Ναβάχα

19th century, spain
Ισπανική ναβάχα, 19ος αιώνας

Στα ισπανικά, navaja είναι η φαλτσέτα (δηλαδή το σπαστό ξυράφι του μπαρμπέρη, όχι το γυριστό κοπίδι του τσαγκάρη), ή γενικότερα ο σουγιάς. Ή ειδικότερα, ένας τύπος παραδοσιακού ισπανικού σουγιά με συνήθως καμπύλη λαβή, και μ’ αυτή την έννοια η λέξη χρησιμοποιείται και διεθνώς.

same
Σεβίλλη, 19ος αιώνας

19

Παρόμοιου σχήματος σουγιαδάκια είχαν και οι Ρωμαίοι, αλλά δεν παίρνουμε όρκο αν από κει το πήραν οι Ισπανοί, ή αν οι Ρωμαίοι το πήραν απ’ τους Κελτίβηρες, ή κάτι άλλο. Τέτοια — στο περίπου — κυκλοφορούσαν γενικώς στη Μεσόγειο, και στα Βαλκάνια και σ’ εμάς.

1st century, roman
Ρωμαϊκός σουγιάς, 1ος αιώνας

 

19th century, balkans
Βαλκάνια (?), 19ος αιώνας

 

cebcceb1cf87
Καστοριά

Η σύγχρονη ισπανική ναβάχα (18ος αιώνας και δώθε) παίζει σε διάφορα σχέδια, όλα όμως αρκετά χαρακτηριστικά ώστε να ξεχωρίζουν από ένα γενικό κι αόριστο “με καμπύλη λαβή”.

tumblr_owa73nirzt1v4fvg9o1_1280
Αλμπαθέτε, 20ός αιώνας

Παίζει επίσης σε διάφορα μεγέθη. Δεν ήταν όλες τσέπης, κάμποσες ήταν τόσο μεγάλες που τις περνάγανε στη ζώνη, σαν πολεμικό μαχαίρι. Και μερικές ήταν τεράστιες, μισό μέτρο διπλωμένες, να τις κρεμάς στον τοίχο του σπιτιού για διακόσμηση ή στον τοίχο του μαγαζιού για να μοστράρει ο μαχαιροποιός την τέχνη του. (Από κει έγινε κι ένα μπέρδεμα, συλλέκτες βρίσκανε αυτά τα τεράστια πράγματα κάνα-δυο αιώνες μετά και νόμιζαν ότι ήταν για κανονική χρήση, κι ότι η ναβάχα είναι βασικά ολόκληρο σπαθί που διπλώνει. Παιδιά, όχι.)

exhibition navaja.jpg
Ναβάχα για μόστρα (77 εκατοστά μήκος), Σεβίλλη, 1888

Το πιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ναβάχας (παρ’ όλο που δεν το έχουν όλες) είναι ο μηχανισμός ασφαλείας, η carraca. Είναι ένας μικρός οδοντωτός τροχός στην άρθρωση που κάνει κρα-κρα-κρα όταν την ανοίγεις (εξού και καράκα) και κλειδώνει τη λάμα στη θέση της. Έτσι δεν υπάρχει φόβος εκεί που καρφώνεις το σουγιά να διπλώσει κατά λάθος η λάμα και να σου πάρει τα δάχτυλα.

carraca.jpg
Η καράκα (Σεβίλλη, 1888)

 

catalonia, 18th.jpg
Ναβάχα με καράκα, Καταλoνία ή Βαλεαρίδες, 18ος αιώνας

Διαδόθηκε και παραπέρα, στη Γαλλία και στην Ιταλία, ιδιαίτερα Κορσική και Σαρδηνία.

italy.jpg
Ιταλία

 

19th century, Thiers, France, cutler signature Beauvoir. Blade length 17 cm, total length 36 cm.jpg
Γαλλία, 19ος αιώνας

Ο μύθος

Κάποιοι ρομαντικοί τύποι (Θεόφιλος Γκωτιέ, Προσπέρ Μεριμέ, και κάτι αγγλοαμερικάνοι) περιηγήθηκαν στην εξωτική Ισπανία, περιέγραψαν τη ναβάχα ως το παραδοσιακό όπλο του υποκόσμου και την άφησαν αμετάφραστη, λες κι είναι ειδικός όρος. Ο Μεριμέ στην Κάρμεν έβαλε μια σκηνή καβγά και μαχαιρώματος. Άλλοι ρομαντικοί εικονογράφησαν τέτοιους καβγάδες νταήδων, με πολύ κουλέρ λοκάλ.

local.jpg
Antonio María Esquivel y Suárez de Urbina, Riña de bandoleros (1830)

Ένας Ισπανός πάλι δημοσίευσε ένα εγχειρίδιο… ας πούμε αυτοάμυνας, εξηγώντας επιστημονικά πώς σφάζουν με τη ναβάχα οι εξωτικοί (διάβαζε: λούμπεν) μαχαιροβγάλτες της χώρας του, και πώς να τους σφάξετε εσείς πρώτοι αν σας την πέσουν. Τώρα το πόσο “αυθεντικές” ήταν αυτές οι τεχνικές, συζητήσιμο. Τα πραγματικά μαχαιρώματα δεν είναι μονομαχίες με κανόνες και πόντους ούτε ξιφομαχίες με περίπλοκα βήματα, είναι όρμα και κάρφωτο κι όποιον πάρει ο Χάρος.

baratero.jpg
Manual del Baratero, εικονογράφηση πρώτης έκδοσης (1849)

 

tumblr_owa69ta1dt1v4fvg9o1_1280
Manual del Baratero, μεταγενέστερη εικονογράφηση του Ντορέ, που μάλλον δεν είχε δει ποτέ στη ζωή του ναβάχα ή Ισπανό νταή

Πάντως στα ισπανικά η λέξη δεν είναι αργκό, και η ναβάχα δεν ήταν αποκλειστικά για μαχαιροβγάλτες — αντίθετα, ήταν ο πιο κοινός τύπος σουγιά, κυκλοφορούσε παντού και όλοι είχαν μια τέτοια να βρίσκεται, κυρίως για εργαλείο. Πού και πού ξεκοιλιάζαν και κανέναν με δαύτη, ειδικά σε περιόδους που απαγορευόταν η οπλοφορία στους κοινούς θνητούς, οπότε αν έπρεπε ντε και καλά να ξεκοιλιάσεις κάποιον, δεν είχες και πολλές επιλογές τέλος πάντων. Ένα φεγγάρι απαγορευόταν ΚΑΙ η ναβάχα.

