Οι μυστηριώδεις νυκτοκλέπται

[σχόλιο του spatholouro, απ’εδώ]

Ιδίως για τους ρεμπετοερευνώντες είναι λουκουμάκι σκέτο το βιβλίο του Μηνά Χαμουδόπουλου, «Οι μυστηριώδεις νυκτοκλέπται» (Σμύρνη 1871), καθώς εκεί πρωτοαπαντά, ως φαίνεται έως τώρα, η λέξη «ρεμπέτα», στο θηλυκό μάλιστα, όπως ξεκίνησε και η λέξη «μάγκα».

Είναι μάλιστα εντυπωσιακό ότι ο όρος αυτός απαντά 38 φορές στο βιβλίο αυτό. Παραθέτω ενδεικτικά: «το καμάρι της Ρεμπέτας», «τα παιδιά της Ρεμπέτας», «το στολίδι της Ρεμπέτας», «εις τας τάξεις της Ρεμπέτας», «η ρεμπέτα έπεσε σε μπαγάσικα χέρια», «η ρεμπέτα το’ χει τούμπανο και συ κρυφό καμάρι», «για το ονόρε της ρεμπέτας», «η ρεμπέτα δεν αφίνει τα παιδιά της να πεινάσουν», «τόσα χρόνια είμαι μέσα στη ρεμπέτα», «το’ χουν τιμή τους να’ νε μέσα στη ρεμπέτα».

Στη σελίδα 11 δίνεται και ο ορισμός της (με τη λέξη Ρεμπέτα «ονομάζουσιν οι νυκτοκλέπται το σύνολον των νυκτοκλεπτών).

Το βιβλίο του Χαμουδόπουλου έχει και πρόσθετο ενδιαφέρον, σε ό,τι αφορά το αργκοτικό λεξιλόγιο που ενσωματώνει σποράδην, και μάλιστα σε μια τόσο πρώιμη εποχή, 56 χρόνια πριν από το Τουμπεκί… του Πικρού.

Εδώ συναντάμε λέξεις και φράσεις αποσπασμένες από τον κορμό μιας πρώιμης συνθηματικής γλώσσας: μπανιστής (=κατάσκοπος), σβελτσέτα και καπατσιτά, σαπουκαλίδες (=όσους, αφού περάσουν από φυλακή, μετά με ψύλλου πήδημα τους κουβαλάνε μέσα), πλιάτζικα (=τα κλοπιμαία), σκυλόστομο (=το κρεμαστό κλείθρο, κοινώς λουκέτο), παίρνω πρόβες (=βγάζω κέρινα αντίτυπα των κλείθρων), γκόμινες, φούρκα (=φυλακή;), σουμπέ (=υποψία), ρουκάνισμα (=διάρρηξη), μπουταλάς, κολαούζι, κόβω λάσπη, τσατ πατ, σακουλεύομαι, σουσούμια, μονόφθαλμο (ευμεγέθης κύλινδρος, εντός του οποίου τίθεται μακρύς κηρός −αντί για χαρτοφάναρο), βγαίνω φλούδα (παίρνω μηδενικό μερτικό από κλοπή»).

Η ρεμπέτα, οι ρεμπέτες και το ρεμπέτικο

[του Νίκου Σαραντάκου, Δεκέμβριος 2013]

