“Ο Μπαλάφας στον παράδεισο”, διήγημα του Δημοσθένη Βουτυρά

Ύστερα από τόσα βάσανα και κόπους που κατόρθωσε ο Μπαλάφας να κάνει παπούτσια, κάτι γιγάντιες αρβύλες, πέθανε. Ίσως απ’ την πολλή χαρά του που θα φορούσε κι αυτός μια φορά, καινούρια παπούτσια το έπαθε αυτό.

Όταν η ψυχή του άφησε το βρώμικο σαρκίο του και το πιο βρώμικο μικρό δωμάτιό του, που ήταν δίπλα σ’ ένα πλυσταριό, πέταξε ελεύθερη να πάει σε άλλους κόσμους. Αλλά καθώς ανέβαινε ψηλά και περνούσε τα σύννεφα θυμήθηκε τα παπούτσια του.

Η επιθυμία να τα πάρει του ήρθε με τέτοια ορμή, που μία δύναμη που τον έσερνε στα ύψη, όπως το σίδερο ο μαγνήτης, έπαψε να τον σέρνει, σταμάτησε. Και ο Μπαλάφας τότε γύρισε γρήγορος πίσω του αφήνοντας στον αέρα μια γραμμή φωτεινή. Άφησε και μια λάμψη μεγάλη που κατατρόμαξαν οι άνθρωποι. Ο Μπαλάφας που τους είδε έσκασε στα γέλια.

Ήσυχα μπήκε στο δωμάτιό του, όπου βρήκε τη γριά σπιτοκυρά του να έχει το φως κάτω στο πάτωμα και να ψάχνει τα ρούχα, που ήταν ντυμένο το αφημένο κει σαρκίο του, και το στρώμα του, μήπως βρει λεφτά.

Τόσο τώρα σιχάθηκε ο Μπαλάφας, γιατί τη νόμιζε καλή γριά, που με βία άρπαξε το ένα παπούτσι μόνο κι έφυγε.

Στο δρόμο μετανόησε, αλλά πάλι είπε:

– Και πάλι καλά…

Κρατώντας το ένα παπούτσι στο χέρι, έφτασε στα μέρη κείνα, που έπρεπε να φτάσει και τράβηξε για τον παράδεισο.

Βρήκε την πόρτα κλεισμένη, μια πόρτα άσπρη σαν το χιόνι και μεγάλη, τεράστια, σαν τον ουρανό όπως τον βλέπουμε απ’ τη γη.

Στάθηκε απ’ έξω και τη χτύπησε δυνατά. Η πόρτα άνοιξε από ένα γέρο με μακριά γένια.

Ο Μπαλάφας θαμπώθηκε απ’ το φως, απ’ τα χρώματα και απ’ τις μελωδίες που γινόνταν μέσα.

– Τι θέλεις; τον ρώτησε ο γέρος.

– Τι άλλο να θέλω, του απάντησε, να μπω μέσα!

– Μα συ είσαι για αλλού.

– Για αλλού εγώ! Τι μου λες! Για πες το πάλι… Εγώ εδώ θα μπω, δεν ξέρω αλλού!… αλλού να πας εσύ!… Και το ύστερο εγώ καλά ήμουνα κει κάτω, γιατί να με πάρετε…

– Σου λέω δεν είσαι για δω! Φεύγα!

Και ο άγιος έκανε να κλείσει την πόρτα.

– Μη την κλείνεις, μη!… γιατί…

– Τι θα κάνεις; τον ρώτησε ο άγιος αυστηρά.

– Τι θα κάνω… Να!

Και ο Μπαλάφας τού πετά το παπούτσι του στο κεφάλι.

Αστραπή έγινε και βροντή απ’ το χτύπημα, αλλά ο άγιος σωριάστηκε κάτω.

Ο Μπαλάφας τότε γρήγορα τρύπωσε μες στον παράδεισο.

Οι μουσικές όμως, που παίζανε, τα τραγούδια κόπηκαν και μια βαθιά σιωπή έπεσε.

Μες στη σιωπή αυτή σε λίγο, ακούστηκε μια φωνή σα βροντή, να διατάζει να τον συλλάβουν.