Και φυσικά, όπως με όλα τα ωραία λεπίδια (μα δεν είναι πανέμορφο, το κερατούκλικο;), την έσερναν για μόστρα και καμάρι. Και για αντριλίκι βέβαια — τουλάχιστον οι άντρες, γιατί μια χαρά τη σέρναν και γυναίκες… Το 19ο αιώνα τη σκάλιζαν και με μεγάλα λόγια τύπου “αν είστε πέντε φύγετε κι αν είστε δέκα ελάτε”, ξερωγώ Valor! ή Viva España ή No me abras sin razon ni me cierres sin onor, παναπεί “μη μ’ ανοίξεις χωρίς λόγο και μη με κλείσεις χωρίς τιμή”, αχ αυτή η τιμή. leyendas.jpgΕίπε πρόσφατα ο φίλτατος Σαραντάκος (που είχε ασχοληθεί παλιότερα με τη ναβάχα γλωσσολογικώς) ότι το “έγκλημα τιμής” είναι ευφημισμός. Διαφωνώ, ο όρος είναι ανθρωπολογικά ορθός. Η ίδια η τιμή είναι παρεξηγημένη, νόμιζει ο κόσμος ότι είναι καλό πράγμα ενώ στην πραγματικότητα είναι σκατά κι απόσκατα. (Και δεν έχει καμία σχέση με την εντιμότητα: η εντιμότητα έχει να κάνει με το πώς φέρεσαι εσύ ασχέτως τι κάνουν ή τι λένε οι άλλοι, ενώ η τιμή είναι ακριβώς τι (νομίζεις ότι) λένε οι άλλοι, φταις δε φταις.)  Αλλά αυτό είναι μια άλλη και μεγάλη κουβέντα. Εδώ στα Κλεφτρόνια πάντως, δεν ψαρώνουμε: είμαστε με τους άτιμους και τις άτιμες και γουστάρουμε.

Ετυμολογικό υστερόγραφο

Δεν της φαίνεται καθόλου, αλλά η ναβάχα είναι μακρινό ξαδερφάκι του ξυραφιού. Το ισπανικό navaja προέρχεται απ’ το λατινικό novacula (“ξυράφι, κοφτερό μαχαίρι”), το οποίο όμως δεν είναι αυτό που φαίνεται (ευτυχώς, γιατί τότε θα σήμαινε “καινούργιος κώλος”…), βγαίνει από ένα αμάρτυρο πρωτοϊταλικό *(ks)nowatlo-, και το βλέπετε αυτό το ξεκάρφωτο το ξ εκεί μέσα που στην πορεία εξέπεσε; Είναι απ’το πρωτοϊνδοευρωπαϊκό *ksnew- ή *ksunyo- (“ξύνω, ακονίζω”), η ρίζα είναι *kes-. Και από κεί προέρχονται και τα αρχαιοελληνικά ξύω και ξυρόν, απ’ όπου το ξύνω και το ξυράφι.

spain, 19th.jpg
Ισπανία, 19ος αιώνας

Πηγές, λινκάκια, και πολλές όμορφες ναβάχες…

Continue reading “Ναβάχα”

Η κατασκευή του κρητικού μαχαιριού

Συντομευμένο απόσπασμα από το βιβλίο: «Παραδοσιακά επαγγέλματα που χάνονται» του Αντώνη Β. Δαφέρμου. Πηγή: Επι+Επι, τριμηνιαία περιοδική έκδοση του Επιμελητηρίου Ρεθύμνης, 45ο τεύχος, Μάιος – Ιούνιος – Ιούλιος 2014 [PDF]

1.jpg
«Το μαχαίρι του πατέρα μου (1910)»

Τα μαχαιράδικα ήταν οι δρόμοι στο Ηράκλειο, τα Χανιά και το Ρέθυμνο, στους οποίους λειτουργούσαν εργαστήρια κατασκευής μαχαιριών. Τα έλεγαν ακόμη και μπιτσαχτσίδικα από το μπιτσάκ, ένα είδος μαχαιριού συνηθισμένο στην ισλαμική Ανατολή. [Για το κρητικό μαχαίρι] πήρα αρκετές πληροφορίες και φωτογραφικό υλικό από το άρθρο του Ευτ. Τζιρτζιλάκη. το οποίο δημοσιεύθηκε στο εκλεκτό περιοδικό Κρητικό Πανόραμα 1 (2003), 124. Όπως κάθε πράγμα έχει την ιστορία του, έτσι και το κρητικό μαχαίρι ή πασσαλής έχει τη δική του ιστορία. Γράφει ο Ευτ. Τζιρτζιλάκης:

Από τα στοιχεία που έχουμε σήμερα στη διάθεση μας προκύπτει ότι, ο πρόγονος του κρητικού μαχαιριού ήρθε μαζί με τους Τούρκους, όταν κατέκτησαν το νησί, το 1669. Ο Δ. Παρασύρης, από τα Ζωνιανά Μυλοποτάμου, έχει υπόψη του μια παράδοση, σύμφωνα με την οποία το πρώτο κρητικό μαχαίρι φτιάχτηκε στην Κρήτη 30 χρόνια μετά την κατάκτηση του νησιού από τους Τούρκους.