Το σημερινό άρθρο, για την ετυμολογία των λέξεων «ρεμπέτης» και «ρεμπέτικο», λογαριάζω να το γράψω εδώ και πολύν καιρό, από τότε που, σε μια συζήτηση πριν από ένα χρόνο και βάλε, ένας επισκέπτης υποστήριξε (σχόλιο αριθ. 103 εδώ) ότι: «Η λέξη “ρεμπέτικος” είναι παραφθορά της αρχαίας αλλά και της σύγχρονης λογίας “ρεμβαστικός” και προέρχεται από το ρήμα “ρέμβω” ή “ρεμβάζω” απ’ όπου και ο ρέμπελος = ο σπαταλών τον χρόνον αναιτίως, άρα αραχτός και αντικοινωνικός…». Στη συνέχεια έγραψε για το θέμα ο αγαπητός Δύτης των Νιπτήρων, σε ένα δικό του εξαιρετικό άρθρο αλλά και στα έξοχα σχόλια που έγιναν, οπότε θα έλεγε κανείς ότι εξαντλήθηκε το θέμα. Ύστερα όμως ο φίλος Σπύρος Ζερβόπουλος, που έχει εξελιχτεί σε δεινό αναδιφητή των σωμάτων κειμένων, μου έστειλε με ηλεμήνυμα ένα σωρό χρήσιμες πληροφορίες, που θα ήταν κρίμα να μη δημοσιευτούν, ενώ η πλάστιγγα έγειρε οριστικά όταν πριν από μερικές μέρες ένας παλιός γνωστός μού ζήτησε τη γνώμη μου για την ετυμολογία της λέξης, επειδή τη χρειαζόταν ένας φοιτητής του σε μια εργασία του. Έτσι, αποφάσισα να γράψω κι εγώ για την ετυμολογία του ρεμπέτη, συνοψίζοντας όσα ειπώθηκαν. Ωστόσο, ο έπαινος αξίζει στον Δύτη και στους σχολιαστές του καθώς και στον Σπ. Ζερβόπουλο: εγώ απλώς συνοψίζω. […]

Ξεκινώντας, και πριν μπούμε στο θέμα μας, εύκολα μπορούμε να καταρρίψουμε την «ετυμολογία» που είχε προτείνει ο αρχικός επισκέπτης, ότι τάχα η λέξη ρέμπελος είναι ομόρριζη με τον ρεμπέτη και προέρχεται από το ρήμα «ρέμβω» ή «ρεμβάζω». Ο ρέμπελος είναι βενετικό δάνειο που ανάγεται τελικά στο λατινικό rebellare, από το bellum, πόλεμος. Η λέξη μαρτυρείται αδιατάρακτα στα ιταλικά από τον μεσαίωνα. Αυτή είναι η ομόφωνα αποδεκτή άποψη και δεν μπορεί να κλονιστεί από την ηχητική ομοιότητα ή επειδή σε κάποιον φάνηκε ότι οι ρεμπέτες είναι και ρέμπελοι. Άλλωστε, ρεμπελιό στα μεσαιωνικά ελληνικά δεν σημαίνει αραλίκι αλλά εξέγερση (π.χ. το ρεμπελιό των ποπολάρων).

Πάμε τώρα στο κυρίως θέμα, την ετυμολογία των λέξεων ‘ρεμπέτης’ και ‘ρεμπέτικο’. Όπως είδαμε, ο επισκέπτης πιο πάνω υποστηρίζει την προέλευση από το ρήμα «ρέμβω» (που σήμαινε, στην αρχαιότητα, μεταξύ άλλων, «περιφέρομαι, περιπλανώμαι»), μια άποψη που, αν και δεν τη δέχεται κανένα μεγάλο λεξικό μας, ακούγεται αρκετά, κυρίως από μελετητές του ρεμπέτικου, σαν τον Κ. Φέρρη, οι οποίοι επιπλέον επικαλούνται το λεξικό του Δουκάγγιου (1688) όπου υπάρχει το λήμμα «ρεμπιτός» (με τη σημασία «πλανημένος»), παραφθορά του «ρεμβός» (ο αναιτίως πλανώμενος). Πηγή του Δουκαγγίου είναι ο Μέρσιος (Meursius ή Johannes van Meurs), o Φλαμανδός ελληνιστής που έγραψε στις αρχές του 17ου αιώνα.

Κοντά σε αυτά, υπάρχει και το ρήμα «ρέμπομαι», πιθανώς μετεξέλιξη του «ρέμβομαι», που υπάρχει και στον Ερωτόκριτο, αλλά και σήμερα στην κρητική διάλεκτο, και που έχει πάρει άλλες σημασίες, κυρίως «νέμομαι» ή και «περηφανεύομαι». Ας πούμε, στον Ερωτόκριτο, «επέτετο κι ερέμπετο στην αρχοντιά την τόση» ή «μα ρέμπεται στις αφεντιές, στα πλούτη ντου καυκάται».

