Παρουσιαστικό
Ο κούτσαβος ήταν ψηλός και λεπτός. Στομάχι ποτέ, κοιλιά ποτέ. Μαλλιά αλειμμένα με λίπα για να γυαλίζουν. Απαραιτήτως χωρίστρα κι ένα τζουλούφι στο μέτωπο, που έπεφτε μπρος στα μάτια. Ο ρεμπέτης για να ιδεί τον συνομιλητή του τράβαγε το τζουλούφι, κάνοντας μια χαρακτηριστική χειρονομία. Μουστάκια στριφτά, στημένα όρθια, χάρη στην μαντέκα.
Ο κουτσαβάκης περπάταγε μονόπαντα και λικνιστικά, με ανασηκωμένο τον αριστερό ώμο, κουνώντας μόνο το δεξί χέρι. Βλέμμα βαρύ και απροσδιορίστως απειλητικό. Φωνή βραχνή από το πολύ χασίσι. Σ’ όλο το κορμί αφανή τατουάζ. Ένα μικρό τατουάζ πάνω στη ράχη της μιας παλάμης.
Ενδυμασία
Ρεμπούπλικα μαύρη με κορδέλα μαύρη (την διαβόητη χλίψη), για να πενθούν τους σκοτωμένους φίλους, ή τους εχθρούς που οι ίδιοι θα δολοφονούσαν μελλοντικώς. Σακάκι μαύρο με φιλντισένια κουμπιά. Το φοράγανε περαστό μόνο στο αριστερό μανίκι, όπως οι ουσάροι. Όταν, όμως, φοράγανε κανονικά το σακάκι δεν κούμπωναν ποτέ.
Πανταλόνι ριγωτό ή με μεγάλα φανταχτερά καρό, που ήτανε φουσκωτό και που κάτω-κάτω στένευε πολύ. Το πανταλόνι ήταν τόσο στενό στα ρεβέρια, ώστε οι ρεμπέτες λέγανε πώς για να το βάλουν χρησιμοποιούσαν κόκαλο και για να το βγάλουν έπρεπε να αλείψουν τις πατούσες τους με σαπουνάδα. Τα ρεβέρια ήσανε, συνήθως, γυρισμένα για να φαίνεται το κόκκινο βελούδο που είχαν ράψει μέσα μεριά, όπως ακριβώς έκαναν οι καπανταήδες της Ισταμπούλ.
Οι ρεμπέτες αγαπούσαν τα κίτρινα πουκάμισα και τις κόκκινες γραβάτες, τις λεγόμενες χασάπικες. Η μέση του ρεμπέτη σφιγμένη με το ζωνάρι, πού, συχνά, ήταν μισοκαλυμμένο από το γελέκι. Το ζωνάρι το τυλίγανε με τέχνη γύρο στη μέση και το είχανε για τσέπη και για οπλοστάσιο. Η μία άκρη του ζωναριού έπρεπε να κρέμεται. Υποτίθεται πως όποιος πάταγε το απλωμένο ζωνάρι ενός μόρτη το έκανε για να τον προκαλέσει. Οι κουτσαβάκηδες αγαπούσαν τα ψηλοτάκουνα μποτίνια. Σύμφωνα με την αισθητική τους το παπούτσι ήτο ωραίο όταν κάτω από την καμάρα του χώραγε να περάσει ένα ποντίκι. Το ντεκόρ του ρεμπέτη συμπληρωνότανε από το μελιτζανί μαντίλι, που ήταν χωμένο στις πτυχές του ζωναριού, ή που κρεμότανε από το τσεπάκι του σακακιού. Με το πέρασμα του χρόνου το κουστούμι του ρεμπέτη άρχισε να απλοποιείται.
Όπλα
Ο ρεμπέτης, ενώ ήτο ντυμένος ευρωπαϊκά, διατηρούσε το ζωνάρι με τα όπλα και τα διάφορα αντρικά μικροαντικείμενα: το μαντίλι, το τσακμάκι. Την καπνοσακούλα, το κομπολόι. Στο ζωνάρι έχωνε, συνήθως, και τα όπλα του. Ο ατομικός οπλισμός άρχιζε από τις κάμες και τέλειωνε στις διμούτσουνες πιστόλες και, αργότερα στα ρεβόλβερ.
Οι καπανταήδες της Ισταμπούλ απέφευγαν τις πιστόλες, λόγω αυστηρών διαταγών του σουλτάνου, που φοβότανε τυχόν δολοφονία του. Άλλωστε, οι πιστόλες κάνουν θόρυβο. Οι ρεμπέτες προτιμούσαν τις σιωπηλές δίκοπες και τα στιλέτα. Όταν ήθελαν να γελοιοποιήσουν τον αντίπαλο τον κυνηγούσαν και του έδιναν λίγες μαχαιριές, πίσω στους γλουτούς.
Όταν, όμως, ήθελαν να σκοτώσουν στ’ αληθινά. Κάρφωναν την δίκοπη στην κοιλιά του εχθρού και την στριφογύριζαν. Και, μάλιστα, μετά τραβάγανε το ματωμένο μαχαίρι και το έγλειφαν. Ή, άλλοτε, έσκυβαν και διάγκωναν το αυτί του πτώματος, ή ρουφάγανε το ένα μάτι του.
Όλ’ αυτά τα απαίσια είναι αποτυπωμένα μες στις παροιμίες και στις λαϊκές εκφράσεις. Πάντως, οι ρεμπέτες χρησιμοποιούσαν τα μαχαίρια με θεαματικούς τρόπους. Στην φυλακή ο τσιρίμπασης, που ήθελε να επιβεβαιώσει την εξουσία του, εξανάγκαζε τους φυλακισμένους να περάσουν κάτω από το μαχαίρι του που το κράταγε υψωμένο. Ο σκληρός μάγκας έτρωγε, μεταχειριζόμενος την κάμα σαν πηρούνι. Οι ρεμπέτες σιχαινόντουσαν τα κουτάλια και τις σούπες (στην Ελλάδα ο καλοφαγάς λέγεται γερό πηρούνι).
Ο ρεμπέτης, που ήθελε να τρομοκρατήσει την ταβέρνα, κάρφωνε στο τραπέζι το μαχαίρι του.
Continue reading “Ρεμπέτες και καπανταήδες” →