Υπάρχουν μεγάλες ομοιότητες στη διακόσμηση και τον τρόπο κατασκευής των κρητικών μαχαιριών και των κοντών σπαθιών και γιαταγανιών που διέδωσαν οι Οθωμανοί στις περιοχές που κατάκτησαν, από την Αραβία μέχρι την Ελλάδα.  Τα χαρακτηριστικά της ταυτότητας του γνήσιου κρητικού μαχαιριού που δίνει ο Ευτ. Τζιρτζιλάκης είναι:

  • Τα μανίκια της λαβής σχεδόν πάντα σχηματίζουν V, με συγκεκριμένες αναλογίες. Παλαιότερα το άνοιγμα του V ήταν μικρότερο, ενώ στα νεότερα μαχαίρια έχει γίνει πολύ πιο έντονο.
  • Οι παραστάσεις με συγκεκριμένα σύμβολα και διακοσμητικά θέματα πάνω στη λάμα και την ασημένια θήκη.
  • Το σχήμα του τσεπερλικιού, δηλαδή της μεταλλικής ταινίας που καλύπτει το διάστημα ανάμεσα στα δύο κόκαλα της λαβής, το οποίο φαρδαίνει ελαφρά, καθώς ξεκινάει από τη ρίζα της λεπίδας και πηγαίνει προς την τρύπα της μασιάς και το είδος της διακόσμησης πάνω του.
  • Η χρησιμοποίηση πάντα διπλών καρφιών (πίρων, περτσινών), συνήθως τριών σειρών ή και περισσοτέρων, ανάλογα με το μέγεθος του μαχαιριού για τη στερέωση των μανικιών στη λαβή. Το στόμιο της θήκης που είναι πάντα κυλινδρικό. Όταν η θήκη είναι ξύλινη , προστατεύεται από ένα μεταλλικό δαχτυλίδι, Τα θηκάρια, τα οποία όταν είναι ασημένια έχουν πάντοτε στο τελείωμα την κεφαλή του φιδιού-δράκου και είναι σκαλιστά (καλεμιστά ή repousse = με τη «φουσκωτή» τεχνική) με έντονο και βαθύ σκάλισμα σε βαρύ φύλλο ασημιού και όχι εγχάρακτα σε λεπτό φύλλο, όπως είναι άλλα βαλκανικά μπιτσάκ. Πολύ συχνά, η κεφαλή του φιδιού είναι προσαρτημένη και στο τέλος του ξύλινου φουκαριού, συχνότερα στα παλαιότερα μαχαίρια.
  • Το σχήμα της λεπίδας, με το ανασήκωμα της αιχμής σε σχήμα τσαρουχιού, το φάρδεμα της ράχης της λεπίδας, ώστε να σχηματίζει Τ και η διακόσμηση της ράχης με καλέμι.
  • Η ύπαρξη μιας τσιμπίδας, της μασιάς, η οποία βρισκόταν σε μια εσοχή στο πίσω μέρος του μαχαιριού, ανάμεσα στο V που σχηματίζουν τα δυο μανίκια. Η ύπαρξη της ενσωματωμένης μασιάς, την οποία χρησιμοποιούσαν για να ανάψουν με καρβουνάκια τον ναργιλέ τους, είναι μια καθαρά κρητική επινόηση, που δεν συναντάται σε κανένα άλλο μαχαίρι.

2.jpg

Continue reading “Η κατασκευή του κρητικού μαχαιριού”

Μεταμφίεση

11459295Τράβηξε πλατεία Ψυρρή, βρήκε τον Αριστείδη το γέρο στον καφενέ, καθήσανε, κλαιγότανε ο Αριστείδης:

– Σκατά γένηκε η πιάτσα και δε βρίσκεις τη σήμερον μήτε μια δοντιά να βάλεις στο τσιγάρο σου να νοστιμήσει…

Κι άρχισε να του λέει τους παλιούς, να πούμε, κάτι κουτσαβάκια φίνα, με την αφέλεια, τη χλίψη στο καπέλο, το τζογέ πανταλόνι, το ζουνάρι με τη διμούτσουνη και τη φωτερή, που τα παίρνανε μαγκουράτα και δέρνανε και κανένα δε νογάγανε, ανάθεμα το Μπαϊρακτάρη που ρήμαξε την καλή μαγκιά…

Ψώνιζε ο Μπάτσικας, πλέρωσε τα ποτά, τούριξε και δέκα τάλλαρα για μια ώρα ανάγκη και έφυγε γεμάτος. Και γύρισε από δω, γύρισε από κει, τα πίτυχε όλα και στην εντέλεια.

Μέχρι τρία τρακόσα του κόστισε η φτιάξη, αλλά έγινε ένας μάγκας παλιός, πεννάτος. Παπούτσι, μέχρι να χωράει κάτω από το τακούνι όρθια δεκάρα μπακίρα. Καβουράκι ατσαλάκωτο μαύρο, χταποδοφωλιά, με τη χλίψη του, κορδέλλα μισό και τρία. Ζουνάρι σατέν με τα σιδερικά του στην πέννα. Σακκάκι Παμεινώντα ριχτομάνικο το ένα και παντελόνι τζογέ, πέντε δάχτυλα γύρισμα… Και μαγκούρα κερασέα και παίχτης φίλντισι και για κάθε ενδεχόμενο έβγαλε και το δαχτυλίδι να μη δίνουμε γνωριμίες. Μέχρι, δηλαδή, πούπιασε μολύβι της κόπιας και ζωγράφισε πάνω στο στήθος του γοργόνες κι έγραψε ανορθόγραφα “το στήθος μου κατάντισε – βασάνων κατικεία – που κατηκούν οι λαίοντες – και τ’ άγρεια θαιρία”. Τέτοια τέλεια…

~ Νίκος Τσιφόρος, “Η μαύρη μάσκα”, στο Παραμύθια πίσω από τα κάγκελα, εκδ. Ερμής, 1973. Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό “Ταχυδρόμος”, 1962-1963.