Το κακό με τη «θεωρία των ρεμπετολόγων» είναι ότι αφενός λείπουν εντελώς οι ενδιάμεσοι τύποι από το «ρέμπομαι» και το «ρεμπιτός» του Μεσαίωνα ως τον ρεμπέτη, και αφετέρου ότι η σημασιακή απόσταση μεταξύ του «ρέμπομαι» και του «ρεμπέτης» είναι αρκετά μεγάλη. Την απόσταση αυτή προσπαθούν να τη γεφυρώσουν με κατασκευές όπως ότι «ρέμπομαι» σήμαινε τάχα «ζω μποέμικα», αλλά αυτό δεν προκύπτει από τα κείμενα παρά (μου) φαίνεται σκέτος υποκειμενισμός.

Continue reading “Η ρεμπέτα, οι ρεμπέτες και το ρεμπέτικο”

Το ντύσιμο του παλικαριού

paradosi_antarsias_0Ήδη από το 1860, τα πρώτα στοιχεία της μελλοντικής αντι-κοινωνίας των ρεμπέτηδων αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του αθηναϊκού πληθυσμού. Σύμφωνα με τον E. About [La Grèce contemporaine, 1860], την εποχή εκείνη ο πληθυσμός της Αθήνας διακρινόταν σε τρεις κατηγορίες: στους Φαναριώτες, τους Νησιώτες και τα Παλικάρια. Οι τελευταίοι ήταν ορεσίβιοι, παλιοί οπλαρχηγοί ή ληστές που «έχουν κουβαλήσει μαζί τους ως και μέσα στην Αθήνα τα παράξενα έθιμα του τόπου τους», δηλαδή, ανάμεσα  στα άλλα, μια γλώσσα γεμάτη τούρκικες λέξεις, και τη συνήθεια να βγαίνουν στους δρόμους της πρωτεύουσας πάνοπλοι. Μερικές λεπτομέρειες από το ντύσιμο του παλικαριού που περιγράφει ο E. About είναι πολύ χαρακτηριστικές και θυμίζουν την αμφίεση των ρεμπέτηδων στο μεταίχμιο του 19ου προς τον 20ό αιώνα (γνωστών τότε με το όνομα κουτσαβάκια): χασεδένιο πουκάμισο με μεγάλο ριχτό γιακά, χωρίς γραβάτα, γιλέκο, χωρίς μανίκια, φαρδιά πέτσινη ζώνη απ’ όπου κρεμούσαν το κεντητό μαντίλι, το πουγγί, την καπνοσακούλα και τ’ αρματα.

~ Στάθης Δαμιανάκος,  Παράδοση ανταρσίας και λαϊκός πολιτισμός, εκδ. Πλέθρον, 1987


n.b. Εδώ νομίζω ο Δαμιανάκος διαβάζει ό,τι τον βολεύει και βλέπει ό,τι θέλει. Ο Αμπού περιγράφει φουστανελάδες, κι αυτός βλέπει κουτσαβάκηδες. Να το πρωτότυπο:

9783958220959-us-300.jpg

“Voici, en quelques mots, la toilette d’un Pallicare d’Athènes : une chemise de percale avec un grand col rabattu, sans cravate ; un caleçon court en coton ; des bas quelquefois ; toujours des guêtres agrafées jusqu’au genou, assez semblables aux cnémides des guerriers d’Homère ; des babouches rouges ; une foustanele, ou jupe très-ample, serrée à petits plis autour de la taille ; une ceinture et des jarretières étroites en soie de couleur ; un gilet sans manches ; une veste à manches ouvertes ; un bonnet rouge à gland bleu ; une large ceinture de cuir où l’on suspend le mouchoir brodé, la bourse, le sac à tabac, l’écritoire et les armes. La veste et les guêtres sont presque toujours en soie et souvent brodées d’or. Le costume d’un domestique de bonne maison, ou d’un employé à six cents francs par an, vaut six cents francs. En hiver, les Pallicares s’enveloppent dans un manteau de laine blanche qui imite assez bien la toison d’une brebis, ou dans un énorme surtout de feutre grossier, imperméable à la pluie. En été, pour se défendre des coups de soleil, ils enroulent un mouchoir, en guise de turban, autour de leur bonnet rouge. Dans quelques villages, le turban est encore de mode, et l’on rase les cheveux.”

