Στα ισπανικά, navaja είναι η φαλτσέτα (δηλαδή το σπαστό ξυράφι του μπαρμπέρη, όχι το γυριστό κοπίδι του τσαγκάρη), ή γενικότερα ο σουγιάς. Ή ειδικότερα, ένας τύπος παραδοσιακού ισπανικού σουγιά με συνήθως καμπύλη λαβή, και μ’ αυτή την έννοια η λέξη χρησιμοποιείται και διεθνώς.
Παρόμοιου σχήματος σουγιαδάκια είχαν και οι Ρωμαίοι, αλλά δεν παίρνουμε όρκο αν από κει το πήραν οι Ισπανοί, ή αν οι Ρωμαίοι το πήραν απ’ τους Κελτίβηρες, ή κάτι άλλο. Τέτοια — στο περίπου — κυκλοφορούσαν γενικώς στη Μεσόγειο, και στα Βαλκάνια και σ’ εμάς.
Η σύγχρονη ισπανική ναβάχα (18ος αιώνας και δώθε) παίζει σε διάφορα σχέδια, όλα όμως αρκετά χαρακτηριστικά ώστε να ξεχωρίζουν από ένα γενικό κι αόριστο “με καμπύλη λαβή”.
Παίζει επίσης σε διάφορα μεγέθη. Δεν ήταν όλες τσέπης, κάμποσες ήταν τόσο μεγάλες που τις περνάγανε στη ζώνη, σαν πολεμικό μαχαίρι. Και μερικές ήταν τεράστιες, μισό μέτρο διπλωμένες, να τις κρεμάς στον τοίχο του σπιτιού για διακόσμηση ή στον τοίχο του μαγαζιού για να μοστράρει ο μαχαιροποιός την τέχνη του. (Από κει έγινε κι ένα μπέρδεμα, συλλέκτες βρίσκανε αυτά τα τεράστια πράγματα κάνα-δυο αιώνες μετά και νόμιζαν ότι ήταν για κανονική χρήση, κι ότι η ναβάχα είναι βασικά ολόκληρο σπαθί που διπλώνει. Παιδιά, όχι.)
Το πιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ναβάχας (παρ’ όλο που δεν το έχουν όλες) είναι ο μηχανισμός ασφαλείας, η carraca. Είναι ένας μικρός οδοντωτός τροχός στην άρθρωση που κάνει κρα-κρα-κρα όταν την ανοίγεις (εξού και καράκα) και κλειδώνει τη λάμα στη θέση της. Έτσι δεν υπάρχει φόβος εκεί που καρφώνεις το σουγιά να διπλώσει κατά λάθος η λάμα και να σου πάρει τα δάχτυλα.
Διαδόθηκε και παραπέρα, στη Γαλλία και στην Ιταλία, ιδιαίτερα Κορσική και Σαρδηνία.
Ο μύθος
Κάποιοι ρομαντικοί τύποι (Θεόφιλος Γκωτιέ, Προσπέρ Μεριμέ, και κάτι αγγλοαμερικάνοι) περιηγήθηκαν στην εξωτική Ισπανία, περιέγραψαν τη ναβάχα ως το παραδοσιακό όπλο του υποκόσμου και την άφησαν αμετάφραστη, λες κι είναι ειδικός όρος. Ο Μεριμέ στην Κάρμεν έβαλε μια σκηνή καβγά και μαχαιρώματος. Άλλοι ρομαντικοί εικονογράφησαν τέτοιους καβγάδες νταήδων, με πολύ κουλέρ λοκάλ.
Ένας Ισπανός πάλι δημοσίευσε ένα εγχειρίδιο… ας πούμε αυτοάμυνας, εξηγώντας επιστημονικά πώς σφάζουν με τη ναβάχα οι εξωτικοί (διάβαζε: λούμπεν) μαχαιροβγάλτες της χώρας του, και πώς να τους σφάξετε εσείς πρώτοι αν σας την πέσουν. Τώρα το πόσο “αυθεντικές” ήταν αυτές οι τεχνικές, συζητήσιμο. Τα πραγματικά μαχαιρώματα δεν είναι μονομαχίες με κανόνες και πόντους ούτε ξιφομαχίες με περίπλοκα βήματα, είναι όρμα και κάρφωτο κι όποιον πάρει ο Χάρος.