 

Η «Παρδάλα», το μαχαίρι του λήσταρχου Γιαγκούλα

[Εγκληματολογικό Μουσείο]

tumblr_inline_omvlsaZnR31r9wm7d_1280.jpg

tumblr_inline_omvlscNQSd1r9wm7d_1280.png

Έκθεμα Κ-143: Μαχαίρι τύπου γιαταγανιού, με λεπίδα ελαφρώς καμπύλη. Τόσο η λεπίδα όσο και η λαβή διακοσμούνται περίτεχνα. Το μαχαίρι ανήκε στον λήσταρχο Φώτη Γιαγκούλα. Κατάσταση διατήρησης: μέτρια. Ημερομηνία κατασκευής: Πιθανότατα το 1917. Yλικά: κράμα σιδήρου, κράμα χαλκού, ξύλο.

Το 1917 ο περιβόητος λήσταρχος Φώτης Γιαγκούλας (τέλη 19ου αιώνα-1925) απέκτησε ένα ξεχωριστό, όπως επρόκειτο να αποδειχθεί, φονικό όπλο, τη μαχαίρα του, την οποία ο ίδιος αποκαλούσε «Παρδάλα». Στη λεπίδα της ο λήσταρχος είχε χαράξει το εξής κείμενο:

«Προς τους πάντας. Μη δηνάμενος να εύρο ίδινος δικαίου παρά της δυκαιοσήνης των Ελλήνων, ηναγγάσθην να τονίσο το δίκαιον της Παρδάλας ή Μαχαίρας. Όθεον η ύψηστος αυτή λειτουργός της ανάνδρου Δικαιοσύνης ονόματι Παρδάλα έχη τον λόγον από σήμερον εις πάντας τους αιωθούντας και απίστους. Η λειτουργία αυτής έσετε πάντοτε ειλικρινής και ουδέποτε θέλη λησμονήση τα Ιερά καθήκοντά της προς αναμονή του δικαίου.
Μαρτίου 1917»

Ελεύθερη απόδοση στη νέα ελληνική:

«Προς όλους. Επειδή δεν μπορώ να βρω δίκαιο στη δικαιοσύνη των Ελλήνων, αναγκάσθηκα να τονίσω το δίκαιο της Παρδάλας ή Μαχαίρας. Από τώρα και στο εξής η ύψιστη αυτή λειτουργός της άνανδρης Δικαιοσύνης, η ονομαζόμενη “Παρδάλα”, έχει τον λόγο απέναντι σε όλους τους υπεύθυνους και άπιστους. Η λειτουργία αυτής της μαχαίρας θα είναι πάντα ειλικρινής και πότε δεν θα λησμονήσει τα ιερά της καθήκοντα για την απονομή του δικαίου.
Μάρτιος 1917».

Ο Φώτης Γιαγκούλας χρησιμοποιούσε την Παρδάλα ως μέσο επιβολής και προστασίας, αποτελώντας τον πιστό «σύντροφό» του για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αυτό το μαχαίρι είχε μαζί του σε περιόδους έντασης, όταν αναστάτωνε με τα καμώματά του διάφορα χωριά ή όταν η Χωροφυλακή τον κυνηγούσε θέτοντάς τον στο στόχαστρό της. Την Παρδάλα, όμως, κουβαλούσε μαζί του και όταν σε περιόδους ανάπαυλας και ηρεμίας αποτραβιόταν στα βουνά. Δεν ξενίζει, επομένως, το γεγονός ότι η Παρδάλα αντιμετωπίστηκε από τον ληστή όχι μόνον σαν ένας πολύτιμος αλλά και σαν ένας αξιοσέβαστος «σύντροφος». Γι’ αυτό, άλλωστε, ο ίδιος ο Γιαγκούλας επέλεξε να «σφραγίσει» με το προσωπικό του στίγμα το όπλο αυτό, ανεξίτηλο δείγμα της παρορμητικής, ιδιόμορφης και φλογερής ιδιοσυγκρασίας του.

Λέγεται ότι ο Φώτης Γιαγκούλας σκότωσε συνολικά πενήντα τέσσερα άτομα, πιθανότατα αρκετά από αυτά με το συγκεκριμένο μαχαίρι. Η Παρδάλα συνόδευσε τον λήσταρχο έως το άδοξο τέλος της ζωής του, την Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 1925, στην Κλεφτόβρυση Ολύμπου. Εκεί σκοτώθηκε σε συμπλοκή με σώμα της Χωροφυλακής.

Μάλιστα, σχετικά με τα όσα ακολούθησαν τον θάνατο του λήσταρχου, διασώζεται η εξής μαρτυρία:

«Ύστερα από το τέλος των τριών λήσταρχων, ένας κτηνοτρόφος, ονόματι Καλαϊτζής, παρακάλεσε το μοίραρχο Πετράκη να αναλάβει το μακάβριο έργο να κόψει αυτός το κεφάλι του Φώτη Γιαγκούλα, και μάλιστα με το ίδιο μαχαίρι με το οποίο, όταν ο λήσταρχος ήταν εν ζωή, κατά τα λεγόμενα του Καλαϊτζή, τον είχε απειλήσει τέσσερις φορές να τον σφάξει. Ο μοίραρχος το αποδέχθηκε, “διότι κανείς άλλος δεν ήθελε να κάνει το έργον του χειρούργου“. Και ο κτηνοτρόφος “όρμησε κατά του άψυχου Γιαγκούλα και τον ήρπασεν από τα μαλλιά. Έσυρε στο κατόπιν το μαχαίρι του ίδιου του λήσταρχου (ένα μικρό ευτελέστατον που κόβουν το ψωμί) και μετ’ ολίγον εχώριζε την κεφαλήν από το σώμα κρατήσας το μαχαίρι ως ενθύμιον αφού του το προσέφερεν ο κ. Πετράκης”».