Μαχαίρια και κουμπούρια

[απόσπασμα από το “Μαχαίρια και κουμπούρια” του Ηλία Πετρόπουλου, γραμμένο στο Παρίσι από τις 10 ως τις 22-5-2000. Δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο “Καπανταήδες και μαχαιροβγάλτες”, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 2001]

654.jpgΠριν τον πόλεμο του 1940,  οι μπουζουξήδες ασκούσαν ένα λίαν επικίνδυνο επάγγελμα. Τότε γινόντουσαν καβγάδες και φόνοι για το τίποτα. Καθώς περιγράφει ο Παπαϊωάννου, οι μπουζουξήδες οπλοφορούσαν. Οι παρεξηγήσεις και οι απειλές (:κοίτα καλά, για να μη σε πάρουν σηκωτό!) ήσανε σε ημερήσια διάταξη. Πολλοί νταήδες απαιτούσαν από τον τραγουδιστή ένα συγκεκριμένο τραγούδι, που ο μπουζουξής αδυνατούσε να παίξει, γιατί θάπρεπε ν’ αλλάξει κούρντισμα. Ο ζόρικος νταής δεν καταλάβαινε τις τεχνικές εξηγήσεις του μπουζουξή και εξακουλουθούσε να τον απειλεί. Σήμερα ακόμη, κάποιοι αρχιμαλάκες υποκύπτουν στο ίδιο σφάλμα, ζητώντας, στα καλά-καθούμενα, ένα τραγούδι της αρεσκείας των. Με τα χρόνια, οι μπουζουξήδες, για να ικανοποιήσουν τα κέφια των μεθυσμένων νταήδων, αναγκάστηκαν να έχουν δίπλα τους ένα δεύτερο μπουζούκι (ή μπαγλαμά) κουρντισμένο διαφορετικά. Πάντως, για καλό και για κακό, έσερναν μαζί τους κι ένα μαχαίρι. Συνήθως, το μαχαίρι το έκρυβαν κάτω από το μαξιλαράκι της καρέκλας. Το 1952, ένας από τους Κατελάνους (οικογένεια παλικαράδων, χαφιέδων της Ασφάλειας) απείλησε με βιαιότητα το Γενίτσαρη, επειδή δεν έπαιξε αμέσως μια παραγγελιά. Ο Γενίτσαρης άρπαξε το μαχαίρι, που είχε κάτω από το μαξιλάρι της καρέκλας του, και τόχοσε στο λαιμό του Κατελάνου. Ο Κατελάνος δεν πέθανε. Ο Γενίτσαρης έπαψε να εμφανίζεται στα μπουζουκομάγαζα ως το 1972, που τον έπεισα να εμφανιστεί στο Κύτταρο. Και μια εθνολογική παρατήρηση: οι Κατελάνοι ήσανε κουράδες της Μάνης, ενώ ο Γενίτσαρης είναι γνήσιος αρβανιτόμαγκας, που δεν σηκώνει πολλά-πολλά.