Κάτι τεράστιοι άγγελοι τον άρπαξαν, όπως τον έπιαναν άλλοτε στη γη οι χωροφύλακες, και τον οδήγησαν σε μια μεριά ψηλή, που σ’ ένα θρόνο μαύρο σαν κατράμι, καθόταν ένας λευκός γέρος, που κάποτε φαινόταν μεγάλος τόσο, που χανόταν στα ύψη η κεφαλή του, και κάποτε γινόταν μικρός σαν κοντούτσικος άνθρωπος, νάνος.

– Έλα δω, γιατί έκανες αυτό το κακό; τον ρώτησε ο λευκός γέρος.

– Γιατί, γιατί, του απάντησε ο Μπαλάφας, δε με άφηνε να μπω μέσα…

– Θα πει αυτό, που δε σε άφηνε, ότι δε σου έπρεπε να μπεις!

– Και γιατί δε μου έπρεπε να μπω;

– Γιατί είσαι αμαρτωλός, είσαι κλέφτης!

– Ε, και πως είμαι κλέφτης;

– Οι κλέφτες τιμωρούνται! Δεν ξέρεις τις δέκα εντολές;

– Όχι!

– Όχι! Δεν ξέρεις ότι τιμωρούνται όσοι κλέβουνε;

– Και αν δεν μετανοήσουν! είπε κάποια φωνή.

– Κι αυτός μετανόησε μια φορά και πήγε και ξεμολογήθηκε. Αλλά και πάλι έκλεψε!

– Αφού δεν είχα δουλειά και πεινούσα…

– Κι έπειτα, μετά καιρό, είπε μια άλλη φωνή, πήγε να ξεμολογηθεί και πάνω στην εξομολόγηση έκλεψε του παπά το ρολόγι και τη χρυσή καδένα!…

– Δεν είχα πενταράκι, τι θέτε να έκανα; Και το ύστερο δεν τα χάρηκα, με πιάσανε και μου τα πήρανε και με χώσανε και μέσα…

Ο μεγάλος θεός άκουσε τις κατηγορίες, αν και τις ήξερε, και είπε τη στιγμή που γινόταν σαν κοντός άνθρωπος, νάνος:

– Όχι δε θα μπεις μέσα! Θα πας στην κόλαση, για να τιμωρηθείς!

Ο Μπαλάφας ταράχτηκε, θύμωσε σαν την ημέρα που έσκασε μια γροθιά σ’ ένα χωροφύλακα και του χάλασε τη φάτσα:

– Μωρέ, μωρέ, έκανε, και συ, και συ! Και συ σαν εκείνους εκεί κάτω, τους παγαπόντηδες, δικάζεις;…

– Τι λες;

– Τι λέω, τι λέω!… Αχ τι να σου κάνω! Έπρεπε να είχα πάρει και το άλλο μου παπούτσι!…

Διήγημα από τη συλλογή Μέσα στους ανθρωποφάγους, 1927 (πηγή). Καρέ από το κόμικς των Θανάση Πέτρου και Δημήτρη Βανέλλη Παραρλάμα του Δημοσθένη Βουτυρά και άλλες ιστορίες.