Όχι πολύ αργότερα, η Παρδάλα, όπως και το κεφάλι του Φώτη Γιαγκούλα θα προστεθούν στη συλλογή του Εγκληματολογικού Μουσείου, συνιστώντας μερικά από τα πλέον μοναδικά και σημαντικής αξίας εκθέματά του, καθώς το συγκεκριμένο μαχαίρι-φονικό όπλο διαθέτει εξέχουσα σημασία, αφού ακόμη και σήμερα περιβάλλεται από ένα πέπλο μυστηρίου. Επιπλέον, διαθέτει και μοναδική ιστορική σημασία, συνδεόμενο άμεσα όχι μόνον με τη δράση και τον θάνατο ενός διάσημου εγκληματία, αλλά και επειδή αντικατοπτρίζει με ενάργεια τον ιστορικό περίγυρο της Ελλάδας του 19ου αιώνα.

Οι σουγιάδες της Καστοριάς και τα μαχαιράδικα της Χρούπιστας

[του Θωμά Μπατσελα / εφ. Έθνος, 12-4-2017]

Ο διασημότερος σήμερα σουγιάς του κόσμου, ο Ελβετικός Swiss Army Knife, δημιουργήθηκε το 1884. Τότε φτιάχτηκε και η εταιρία Victoria, μια μικρή οικογενειακή επιχείρηση που αργότερα, το 1921, όταν άρχισε να χρησιμοποιεί το ανοξείδωτο ατσάλι, έγινε Victorinox. Σουγιάδες, μαχαίρια και ψαλίδια όμως, φτιάχνονταν στην περιοχή των Βαλκανίων σε πολύ πιο εκτεταμένη μορφή, τουλάχιστον εκατό χρόνια παλαιότερα.

kastoria.jpg

Μια πλήρης σειρά μαχαιριών της Χρούπιστας όπως έχουν διασωθεί από τον Γιώργο Σαρρή και μπορεί κανείς να τα θαυμάσει στο κατάστημά του, δίπλα στα σύγχρονα βιομηχανικά κυνηγετικά μαχαίρια.

Συγκεκριμένα στο Αργος Ορεστικό της Καστοριάς ανθούσε μια βιοτεχνία κατασκευής μαχαιριών από καμιά δεκαριά οικογενειακές επιχειρήσεις που χάθηκε οριστικά τη δεκαετία του 1970. Η ιστορία των μαχαιράδικων της «Χρούπιστας», όπως ήταν γνωστό την περίοδο της Τουρκοκρατίας το Αργος Ορεστικό, χάνεται πίσω στον χρόνο. Το πιθανότερο είναι ότι οι πρώτοι τεχνίτες των μαχαιριών εγκαταστάθηκαν στην περιοχή μετά την καταστροφή της Μοσχόπολης.

Η αστική τάξη της Μοσχόπολης δεν κατόρθωσε να μετασχηματιστεί σε μια εγχώρια βιομηχανική αστική τάξη, αλλά εκδιώχθηκε και εκπατρίστηκε για να επιβιώσει ως εμπορική-μεταπρατική στην Βαλκανική ή μετασχηματίστηκε σε βιομηχανική αλλά στην… Αυστρία.

Μεταλλουργικές τέχνες

Ενας πρωτόγονος και ληστρικός τρόπος αντιμετώπισης μιας ακμάζουσας ελληνικής ορεινής κοινότητας από αλβανικούς πληθυσμούς που την περιτριγύριζαν, έσβησε κυριολεκτικά πολύ πρόωρα από τον χάρτη την πιο πρωτοποριακή και εμπορικά ακμάζουσα βλάχικη πόλη των Βαλκανίων. Από κει προέρχονται και όλες οι μεταλλουργικές τέχνες της αργυροχρυσοχοΐας που αναπτύχθηκαν στις υπόλοιπες πόλεις περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπως στα Γιάννενα, στο Νυμφαίο κ.λπ. Η πρώτη ύλη για την κατασκευή των μαχαιριών, το ατσάλι, ερχόταν από την Ευρώπη, ενώ οι λαβές που ήταν από κέρατο προέρχονταν από την εγχώρια αγορά, μια και η κτηνοτροφία ήταν ο κυρίαρχος κλάδος της παραγωγής την εποχή εκείνη. Για τις ανάγκες των τεχνιτών χρειάζονταν να παραχθεί στα «καστανοχώρια» κάρβουνο από ξύλο καστανιάς το οποίο πουλούσαν οι κάτοικοι των ορεινών χωριών στο περιβόητο παζάρι της Χρούπιστας.

amoni.jpg

Διάσημος σουγιάς

Ο αναδιπλούμενος σουγιάς με λαβή από κέρατο σε χρώμα μαύρο, καφετί ή γκρι ήταν το χαρακτηριστικότερο δείγμα των τεχνιτών της Χρούπιστας και διάσημος σε όλους τους πληθυσμούς της ευρύτερης περιοχής των Βαλκανίων. Μέχρι και τη δεκαετία του 1970 υπήρχαν ακόμη τεχνίτες που κατασκεύαζαν τον σουγιά αυτόν, όπως και τα μεγάλα ψαλίδια κουρέματος των προβάτων. Τα μαχαίρια που έχουν διασωθεί από μερικούς που αγαπούν την παράδοση πιστοποιούν ότι στα μαχαιράδικα κατασκευάζονταν χρηστικά κομψοτεχνήματα και δεν ένωναν απλά μια λάμα με τη λαβή της. Τα χαρακτηριστικά σήματα του κάθε τεχνίτη εξάλλου δηλώνουν το πόσο προχωρημένη ήταν η τεχνική και η παραγωγή τους αλλά χαρακτηρίζουν και το «brand name» «μαχαίρια Χρούπιστας». Ο Γιώργος Σαρρής έχει το κυνηγομάγαζό του στην είσοδο της παλιάς γειτονιάς των μαχαιράδικων. Σήμερα μόνο εκεί μπορεί να αγοράσει κανείς κυνηγετικά μαχαίρια, αλλά και να θαυμάσει τα λιγοστά απομεινάρια μιας μαχαιροποιίας που χάθηκε οριστικά. Τα «Μαχαιράδικα της Χρούπιστας» δεν πρέπει να είναι μόνο το όνομα μιας περιοχής που θα αναβαθμιστεί πολεοδομικά. Αν και η χρήση και η λειτουργία της γειτονιάς δεν μπορεί να αναβιώσει το παλιό παρελθόν της, δεν πρέπει να χαθεί, τουλάχιστον ως ιστορική και πολιτιστική μνήμη, το παρελθόν μιας πετυχημένης βιοτεχνικής παραγωγής που ήταν γνωστή από το Μοναστήρι και τη Θεσσαλονίκη μέχρι τη Λάρισα και την Κορυτσά. […]