ντερβίσης

(από slang.gr)

Λέξη που προέρχεται από τα Φαρσί και υιοθετήθηκε στα Ελληνικά μέσω της τουρκικής [darvēsh, Φαρσί ζητιάνος]. Κυριολεκτικά αναφέρεται στους μουσουλμάνους ασκητές, που στοχεύουν να έρθουν πιο κοντά στο Θεό, στο στάδιο της θέωσης, όπως οι ελληνορθόδοξοι μοναχοί. Είναι γνωστοί οι Περιστρεφόμενοι Δερβίσηδες (Μεβλανά), οι οποίοι σημειωτέον την έπιναν κιόλας. Στην αργκό εκδοχή της η λέξη περιγράφει τον περήφανο μάγκα, το μπεσαλή, που μπορεί να σταθεί σε όποιον έχει ανάγκη. Συχνότατα συναντάται ως σύνθετη λέξη, όπως: ντερβισόπαιδο, ντερβισόμαγκας, ντερβισογκόμενα, ντερβισάνθρωπος. Στα ρεμπέτικα τραγούδια, το ρούφηγμα μαύρης από τον ντερβίση είναι sine qua non!

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ

1. Το γνωστό άσμα του Χριστάκη, «Είπανε πως είσαι μάγκας»:

«Έμαθα πως παίζεις ζάρια, είσαι και χασικλού, εξηγείσαι στα παιχνίδια, έχεις και γιαβουκλού.
Χασίκλα είσαι και ντερβίσης, τραβάς την κουμπουριά
και σ’ όλα τα παιχνίδια μέσα …….. τη μαγκιά».

  2. Απόσπασμα από πραγματεία με θέμα το ρεμπέτικο τραγούδι:

«Κουτσαβάκης, μάγκας και ντερβίσης,· όλ’ αυτά είναι ένα. Αλλά ο ντερβίσης είναι ανώτερος απ’ όλους», λέει ο Μάρκος στην αυτοβιογραφία του, ενώ ο Κερομύτης μιλάει για τον «πρωτόμαγκα», δίνοντας έτσι και κάποια απόχρωση ιεραρχίας.

Ρεμπέτες και καπανταήδες

sdfΠαρουσιαστικό

Ο κούτσαβος ήταν ψηλός και λεπτός. Στομάχι ποτέ, κοιλιά ποτέ. Μαλλιά αλειμμένα με λίπα για να γυαλίζουν. Απαραιτήτως χωρίστρα κι ένα τζουλούφι στο μέτωπο, που έπεφτε μπρος στα μάτια. Ο ρεμπέτης για να ιδεί τον συνομιλητή του τράβαγε το τζουλούφι, κάνοντας μια χαρακτηριστική χειρονομία. Μουστάκια στριφτά, στημένα όρθια, χάρη στην μαντέκα.

Ο κουτσαβάκης περπάταγε μονόπαντα και λικνιστικά, με ανασηκωμένο τον αριστερό ώμο, κουνώντας μόνο το δεξί χέρι. Βλέμμα βαρύ και απροσδιορίστως απειλητικό. Φωνή βραχνή από το πολύ χασίσι. Σ’ όλο το κορμί αφανή τατουάζ. Ένα μικρό τατουάζ πάνω στη ράχη της μιας παλάμης.

Ενδυμασία

Ρεμπούπλικα μαύρη με κορδέλα μαύρη (την διαβόητη χλίψη), για να πενθούν τους σκοτωμένους φίλους, ή τους εχθρούς που οι ίδιοι θα δολοφονούσαν μελλοντικώς. Σακάκι μαύρο με φιλντισένια κουμπιά. Το φοράγανε περαστό μόνο στο αριστερό μανίκι, όπως οι ουσάροι. Όταν, όμως, φοράγανε κανονικά το σακάκι δεν κούμπωναν ποτέ.

Πανταλόνι ριγωτό ή με μεγάλα φανταχτερά καρό, που ήτανε φουσκωτό και που κάτω-κάτω στένευε πολύ. Το πανταλόνι ήταν τόσο στενό στα ρεβέρια, ώστε οι ρεμπέτες λέγανε πώς για να το βάλουν χρησιμοποιούσαν κόκαλο και για να το βγάλουν έπρεπε να αλείψουν τις πατούσες τους με σαπουνάδα. Τα ρεβέρια ήσανε, συνήθως, γυρισμένα για να φαίνεται το κόκκινο βελούδο που είχαν ράψει μέσα μεριά, όπως ακριβώς έκαναν οι καπανταήδες της Ισταμπούλ.