Το δικαστήριο για τις ζωοκλοπές

μονή Δισκουρίου01.jpg
Μονή Δισκουρίου, φωτογραφίες από Χανιώτικα Νέα

Ανάμεσα στα παραπάνω μεγάλα χωριά [Ν.Β. Ζωνιανά, Λιβάδια] και στα Ανώγεια στέκεται, σε τόπο καταπράσινο, από τον καιρό των Βενετσιάνων, κατ’ άλλους από την πρωτοχριστιανική εποχή, η μονή Δισκουρίου, μισοκρυμμένη στο χείλος μιας ανάβαθης χαράδρας, πολλές φορές κατεστραμμένη σε επαναστάσεις και ξαναχτισμένη από τους μοναχούς. Υπήρχε η φήμη ότι η μονή είχε πάρει τ’ όνομά της από αρχαίο ναό των Διόσκουρων, που πάνω στα ερείπιά του οικοδομήθηκε αργότερα χριστιανικός ναός. Τούτο το μοναστήρι όμως ήταν πασίγνωστο στην Κρήτη σαν δικαστήριο για τις ζωοκλοπές, επειδή εκεί, μπροστά σ’ ένα εκατόχρονο εικόνισμα του καβαλάρη Αϊ-Γιώργη, του πολεμιστή αγίου, γινότανε το προφορικό ξεκαθάρισμα για τις ζωοκλοπές ολόκληρου του Ψηλορείτη, όσα χρόνια μπορούσανε να θυμηθούν οι παλαιοί. Ο ύποπτος για τη ζωοκλοπή βοσκός έπρεπε να πάρει όρκο για την αθωότητά του στο εικόνισμα του Αϊ-Γιώργη, μπροστά στο οποίο τον έφερνε για να κριθεί ο κάτοχος των κλεμμένων ζώων. Εάν, την ώρα που έπαιρνε τον όρκο, τολμούσε ν’ απλώσει το χέρι του και ν’ αγγίξει τον καβαλάρη άγιο, έστω στα ολόχρυσα σανδάλια ή στην άκρη της χρυσής βαριάς του σπάθας, τότε έβγαινε αθώος. Εάν όμως δεν τολμούσε ν’ αγγίξει, ή τον πρόδινε το χέρι του, τότε έπρεπε να παραδεχτεί την ενοχή του. Τέτοιες εικόνες-δικαστές υπήρχανε κι αλλού στη νήσο, αναγνώστη, επειδή τις προτιμούσαν οι ποιμένες από τα δικαστήρια των πόλεων. Το πιο σημαντικό είναι ότι στο μοναστήρι Δισκουρίου, και μόνον εκεί, ο όρκος από τον ύποπτο για ζωοκλοπή βοσκό: «Μα τον Ζα, φάσκω σου και κάτεχέ το, ότι δε σου φταίω…» ήταν μια κατευθείαν επίκληση στο όνομα του Δία, ή Ζα στην αρχαία αιτιατική της δωρικής διαλέκτου.

~ Ρέα Γαλανάκη, Αμίλητα, βαθιά νερά: Η απαγωγή της Τασούλας (εκδ. Καστανιώτης, 2006)

μονή Δισκουρίου03

“Νη Ζα, φάσκω σου και κάτεχέ το πως δε σου φταίω στο πράμα σου, έργο μου γή βουλή μου (Μ. Παπαδάκης, “Η Μονή Δισκουρίου”, στο Προμηθεύς ο Πυρφόρος, τ. 23/1981, σελ. 163). […]

“Μα το Ζα, δε σε πείραξα και άμε να γυρεύγεις αλλού το πράμα σου”. Αυτό επιβεβαίωσε και ο τελευταίος μοναχός του Δισκουρίου Καλλίνικος Βάμβουκας […]

“Νη Ζα, φάσκω σου και κάτεχέ το πως δεν κατέω πράμα για την αραζό τση κλεψάς των οζώ σου” (Γ. Σταυρακάκη, “Τοπωνυμικά”, στο περ. Κρητική Εστία, τ. 161 / 1966, σελ. 232).

“Νη Ζα, φάσκω σου το και κάτεχέ το. Δε σου τάφαγα εγώ τα πρόβατά σου” (Γιάννη Μουρέλλου, “Κρητική Ψυχή”, σελ. 16, εκδ. Παγκρητίου Ενώσεως, Αθήνα 1963

~ Νίκος Ψιλάκης, “Άγιος Γεώργιος και Δίας μαζί

Τα βενετσιάνικα λαγούμια των τειχών

Sfagi_Irakleiou-4.jpg

1898

[…] Χώθηκαν σε μια πόρτα, ο δάσκαλος άναψε με το τσακμάκι ένα σπαρματσέτο, άρχισαν να κατεβαίνουνε σκαλιά, σε λίγο βρέθηκαν να βαδίζουν μέσα σε υπόγειες στοές. Ο Μίνως Καλοκαιρινός κατάλαβε ότι είχαν μπει στα βενετσιάνικα λαγούμια των τειχών, στον υπόγειο λαβύρινθο του Ηρακλείου. Ελάχιστοι χριστιανοί, οι πρωτοκαπετάνιοι μόνον, γνώριζαν παλιά ένα κομμάτι από τούτα τα λαγούμια που έμπαζαν κι έβγαζαν απ’ την πόλη, μα τελευταία το μυστικό διέρρευσε στους χριστιανούς κοντραμπατζήδες. Κι αυτοί, για να μην μπαινοβγαίνουν μέσα τα παιδιά των χριστιανών και χαθούν, διέδωσαν ότι μέσα στα σκοτάδια τριγυρνούσαν φαντάσματα ιπποτών, γυναίκες παραλογισμένες απ’ τον έρωτα, ένας αράπης με χαντζάρα, ζωντανό το ένα από τα τέσσερα λιοντάρια του σιντριβανιού, μέχρι και ο ήρωας Δασκαλογιάννης κατά το φοβερό μαρτύριό του.