μαχ.jpg

[+]

Ήταν ο Τσόκλης ο γκαβός,
ο Κωτσιαράς ο παλαβός,
ο Λέτσος με τη μαχαιριά,
μπουλούκι από μουστακαλήδες,
που με ζουνάρι απολυτό
περάσανε στον κόσμο αυτό,
μπεκρήδες, κλέφτες, χασικλήδες,
που τέλος πάντα η μαχαιριά.

~ Κώστας Βάρναλης,Εξαγνισμός, 1928

Το ντύσιμο του παλικαριού

paradosi_antarsias_0Ήδη από το 1860, τα πρώτα στοιχεία της μελλοντικής αντι-κοινωνίας των ρεμπέτηδων αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του αθηναϊκού πληθυσμού. Σύμφωνα με τον E. About [La Grèce contemporaine, 1860], την εποχή εκείνη ο πληθυσμός της Αθήνας διακρινόταν σε τρεις κατηγορίες: στους Φαναριώτες, τους Νησιώτες και τα Παλικάρια. Οι τελευταίοι ήταν ορεσίβιοι, παλιοί οπλαρχηγοί ή ληστές που «έχουν κουβαλήσει μαζί τους ως και μέσα στην Αθήνα τα παράξενα έθιμα του τόπου τους», δηλαδή, ανάμεσα  στα άλλα, μια γλώσσα γεμάτη τούρκικες λέξεις, και τη συνήθεια να βγαίνουν στους δρόμους της πρωτεύουσας πάνοπλοι. Μερικές λεπτομέρειες από το ντύσιμο του παλικαριού που περιγράφει ο E. About είναι πολύ χαρακτηριστικές και θυμίζουν την αμφίεση των ρεμπέτηδων στο μεταίχμιο του 19ου προς τον 20ό αιώνα (γνωστών τότε με το όνομα κουτσαβάκια): χασεδένιο πουκάμισο με μεγάλο ριχτό γιακά, χωρίς γραβάτα, γιλέκο, χωρίς μανίκια, φαρδιά πέτσινη ζώνη απ’ όπου κρεμούσαν το κεντητό μαντίλι, το πουγγί, την καπνοσακούλα και τ’ αρματα.

~ Στάθης Δαμιανάκος,  Παράδοση ανταρσίας και λαϊκός πολιτισμός, εκδ. Πλέθρον, 1987


n.b. Εδώ νομίζω ο Δαμιανάκος διαβάζει ό,τι τον βολεύει και βλέπει ό,τι θέλει. Ο Αμπού περιγράφει φουστανελάδες, κι αυτός βλέπει κουτσαβάκηδες. Να το πρωτότυπο:

9783958220959-us-300.jpg

“Voici, en quelques mots, la toilette d’un Pallicare d’Athènes : une chemise de percale avec un grand col rabattu, sans cravate ; un caleçon court en coton ; des bas quelquefois ; toujours des guêtres agrafées jusqu’au genou, assez semblables aux cnémides des guerriers d’Homère ; des babouches rouges ; une foustanele, ou jupe très-ample, serrée à petits plis autour de la taille ; une ceinture et des jarretières étroites en soie de couleur ; un gilet sans manches ; une veste à manches ouvertes ; un bonnet rouge à gland bleu ; une large ceinture de cuir où l’on suspend le mouchoir brodé, la bourse, le sac à tabac, l’écritoire et les armes. La veste et les guêtres sont presque toujours en soie et souvent brodées d’or. Le costume d’un domestique de bonne maison, ou d’un employé à six cents francs par an, vaut six cents francs. En hiver, les Pallicares s’enveloppent dans un manteau de laine blanche qui imite assez bien la toison d’une brebis, ou dans un énorme surtout de feutre grossier, imperméable à la pluie. En été, pour se défendre des coups de soleil, ils enroulent un mouchoir, en guise de turban, autour de leur bonnet rouge. Dans quelques villages, le turban est encore de mode, et l’on rase les cheveux.”

Μαχαίρια και κουμπούρια

[απόσπασμα από το “Μαχαίρια και κουμπούρια” του Ηλία Πετρόπουλου, γραμμένο στο Παρίσι από τις 10 ως τις 22-5-2000. Δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο “Καπανταήδες και μαχαιροβγάλτες”, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 2001]