Πάντως στα ισπανικά η λέξη δεν είναι αργκό, και η ναβάχα δεν ήταν αποκλειστικά για μαχαιροβγάλτες — αντίθετα, ήταν ο πιο κοινός τύπος σουγιά, κυκλοφορούσε παντού και όλοι είχαν μια τέτοια να βρίσκεται, κυρίως για εργαλείο. Πού και πού ξεκοιλιάζαν και κανέναν με δαύτη, ειδικά σε περιόδους που απαγορευόταν η οπλοφορία στους κοινούς θνητούς, οπότε αν έπρεπε ντε και καλά να ξεκοιλιάσεις κάποιον, δεν είχες και πολλές επιλογές τέλος πάντων. Ένα φεγγάρι απαγορευόταν ΚΑΙ η ναβάχα.
Και φυσικά, όπως με όλα τα ωραία λεπίδια (μα δεν είναι πανέμορφο, το κερατούκλικο;), την έσερναν για μόστρα και καμάρι. Και για αντριλίκι βέβαια — τουλάχιστον οι άντρες, γιατί μια χαρά τη σέρναν και γυναίκες… Το 19ο αιώνα τη σκάλιζαν και με μεγάλα λόγια τύπου “αν είστε πέντε φύγετε κι αν είστε δέκα ελάτε”, ξερωγώ Valor! ή Viva España ή No me abras sin razon ni me cierres sin onor, παναπεί “μη μ’ ανοίξεις χωρίς λόγο και μη με κλείσεις χωρίς τιμή”, αχ αυτή η τιμή. Είπε πρόσφατα ο φίλτατος Σαραντάκος (που είχε ασχοληθεί παλιότερα με τη ναβάχα γλωσσολογικώς) ότι το “έγκλημα τιμής” είναι ευφημισμός. Διαφωνώ, ο όρος είναι ανθρωπολογικά ορθός. Η ίδια η τιμή είναι παρεξηγημένη, νόμιζει ο κόσμος ότι είναι καλό πράγμα ενώ στην πραγματικότητα είναι σκατά κι απόσκατα. (Και δεν έχει καμία σχέση με την εντιμότητα: η εντιμότητα έχει να κάνει με το πώς φέρεσαι εσύ ασχέτως τι κάνουν ή τι λένε οι άλλοι, ενώ η τιμή είναι ακριβώς τι (νομίζεις ότι) λένε οι άλλοι, φταις δε φταις.) Αλλά αυτό είναι μια άλλη και μεγάλη κουβέντα. Εδώ στα Κλεφτρόνια πάντως, δεν ψαρώνουμε: είμαστε με τους άτιμους και τις άτιμες και γουστάρουμε.
Ετυμολογικό υστερόγραφο
Δεν της φαίνεται καθόλου, αλλά η ναβάχα είναι μακρινό ξαδερφάκι του ξυραφιού. Το ισπανικό navaja προέρχεται απ’ το λατινικό novacula (“ξυράφι, κοφτερό μαχαίρι”), το οποίο όμως δεν είναι αυτό που φαίνεται (ευτυχώς, γιατί τότε θα σήμαινε “καινούργιος κώλος”…), βγαίνει από ένα αμάρτυρο πρωτοϊταλικό *(ks)nowatlo-, και το βλέπετε αυτό το ξεκάρφωτο το ξ εκεί μέσα που στην πορεία εξέπεσε; Είναι απ’το πρωτοϊνδοευρωπαϊκό *ksnew- ή *ksunyo- (“ξύνω, ακονίζω”), η ρίζα είναι *kes-. Και από κεί προέρχονται και τα αρχαιοελληνικά ξύω και ξυρόν, απ’ όπου το ξύνω και το ξυράφι.