~ Ρέα Γαλανάκη, Ο Αιώνας των Λαβυρίνθων (Καστανιώτης, 2002)

Σε μια μεταγωγή

Μου τα ‘λεγε ο Βαγγέλας σε μια μεταγωγή, καταχείμωνο, από την Κέρκυρα στην Αθήνα. [….]

«Πάμε τουλάχιστον σε ανθρώπινες φυλακές…»

«Δεν υπάρχουν ανθρώπινες φυλακές, Μιχάλη, και το ξέρεις. Η φυλακή παντού είναι φυλακή, το καρακόλι καρακόλι, ο μπάτσος μπάτσος, ο υπουργός κουφάλα κι ο άνθρωπος άνθρωπος – μπήκες;»

«Ε, όσο να ‘ναι, ρε Βαγγέλα, δεν είναι κι αυτός ο τάφος. Άσε που πάμε και Αθήνα.»

«Και η ασφάλεια στην Αθήνα είναι. Εκεί μας σακατεύουν, και μας και σας.»

«Εντάξει, δε λέω γι’ αυτό. Από άποψη υγείας, λέω, θα ‘μαστε καλύτερα. Εδώ τρύπησαν τα κόκαλά μας από τις αρθρίτιδες.»

«Αυτό μπορεί να το πάθαινες και άμα έμενες σ’ ένα υπόγειο στη Βάθης. Αφού το ξέρεις, ρε Μιχάλη, μια ζωή τραβιέσαι. Φυλακή ίσον ψυχική νόσος… Αυτή η πουτάνα μάς τρώει τα σωθικά και το κορμί και το μυαλό. Να ‘ξερα ποια κουφάλα την ανακάλυψε… Σκότωσέ μας, ρε κύριε, άμα δε σου γουστάρουμε… Πούουου οι καργιόληδες, δεν τους συμφέρει! Θα τους φεύγανε όλοι οι οπαδοί. Ποιος στραβός δε θέλει το φως του…»

Με κινήσεις μαέστρου σε στιγμή γλυκιάς καμπύλης της συμφωνίας του Μότσαρτ, έστριψε το δεύτερο τσιγαριλίκι.

«Τι να κάνω; Μη μου το βρούνε στην έρευνα. Βλέπεις, υπάρχουν και τα άσκημα: μόλις ‘κονομήθηκα, μεταγωγή…»

Η κάφτρα, ένας μικρός ήλιος, ταξίδευε στα στόματα των τριών ποινικών. Ο Βαγγέλας κατάπιε τον καπνό, και καθώς τον έβγαζε:

«Και Κορυδαλλός, Μιχάλη, ίσον: στέκεις στο παράθυρο τη νύχτα, κοιτάς το φεγγαράκι, τα φώτα της πόλης, τσιτώνεις τ’ αυτιά σου και πιάνεις τους καημούς απ’ τα κουτούκια και τους στεναγμούς απ’ τα κρεβάτια· και η νόσος, σαράκι. Πονάει η καρδιά και μαραζώνει… Κοτζάμ πλανήτης, ρε, τόσα πλάσματα ζούνε λεύτερα… Δεν μπορούνε να βρούνε ένα χώρο και για μας, που γουστάρουμε τη ζωή; Όπου να ‘ναι, ρε. Και στο Ταμτούμ με τα πόδια θα πάμε να σενιάρουμε τον κόσμο μας…»

~ Χρόνης Μίσσιος, Τα κεραμίδια στάζουν (Γράμματα, 1991)

Μιχαήλ Μητσάκης: «Το θέρος»

Pireas-Pasalimani-1880-all.jpg
Πειραιάς, Πασαλιμάνι, περίπου στα τέλη του 19ου αιώνα [+]

[…] Το επ’ εμοί, διά να εύρω τοιαύτην σκηνήν αληθούς λαϊκής διασκεδάσεως και ευθυμίας, ηναγκάσθην εχάτως να κατέλθω μέχρι του Πειραιώς.

Σας συνιστώ να μεταβήτε και σεις, διότι αξίζει τον κόπον.