Οι ρεμπέτες αγαπούσαν τα κίτρινα πουκάμισα και τις κόκκινες γραβάτες, τις λεγόμενες χασάπικες. Η μέση του ρεμπέτη σφιγμένη με το ζωνάρι, πού, συχνά, ήταν μισοκαλυμμένο από το γελέκι. Το ζωνάρι το τυλίγανε με τέχνη γύρο στη μέση και το είχανε για τσέπη και για οπλοστάσιο. Η μία άκρη του ζωναριού έπρεπε να κρέμεται. Υποτίθεται πως όποιος πάταγε το απλωμένο ζωνάρι ενός μόρτη το έκανε για να τον προκαλέσει. Οι κουτσαβάκηδες αγαπούσαν τα ψηλοτάκουνα μποτίνια. Σύμφωνα με την αισθητική τους το παπούτσι ήτο ωραίο όταν κάτω από την καμάρα του χώραγε να περάσει ένα ποντίκι. Το ντεκόρ του ρεμπέτη συμπληρωνότανε από το μελιτζανί μαντίλι, που ήταν χωμένο στις πτυχές του ζωναριού, ή που κρεμότανε από το τσεπάκι του σακακιού. Με το πέρασμα του χρόνου το κουστούμι του ρεμπέτη άρχισε να απλοποιείται.

Όπλα

Ο ρεμπέτης, ενώ ήτο ντυμένος ευρωπαϊκά, διατηρούσε το ζωνάρι με τα όπλα και τα διάφορα αντρικά μικροαντικείμενα: το μαντίλι, το τσακμάκι. Την καπνοσακούλα, το κομπολόι. Στο ζωνάρι έχωνε, συνήθως, και τα όπλα του. Ο ατομικός οπλισμός άρχιζε από τις κάμες και τέλειωνε στις διμούτσουνες πιστόλες και, αργότερα στα ρεβόλβερ.

Οι καπανταήδες της Ισταμπούλ απέφευγαν τις πιστόλες, λόγω αυστηρών διαταγών του σουλτάνου, που φοβότανε τυχόν δολοφονία του. Άλλωστε, οι πιστόλες κάνουν θόρυβο. Οι ρεμπέτες προτιμούσαν τις σιωπηλές δίκοπες και τα στιλέτα. Όταν ήθελαν να γελοιοποιήσουν τον αντίπαλο τον κυνηγούσαν και του έδιναν λίγες μαχαιριές, πίσω στους γλουτούς.

Όταν, όμως, ήθελαν να σκοτώσουν στ’ αληθινά. Κάρφωναν την δίκοπη στην κοιλιά του εχθρού και την στριφογύριζαν. Και, μάλιστα, μετά τραβάγανε το ματωμένο μαχαίρι και το έγλειφαν. Ή, άλλοτε, έσκυβαν και διάγκωναν το αυτί του πτώματος, ή ρουφάγανε το ένα μάτι του.

Όλ’ αυτά τα απαίσια είναι αποτυπωμένα μες στις παροιμίες και στις λαϊκές εκφράσεις. Πάντως, οι ρεμπέτες χρησιμοποιούσαν τα μαχαίρια με θεαματικούς τρόπους. Στην φυλακή ο τσιρίμπασης, που ήθελε να επιβεβαιώσει την εξουσία του, εξανάγκαζε τους φυλακισμένους να περάσουν κάτω από το μαχαίρι του που το κράταγε υψωμένο. Ο σκληρός μάγκας έτρωγε, μεταχειριζόμενος την κάμα σαν πηρούνι. Οι ρεμπέτες σιχαινόντουσαν τα κουτάλια και τις σούπες (στην Ελλάδα ο καλοφαγάς λέγεται γερό πηρούνι).

Ο ρεμπέτης, που ήθελε να τρομοκρατήσει την ταβέρνα, κάρφωνε στο τραπέζι το μαχαίρι του.

Continue reading “Ρεμπέτες και καπανταήδες”