654.jpgΠριν τον πόλεμο του 1940,  οι μπουζουξήδες ασκούσαν ένα λίαν επικίνδυνο επάγγελμα. Τότε γινόντουσαν καβγάδες και φόνοι για το τίποτα. Καθώς περιγράφει ο Παπαϊωάννου, οι μπουζουξήδες οπλοφορούσαν. Οι παρεξηγήσεις και οι απειλές (:κοίτα καλά, για να μη σε πάρουν σηκωτό!) ήσανε σε ημερήσια διάταξη. Πολλοί νταήδες απαιτούσαν από τον τραγουδιστή ένα συγκεκριμένο τραγούδι, που ο μπουζουξής αδυνατούσε να παίξει, γιατί θάπρεπε ν’ αλλάξει κούρντισμα. Ο ζόρικος νταής δεν καταλάβαινε τις τεχνικές εξηγήσεις του μπουζουξή και εξακουλουθούσε να τον απειλεί. Σήμερα ακόμη, κάποιοι αρχιμαλάκες υποκύπτουν στο ίδιο σφάλμα, ζητώντας, στα καλά-καθούμενα, ένα τραγούδι της αρεσκείας των. Με τα χρόνια, οι μπουζουξήδες, για να ικανοποιήσουν τα κέφια των μεθυσμένων νταήδων, αναγκάστηκαν να έχουν δίπλα τους ένα δεύτερο μπουζούκι (ή μπαγλαμά) κουρντισμένο διαφορετικά. Πάντως, για καλό και για κακό, έσερναν μαζί τους κι ένα μαχαίρι. Συνήθως, το μαχαίρι το έκρυβαν κάτω από το μαξιλαράκι της καρέκλας. Το 1952, ένας από τους Κατελάνους (οικογένεια παλικαράδων, χαφιέδων της Ασφάλειας) απείλησε με βιαιότητα το Γενίτσαρη, επειδή δεν έπαιξε αμέσως μια παραγγελιά. Ο Γενίτσαρης άρπαξε το μαχαίρι, που είχε κάτω από το μαξιλάρι της καρέκλας του, και τόχοσε στο λαιμό του Κατελάνου. Ο Κατελάνος δεν πέθανε. Ο Γενίτσαρης έπαψε να εμφανίζεται στα μπουζουκομάγαζα ως το 1972, που τον έπεισα να εμφανιστεί στο Κύτταρο. Και μια εθνολογική παρατήρηση: οι Κατελάνοι ήσανε κουράδες της Μάνης, ενώ ο Γενίτσαρης είναι γνήσιος αρβανιτόμαγκας, που δεν σηκώνει πολλά-πολλά.

Τ’ ασημοκούμπουρα

Οι καλαρυτινοί χρυσικοί ήταν κακουστοί για τα θαυμάσια ασημοκούμπουρα, τους περίτεχνους τοκάδες, τις ασημένιες μπαλάσκες και τα ασημοποίκιλτα μαχαίρια που κατασκεύαζαν. Πολλά από αυτά αποτέλεσαν πόλο έλξης για τους νέους της εποχής που ήθελαν να ακολουθήσουν το ληστρικό βίο. […]

Ανάθεμα τους χρυσικούς
που φτιάνουνε τ’ ασήμια
και ξεγελούνε τα παιδιά
και πάνε με τους κλέφτες.

Αρκετοί ληστές φρόντιζαν να χρυσώνουν ακόμη και τη σκούφια τους. Όταν ο ληστής επικυρησσόταν τη στόλιζε με ένα χρυσό σιρίτι, που σήμαινε ότι το κεφάλι του αποτιμούνταν σε χρυσό.

Πολλοί νέοι των ορεινών χωριών, ιδίως της βόρειας Θεσσαλίας, όπου η παράδοση η σχετική με τη λεβεντιά των ληστών διατηρούνταν για πολλές δεκαετίες, φωτογραφίζονταν στο κέντρο της Λάρισας με τις παραδοσιακές ληστρικές στολές των βασιλέων των ορέων λέγοντας στον φωτογράφο “Βγάλε με Γκαντάρα!” ή “Βγάλε με Παπαγεωργίου!” ή “Να με φωτογραφίσεις Γιαγκούλα!”

Ο δημοσιογράφος Κ. Φαλτάιτς έγραψε πως πολλοί φωτογράφοι της Λάρισας είχαν μεγάλες φωτογραφίες των περίφημων ληστών της εποχής, από τις οποίες είχαν αφαιρέσει το κεφάλι, για να μπορεί ο φωτογραφιζόμενος νεαρός να βάλει το δικό του. Έτσι το κορμί μπορεί να ανήκε σε κάποιον περίφημο για τη δράση του και τα κατορθώματά του λήσταρχο, αλλά το κεφάλι ήταν του άγνωστου νεαρού που έπαιρνε τη μονταρισμένη φωτογραφία κι ανέβαινε περιχαρής στο χωριό του, για να την κάνει δώρο στην αρραβωνιαστικιά του, η οποία τη δεχόταν με ιδιαίτερη χαρά κι ευχόταν στο μέλλοντα σύζυγό της: “Και καπετάνιος στ’ αλήθεια!” Για να απαντήσει ο νεαρός Καρατζολίτης γεμάτος περηφάνια: “Αμήν, να δώσει ο Θεός!” […]

Στην περιοχή των Χασίων, τα παιδιά από τα δέκα τους χρόνια άφηναν να μακραίνουν τα μαλλιά τους, με την προτροπή των μανάδων τους: “Όπως τα ‘χει ο Γιαγκούλας!” Γι’ αυτό και το πρώτο πράγμα που αγόραζε ένας νέος ήταν ένα μαχαίρι και ένα ζευγάρι χρυσές καλτσοδέτες.

Οι νέοι της ίδιας περιοχής δεν έβρισκαν εύκολα νύφη αν δεν γίνονταν κλέφτες!

~ Βασίλης Τζανακάρης, “Οι λήσταρχοι: Τα παλληκάρια τα καλά σύντροφοι τα σκοτώνουν”, εκδ. Μεταίχμιο, 2016.

Ρεμπέτες και καπανταήδες

sdfΠαρουσιαστικό

Ο κούτσαβος ήταν ψηλός και λεπτός. Στομάχι ποτέ, κοιλιά ποτέ. Μαλλιά αλειμμένα με λίπα για να γυαλίζουν. Απαραιτήτως χωρίστρα κι ένα τζουλούφι στο μέτωπο, που έπεφτε μπρος στα μάτια. Ο ρεμπέτης για να ιδεί τον συνομιλητή του τράβαγε το τζουλούφι, κάνοντας μια χαρακτηριστική χειρονομία. Μουστάκια στριφτά, στημένα όρθια, χάρη στην μαντέκα.

