελευσίνα
και τα ρεφρέν και τα στιχάκια που αμφέβαλα
να τα ραπάρει όλη η κοσμική Αθήνα
Να αναλύουν την ομοιοκαταληξία μας
“τι θέλει άραγε να πει ο ποιητής;”
κι εκ των υστέρων να αναγνωριστεί η αξία μας
σαν χρονογράφημα, που λεν, μιας εποχής;
Να ’ναι ο DJ του πικάπ δεξιοτέχνης
οι κουτσουκέλες μας “ποιητική αδεία”;
Να ‘ναι τα beats μας δείγματα υψηλής τέχνης
τα flows μας να τα διδάσκουν στα ωδεία;
Μα αν ακούσεις πως μας παίζουνε στα Μέγαρα
τότε να ξέρεις θα σημαίνει οτι πέθανα
Κι άμα μας κάνουνε τουριστικό χιτάκι
Θέλω να βγάλεις και να σκίσεις το μπλουζάκι

Γι’ αυτό αν ακούσεις πως μας παίζουνε στα Μέγαρα
τότε να ξέρεις θα σημαίνει οτι πέθανα
Κι άμα μας κάνουνε τουριστικό χιτάκι
Θέλω να βγάλεις και να σκίσεις το μπλουζάκι

Ρε λες να φτάσουν τα τραγούδια μας μια μέρα
να παίζονται Κυριακή βράδυ προς Δευτέρα
να τα ραπάρουνε οι πότες κι οι μπερμπάντηδες
να βρίσκουν μεροκάματο κι οι μουζικάντηδες;
κι εκεί ανάμεσα από τις παραγγελίες
σαν τους ζητάνε τα τραγούδια τα δικά μας
αυτοί φλερτάροντας τις όμορφες κυρίες
να πίνουνε κι ένα ποτήρι στην υγειά μας.
Ρε λες να πιάσουν να μας κάνουν και ταινία
μουσείο να κάνουνε του Γιώργη τ’ αργαστήρι
καλοντυμένη η καλή η κοινωνία
να ρίχνει με τους στίχους μας κάνα σιχτήρι
Άστο σου λέω και σιχάθηκα δε θέλω
ας μείνει η μνήμη σε τραγούδια εκτός πλαισίου
θέλω μονάχα να μου βγάζουν το καπέλο
οι φίλοι μου απ’ τα πρώτα live, του σχολείου

Γι’ αυτό αν ακούσεις πως μας παίζουνε στα Μέγαρα
Μάλλον να ξέρεις θα σημαίνει οτι πέθανα
Κι άμα μας κάνουνε τουριστικό χιτάκι
Θέλω να βγάλεις και να σκίσεις το μπλουζάκι

Social Waste – Kasbah

Τραβούσαμε με βήμα αργό προς την Κασμπά.
Φέσι αλγερίνικο φορούσε ο συνοδός μου.
Το στίχο ποίηση το λαμπρότερό σου δώσμου
για να ιστορήσω κάποια πράγματα θαμπά.

Ο ανήφορος ψηλός πολύ και σκαλωτός,
αρχαία γιομάτος μαγαζιά κι οπλοπωλεία.
Η παραλία κάτου φαινόταν με τα πλοία
κι ένας πολύγλωσσος που ερχόταν συφερτός.

Μαύρες γυναίκες, στολισμένες με λευκά,
Αλγερινές που εθορυβούσαν κι εγελούσαν
και ναυτικοί από ξένες χώρες που φορούσαν
κάσκες παράδοξες και ρούχα τροπικά.

Σπίτια παλιά, δίχως παράθυρα, ψηλά
κι απά σε πέτρινα πεζούλια καθισμένες
πατρόνες γριές, σαν από κόλαση βγαλμένες
παίζανε ζάρια και τραβούσανε λουλά.

Μες σε κοιτώνες χωρισμένους, σκοτεινούς,
απάνου σε φαρδιά και βρωμικα κρεβάτια,
άσπρες και μαύρες, με φρικτά κι άφωτα μάτια
δίχως ορίζοντα και δίχως ουρανούς.

Μέσα στο νούμερο “Ταλαάτ” ένα λευκό
κορμί γυναίκας σ’ ένα ολόμαυρο μεντέρι
στα χέρια της παίζει με τέχνη ένα μαχαίρι
κι ένα χοντρό βιβλίο διαβάζει, παλαιικό.

Με χαιρετά με μιαν ευχήν αραβική
και μου μιλεί από κάθε γλώσσα λίγα λόγια
που της εμάθαν μες τα ξένα καταγώγια
όσοι κοιμήθηκαν μαζί της ναυτικοί.

Όμως κρατά μετά τα χείλη της κλειστά.
Αν μείνεις μου `πε τ’ όνομά μου μη ρωτήσεις.
Μισώ τις μάταιες τις εξομολογήσεις
και των αντρών τα μάταια λόγια τα ζεστά.

Μείναμε δίχως να μιλάμε ως την αυγή
κι όταν επλήρωσα και κίνησα να φύγω,
κουδούνισε τα χρήματα στο χέρι λίγο
και μου τα πέταξε στο πρόσωπο με οργή.

Και μου πε: Αν ζήσατε πολύ στους τροπικούς
κι αν εδιαβάσατε παράξενα βιβλία,
μάθατε μόνο να οδηγάτε αργά τα πλοία,
στους χάρτες σκύβοντας τους Μερκατορικούς.

Αλλά το ασάλευτο ταξίδι των πορνών,
ποιος από σας, τυφλοί, ποτέ το βλέπει;
Ο μεσονύχτιος ήλιος πάντοτε το σκέπει
και τ’ άστρο κάποιων άγνωστών σας ουρανών.

Εβγήκα. Απέξω από την πόρτα της σειρά
προσμέναν Γάλλοι, Εγγλέζοι και Σενεγαλέζοι.
Κι αυτή κλεισμένη το μαχαίρι της να παίζει,
πετώντας το στον τοίχο τούτη τη φορά.

Κι ετράβηξα τρεκλίζοντας με βήμα αργό,
ώσπου έφτασα, με τη βοήθεια του κυρίου
απ’ την αρχαία πολιτεία του Αλγερίου
στο ξεβαμμένο μας τεράστιο φορτηγό.