Εντός καφφενείου τινός, ενός των κοινών παρά την προκυμαίαν καφφενείων, ανακυκάται πλήθος πολύ, σωρός κεφαλών και σωμάτων παρακαθημένων. Ναύται, εργάται, εμποροϋπάλληλοι, αμαξηλάται, αληθής λαός. Υπό την χαμηλήν του καφφενείου οροφήν, εφ’ ης εζωγραφισμένοι εμβλέπουσι προς τα κάτω διά των τερατωδών ομμάτων των παράδοξοι γρύπες και περιπλέκονται εις μυρία αλλόκοτα σχήματα πολύχρωμοι απεικονίσεις ανθέων, η ατμόσφαιρα είνε πνιγηροτάτη. Βαρεία ομίχλη καπνού σκοτίζει την όρασιν και ως υπό πυκνόν πέπλον μόλις διακρίνονται από της εισόδου χειρονομούσαι εν φανταστικοίς κινήμασιν αόριστοι όψεις. Συμμιγής θόρυβος φωνών, κραυγών, βλασφημιών, φιλονεικιών πληροί την αίθουσαν. Τα καθίσματα και τα τραπέζια παράκεινται πλησιέστατα αλλήλοις, συνεσφιγμένα, συμπεπιεσμένα, παρεμποδίζοντα την διάβασιν. Οι υπηρέται μόλις κατορθούσι να διέρχωνται διά μέσου αυτών, βάλλοντες οξείας κραυγάς προς παραγγελίαν των διατασσομένων υπό των πελατών. Προς το βάθος κείται ο υψηλός μπάγκος του διευθυντού, εφ’ ου αποτίθενται κύπελα, κύαθοι, φιάλαι, ρίπτονται δ’ εν κρότω τα χαλκά κέρματα, άτινα συνάζουν οι υπηρέται. Προς την άλλην δε γωνίαν, αριστερά, εγείρεται ειδός τι εξέδρας, εφ’ ης κάθηνται τρεις μουσικοί, παρ’ αυτούς δε τρεις γυναίκες. Ο πρώτος των μουσικών, ο πρεσβύτερος, εγείρει βραδέως το βιολίον του και άρχεται παίζων επ’ αυτού χρόνον τινά. Μία δε, η νεωτέρα των γυναικών, δεκατετραετής παιδίσκη, εβραία, με ζωηρούς μέλανας οφθαλμούς, μορφήν προπετή και ευάρεστον, κόμην πλουσίαν, κομψώς αναδεδημένην, φέρουσα κίτρινην εσθήτα, εσφιγμένην επιμελώς περί την οσφύν, και περικνημίδας κατακοκκίνους, ων, φιλαρέσκως επιδεικνυμένων, μόλις εξαρκεί να καλύψη την εμπροσθίαν άκραν μακρότατον και οξύν πέδιλον, εγείρεται και ορχείται συμφώνως προς τον ανακρουόμενον ρυθμόν. Αμέσως δε πας θόρυβος παύει. Η παιδίσκη στρέφεται περί εαυτήν, επί του εφ’ ου ίσταται στενού χώρου, υπερέχουσα πάντων των λοιπών, αναπηδά ελαφρώς, κινεί εν τω αέρι τους βραχίονας αφ’ ων εξηρτημένα συνοδεύουσιν εμμελώς της ορχήσεως τους ελιγμούς κρόταλα ηχούντα, προβάλλει το στήθος και περιπλέκει τας κνήμας. Και το πλήθος θεάται ηδυνόμενον και υποτονθορίζει του ρυθμού τον ήχον, και παρακολουθεί παρασυρόμενον βαθμηδόν τον χρόνον του χορού, πλήττον δια των ποδών το έδαφος…

Αλλ’ ο χορός ετελείωσε. Και η παρακαθήμενη τη παιδίσκη γυνή ψάλλει ταχέως σύντομόν τινα και εύθυμον δημοτικήν ωδήν.

Και μετά μικρόν η τρίτη, ώριμος νεάνις, όχι άσχημος, αλλά φέρουσα επί της φυσιογνωμίας αποτετυπωμένα προφανή τα ίχνη της αλήτιδος και ατάκτου ζωής της, άρχεται άδουσα δια βαθείας φωνής ανατολικόν τι άσμα.