Ο κουτσαβάκης περπάταγε μονόπαντα και λικνιστικά, με ανασηκωμένο τον αριστερό ώμο, κουνώντας μόνο το δεξί χέρι. Βλέμμα βαρύ και απροσδιορίστως απειλητικό. Φωνή βραχνή από το πολύ χασίσι. Σ’ όλο το κορμί αφανή τατουάζ. Ένα μικρό τατουάζ πάνω στη ράχη της μιας παλάμης.

Ενδυμασία

Ρεμπούπλικα μαύρη με κορδέλα μαύρη (την διαβόητη χλίψη), για να πενθούν τους σκοτωμένους φίλους, ή τους εχθρούς που οι ίδιοι θα δολοφονούσαν μελλοντικώς. Σακάκι μαύρο με φιλντισένια κουμπιά. Το φοράγανε περαστό μόνο στο αριστερό μανίκι, όπως οι ουσάροι. Όταν, όμως, φοράγανε κανονικά το σακάκι δεν κούμπωναν ποτέ.

Πανταλόνι ριγωτό ή με μεγάλα φανταχτερά καρό, που ήτανε φουσκωτό και που κάτω-κάτω στένευε πολύ. Το πανταλόνι ήταν τόσο στενό στα ρεβέρια, ώστε οι ρεμπέτες λέγανε πώς για να το βάλουν χρησιμοποιούσαν κόκαλο και για να το βγάλουν έπρεπε να αλείψουν τις πατούσες τους με σαπουνάδα. Τα ρεβέρια ήσανε, συνήθως, γυρισμένα για να φαίνεται το κόκκινο βελούδο που είχαν ράψει μέσα μεριά, όπως ακριβώς έκαναν οι καπανταήδες της Ισταμπούλ.

Οι ρεμπέτες αγαπούσαν τα κίτρινα πουκάμισα και τις κόκκινες γραβάτες, τις λεγόμενες χασάπικες. Η μέση του ρεμπέτη σφιγμένη με το ζωνάρι, πού, συχνά, ήταν μισοκαλυμμένο από το γελέκι. Το ζωνάρι το τυλίγανε με τέχνη γύρο στη μέση και το είχανε για τσέπη και για οπλοστάσιο. Η μία άκρη του ζωναριού έπρεπε να κρέμεται. Υποτίθεται πως όποιος πάταγε το απλωμένο ζωνάρι ενός μόρτη το έκανε για να τον προκαλέσει. Οι κουτσαβάκηδες αγαπούσαν τα ψηλοτάκουνα μποτίνια. Σύμφωνα με την αισθητική τους το παπούτσι ήτο ωραίο όταν κάτω από την καμάρα του χώραγε να περάσει ένα ποντίκι. Το ντεκόρ του ρεμπέτη συμπληρωνότανε από το μελιτζανί μαντίλι, που ήταν χωμένο στις πτυχές του ζωναριού, ή που κρεμότανε από το τσεπάκι του σακακιού. Με το πέρασμα του χρόνου το κουστούμι του ρεμπέτη άρχισε να απλοποιείται.

Όπλα

Ο ρεμπέτης, ενώ ήτο ντυμένος ευρωπαϊκά, διατηρούσε το ζωνάρι με τα όπλα και τα διάφορα αντρικά μικροαντικείμενα: το μαντίλι, το τσακμάκι. Την καπνοσακούλα, το κομπολόι. Στο ζωνάρι έχωνε, συνήθως, και τα όπλα του. Ο ατομικός οπλισμός άρχιζε από τις κάμες και τέλειωνε στις διμούτσουνες πιστόλες και, αργότερα στα ρεβόλβερ.

Οι καπανταήδες της Ισταμπούλ απέφευγαν τις πιστόλες, λόγω αυστηρών διαταγών του σουλτάνου, που φοβότανε τυχόν δολοφονία του. Άλλωστε, οι πιστόλες κάνουν θόρυβο. Οι ρεμπέτες προτιμούσαν τις σιωπηλές δίκοπες και τα στιλέτα. Όταν ήθελαν να γελοιοποιήσουν τον αντίπαλο τον κυνηγούσαν και του έδιναν λίγες μαχαιριές, πίσω στους γλουτούς.

Όταν, όμως, ήθελαν να σκοτώσουν στ’ αληθινά. Κάρφωναν την δίκοπη στην κοιλιά του εχθρού και την στριφογύριζαν. Και, μάλιστα, μετά τραβάγανε το ματωμένο μαχαίρι και το έγλειφαν. Ή, άλλοτε, έσκυβαν και διάγκωναν το αυτί του πτώματος, ή ρουφάγανε το ένα μάτι του.

Όλ’ αυτά τα απαίσια είναι αποτυπωμένα μες στις παροιμίες και στις λαϊκές εκφράσεις. Πάντως, οι ρεμπέτες χρησιμοποιούσαν τα μαχαίρια με θεαματικούς τρόπους. Στην φυλακή ο τσιρίμπασης, που ήθελε να επιβεβαιώσει την εξουσία του, εξανάγκαζε τους φυλακισμένους να περάσουν κάτω από το μαχαίρι του που το κράταγε υψωμένο. Ο σκληρός μάγκας έτρωγε, μεταχειριζόμενος την κάμα σαν πηρούνι. Οι ρεμπέτες σιχαινόντουσαν τα κουτάλια και τις σούπες (στην Ελλάδα ο καλοφαγάς λέγεται γερό πηρούνι).

Ο ρεμπέτης, που ήθελε να τρομοκρατήσει την ταβέρνα, κάρφωνε στο τραπέζι το μαχαίρι του.

Continue reading “Ρεμπέτες και καπανταήδες”