Μονότονοι, βραδείς, εκπνέοντες, ανέρχονται οι τόνοι προς την οροφήν, ομοιόμορφοι και ομοιόχρωμοι, εκτός ελαφρών παραλλαγών και διακυμάνσεων. Το όλον άσμα μετέχει βόμβου, γόου, παραπόνου και νανουρίσματος. Ο περίεργος ρυθμός ομοιάζει νήμα εν συνεχεία επί πολύ ανελισσόμενον. Αδιάκριτοι, μόλις ακουόμεναι εν τη μακρά τρομώδει παρατάσει του μέλους, κυλίονται αι αποτελούσαι αυτό ολίγαι λέξεις, μόνη δε, κρατούσα των λοιπών, αντηχεί ευδιάκριτος και καθαρά μία, εν όνομα, ανά πάσαν στιγμήν προφερόμενον και αδιαλείπτως επαναλαμβανόμενον. Τα όργανα μόλις κινούνται, συνοδεύοντα την αοιδόν. Και το παράδοξον άσμα προβαίνει, πάντοτε νυσταλέον, πάντοτε αβίαστον, επί του αυτού πάντοτε ήχου και επί των αυτών ή μάλλον της αυτής λέξεως, ως επίμονος επίκλησις, ως απηλπισμένη κραυγή, ως μυχίου πόνου και πόθου έκφρασις, άλλοτε μαλθακώς ολισθαίνον, άλλοτε αιρόμενον εις θλιβεράν οιμωγήν και άλλοτε καταπίπτον και τελευτών εις βαθύν στόνον. Και υπό την βαυκαλητικήν και υπνωτικήν, ως χασίς ή οπίου, επήρειάν του το πλήθος σιγά και φαίνεται ως να βυθίζεται εις είδος νάρκης και ακροάται εν μακαρία ακινησία και ρέμβη. Και εφ’ όσον εκείνο παρατείνεται εν τη διαρκεί αυτού χαυνότητι και μελαχγολία, ως να διερμηνεύη επιθυμίαν αόριστον, αλλά τοσούτω μάλλον φλογεράν, πάθος επώδυνον προς τι άγνωστον και ασύλληπτον, ή ως να θρηνή τι απολωλός ανεπιστρεπτεί, στέρησιν σκληράν και ανεπανόρθωτον, επί τοσούτο και τούτο ενωτίζεται ήρεμα ως να υποκύπτη εις μαγνητιστού θέλησιν. Αλλ’ όταν και ο ύστατος τόνος του βαθμηδόν, μικρόν κατά μακρόν, εκλείπη, τότε εγείρονται όλοι διαμιάς και μανιώδεις κραυγαί αιτούσι την επανάληψίν του. Και η αλλόκοτος σκηνή, ήτις φαίνεται ως εξαχθείσα εκ φανταστικού τινος διηγήματος του Γκωτιέ ή του Όφφμαν, εξακολουθεί, εξακολουθεί επί πολύ, επί ώρας μακράς, καιρόν ήδη μετά το μεσονύκτιον και πέραν έτι…

[από τα Πεζογραφήματα (εκδ. Νεφέλη, 1988), πρώτη δημοσίευση στην Εστία, 1887]

Ντίνος Χριστιανόπουλος, «Γεντί-Κουλέ»

Πολλά τραγούδια ήξερα για το Γεντί-Κουλέ
και σα φαρμάκι έσταζε η πίκρα τους βαθιά μου,
μα πού να φανταζόμουνα πως κάποτε κι εσέ,
κλεισμένο μέσα στο Γεντί, θα σ’ έκλαιγε η καρδιά μου.

Τα τόσα σου τα όνειρα κι η λαγνα σου ψυχή
δε βρήκανε χειρότερο κιβούρι να θαφτούνε.
Θάφτηκε κι η αγάπη μας μαζί σου στο Γεντί.
Τι άλλες, Θε μου, συμφορές ακόμα θα μας βρούνε;

Στο κάθε επισκεπτήριο μού καίγεται η ψυχή
τις αλυσίδες βλέποντας να σέρνεις τσακισμένος
και κάθομαι και σκέφτομαι: μια κι έφταιξες εσύ,
γιατί να είμαι τότε εγώ ο πιο δυστυχισμένος;

Μες στο Γεντί σε θάψανε
και μένα με ρημάξανε.

~ Ντίνος Χριστιανόπουλος, Το αιώνιο παράπονο, τραγούδια. Εκδόσεις Διαγωνίου, Θεσσαλονίκη 1986

 

Η τσούρμα

ΣΚωνσταντίνος Ράδος - Ο πειρατής της Γραμβούσης.jpgτη Σπηλιά μαζωμένοι, η τσούρμα του Μπαρρούς, οι μισοί τα κόβανε κι οι μισοί παίζανε τρίλλια. Ήτανε κάτι τι να τους δεις.

Κοντή τη βράκα τραβηγμένη πίσω ψηλά, περασμένη στο ζουνάρι, οι περισσότεροι ξεσκούφωτοι, τα μαλλιά σαν το στουπί, το σκουλαρίκι στ’ αυτί, τα μούτρα τους τομάρι απ’ τα μισά του ταμπάκη, ο ένας ήτανε κουλοχέρης κι οι άλλοι γκαϊβοί, κουτσομύτηδες και βλογιοκομμένοι. Απ’ όλες τις φυλές του Ισραήλ, πού στο διάβολο τους είχε μαζέψει ο καπτάν-Γιωργίτσης, Μαλτέζους, Ντουλτσινιώτες, Σκλαβούνους, ξεβράσματα απ’ τα νησιά μας, Κακαβούλια διωγμένα απ’ τη Μάνη απ’ τον καιρό του Τζανέτ-μπέη Γρηγοράκη, κι έναν Αράπη ακόμη; Το βρισίδι πήγαινε κι ερχότανε.

— Άσ’ τον, μωρέ Γρηγόρη, κάτω τον άσσο! Άσ’ τον λοιπόν! το σταυρό σου!

— Μωρέ γιατί, Καπιλλάρη, τι λες τώρα στη μπίστη σου!

— Τι να σου πω μωρέ, που να σου πει ο παπάς στ’ αυτί κι ο διάκος στο κεφάλι!

~ Κωνσταντίνος Ράδος, Ο πειρατής της Γραμβούσης (Νεφέλη, 1988). Πρώτη έκδοση το 1930, στο Ο πειρατής της Γραμβούσης και άλλα διηγήματα. Άλλαξα λίγο την ορθογραφία.

 

Πειρατές της Γραμβούσας

Πέρα, μέσα στην καταχνιά, μαύρο θεόρατο, άρχιζε να ξεχωρίζει, με τις μεγάλες τάμπιες του και τα ψηλά μπεντένια, το κάστρο της Γραμβούσας. Στ’ απάνω καστέλλι δεν ανέμιζε πια η μπαντιέρα τού Καλλέργη, οι καλοί είχαν φύγει και το φοβερό και περήφανο κάστρο είχε απομείνει στα χέρια των μπαντίδων που ξαφρίζανε την Άσπρη θάλασσα. Τα τρομπόνια λάμπανε πίσω στις τουφεκίστρες και τα κανόνια χάσκανε στα μασγάλια, γιομάτα ως το λαιμό από πάνω απ’ τις φόσσες και κόντρα φόσσες. Οι δραγονιέρες είχαν μπόλικο νερό. Οι στέρνες κρύβανε τις πρέζες, και τους σκλάβους στα μπουντρούμια. Απάνω απ’ τα σαράντα μίστικα, σακολέβες και περγαντίνια είχαν δέσει στα μουράγια, έτοιμα να σηκωθούν στο πρώτο σινιάλο.

Ο καιρός ήτανε στο μαΐστρο. Μπροστά οι δικοί μας, πίσω οι Εγγλέζοι, όλη η λίνεα κρατούσε ένα μίλι. Κεσέμι πήγαινε μπρος ο καπτάν-Αχιλλέας Νταλαμάγκας μ’ ένα καινούργιο κορβετάκι, πούχανε φιάξει στον Πόρο. Ο Χαμιλτώνας τούβαλε σινιάλο να ξεκόψει απ’ τη λίνεα να πάει να μιλήσει με το κάστρο. Πήρε λοιπόν κάμποσες βόλτες, ήρθε κοντά, στάθηκε αλά κάπα, έριξε μια κανονιά και σήκωσε σινιάλο παρλάρε. Αμέσως βγήκε όξω μια σακολέβα.

Ο Αχιλλέας έδωσε τα χαρτιά του αρχηγού και τους είπε και με το στόμα:

— Να κάνετε ράι!

— Κάνομε ράι με το άφεωνται αι αμαρτίαι!

— Να κάνετε ράι παστρικό, τέι περ τέι, αλλιώτικα θα σας κάψωμε.

— Δεν κάνομε κι ελάτε!

Το κορβετάκι πήγαινε όλο ξαπάφτοντας και ζύγωνε το κάστρο. Έβλεπαν τις βάρδιες και τις σιδερένιες πόρτες με τα μεγάλα τα καρφιά και το λεοντάρι του Αϊ-Μάρκου από πάνω.

~ Κωνσταντίνος Ράδος, Ο πειρατής της Γραμβούσης (Νεφέλη, 1988). Πρώτη έκδοση το 1930, στο Ο πειρατής της Γραμβούσης και άλλα διηγήματα. Άλλαξα λίγο την ορθογραφία.

Το κάστρο σήμερα [+]

Γιάννης Σκαρίμπας, «Έτι δέομαί σου»

Κύριε, είμ’ ένας άθεος! Και είμαι αδερφός
του χαρτοπαίχτη, του μπεκρή. Και σάρκα έχω και αίμα.
Κι όπως εχώρισες εσύ τα σκότη από το φως
έτσι χωρίζω κι αγαπώ —απ’ το σωστό— το ψέμα.

Το κρίμα θέλω! Είν’ όμορφη η αμαρτία. Πολύ
εσύ με θέλησες αγνόν — δεν είμαι, οι άλλοι, οι άλλοι,
οι εκπεσμένοι, αμαρτωλοί· οι μούργοι —κι είν’ πολλοί—
τι τάχα λεν; κι είναι αδερφοί· τι ξέρουν; κι είν’ μεγάλοι.

Και είμαι, Κύριε, άθεος. Και το κακό αγαπώ.
Κι εμέ μ’ αρέσει η ζαβολιά, η γυναίκα τού κοντά μου,
τόσο, που ακόμα το φονιά —ανάγκη να το πω;—
τον έχεις κάμει όμοιον μου κι οστό απ’ τα οστά μου.

Κι είμ’ άθεος! Καρδίας συ που ετάζεις και νεφρούς,
πρόσεχε: αγαπώ πολύ τα «πλήθη αμαρτιών μου».
Συ που νεφέλας ανιστάς και ξαναζείς νεκρούς,
—στ’ άνθισμα είμαι των παθών— τα αίσχη πλήθυνόν μου!…

[Άπαντες Στίχοι 1936-1970 (Νεφέλη, 2016). Πρώτη έκδοση: Ουλαλούμ (1936). Δες και: ανέκδοτη μελοποίηση από το Θάνο Ανεστόπουλο / poiein.gr]

Ο Δράκος του Κούνδουρου

“Βρισκόμαστε στην δεκαετία του 50. Η Ελλάδα προσπαθεί να μαζέψει τα κομμάτια της μετά τον εμφύλιο σπαραγμό και κάποιοι σκηνοθέτες αποφασίζουν να σκεφτούν και να πράξουν κινηματογραφικά. Ο Ελληνικός κινηματογράφος ζει την περίοδο του ερασιτεχνισμού, αυτοαναφέρεται στον ιστορικό χώρο που τον δημιουργεί και ταυτόχρονα επηρεάζεται από δυτικοευρωπαίους και αμερικάνους κινηματογραφιστές. Κάτω από την προληπτική και κατασταλτική λογοκρισία, η φιλμογραφική πραγματικότητα αναπαριστά υπαινισσόμενες εικόνες της λαϊκής μνήμης. Ξεπερνώντας την κοινοτυπία, το βουκολικό δράμα, το κωμειδύλλιο, την φαρσοκωμωδία και το μελόδραμα, ο πολιτικός-εικαστικός κινηματογραφιστής, Νίκος Κούνδουρος, έρχεται να ταράξει τα νερά στη φιλμογραφία προτείνοντας μία νέα κινηματογραφική αφήγηση, μια ταινία ελληνική, επηρεασμένη από τον ιταλικό νεορεαλισμό, το αμερικανικό φιλμ νουάρ και τον γερμανικό εξπρεσιονισμό.

Η κινηματογραφική αποτύπωση της μιζέριας και της κοινωνικής σαπίλας θα ενοχλήσει κοινό και κριτικούς που προτιμούν να προβάλλουν μια Ελλάδα ξέγνοιαστη, του λίγο κρασί, λίγο θάλασσα και το αγόρι μου και όχι του λούμπεν προλεταριάτου.”

[συνέχεια: Ιωάννης Παπακώστας, Ο Δράκος του Κούνδουρου. Μια σημαίνουσα παρέκκλιση στον ελληνικό κινηματογράφο (Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, 2015)]

Δες και:

90a0d1e6f938e8e7989930129f78e0be_XL.jpg