Μάρκος Βαμβακάρης – Χθες το βράδυ στο σκοτάδι

Ζεϊμπέκικο του Μάρκου Βαμβακάρη. Στην αυτοβιογραφία του αναφέρει το περιστατικό που τον ενέπνευσε να το συνθέσει και περιγράφεται στους στίχους του. Ηχογραφήθηκε το 1935. Ορχήστρα με μπουζούκι (Μ. Βαμβακάρης), κιθάρα (Κ. Καρίπης) και κομπολόϊ με ποτήρι. / “Το τραγούδι περιγράφει ανάγλυφα τους απάνθρωπους, αλλά και αντισυνταγματικούς διωγμούς που υπέστη ο υπόκοσμος στη δεκαετία του ‘30. Ο ίδιος ο Μάρκος υπήρξε παθός και μαθός.” ~ Ηλίας Πετρόπουλος, Ρεμπέτικα τραγούδια

Χτες το βράδυ στο σκοτάδι
με στριμώξανε δυο μαύροι
έρευνα για να μου κάνουν
και το μαύρο να μου πάρουν.

Είχα κάνει φίνα ζούλα
που τους έπιασε τρεμούλα
Ρε, ψάξανε να μου το βρούνε,
μάγκα τώρα θα τον πιούμε.

Αγριέψανε οι μαύροι
μου τη στήνουν τ’ άλλο βράδυ,
βρε, και με κάνουνε πιαστό – αμαν αμαν
με τραβούνε στο πλεχτό.

Το πρωί στο Διοικητή – αμάν, αμάν,
και το βράδυ σην Αρχή
βρέ, κι έτσι μάγκα με δικάζουν,
και οι μαύροι ησυχάζουν.

Η κλούβα

654Η σύλληψη και η μεταγωγή τελούνται υπό τα βλέματα του λαού. Μάλιστα, παλιότερα, αποτελούσαν δημόσιο θέαμα, όπως και οι εκτελέσεις. Ανέκαθεν, οι κρατούμενοι και φυλακισμένοι (υπάρχει ουσιώδης διαφορά μεταξύ των δύο όρων) μεταφέρονταν από τόπο σε τόπο δεμένοι και υπό συνοδείαν. Η κουστοδία των χωροφυλάκων ήτο, πάντοτε, ισχυρή. Οι χωροφύλακες παραλαμβάνουν τους κρατούμενους και φυλακισμένους επί αποδείξει, παίρνοντας συγχρόνως και τους φακέλους των. Οι χωροφύλακες, όταν μπαίνουν σε μια φυλακή, αφοπλίζονται. Τον 19ο αιώνα οι μεταγόμενοι κρατούμενοι ή κατάδικοι ήσανε δεμένοι με σχοινί, πιστάγκωνα. Αργότερα, το εκπολιτισθέν Ελληνικό Κράτος αγόρασε αλυσίδες με λουκέτο και, εν συνεχεία χειροπέδες. Τις χειροπέδες τις έλεγαν βραχιόλια ή κελεψέδες. Είναι γνωστός ο στίχος: Τα χέρια μου στον κελεψέ κι ο νους μου στην αγάπη. Την φυλακή τη λέγανε: φρέσκο φυλάκα ψειρού στενή σκοτεινή υπόγα μπουντρούμι χάψη κλπ. Η λέξη φρέσκο φαίνεται να ήρθε από τα Επτάνησα. Ο Μακρυγιάννης εχρησιμοποίησε τις λέξεις φυλάκα και χάψη, καθώς και το ρήμα φυλακώνω. Η λέξη χάψη είναι η καθ’ ημάς απόδοση του τουρκικού συνώνυμου hapis, που ίσως επιβλήθηκε επειδή η φυλακή χάφτει τους ανθρώπους. Ο Ανδριώτης επιμένει πως η λέξη χάψη προήλθε από το ανύπαρκτο τουρκικό hapsi. Το τουρκικό hapis αντιγράφει το αραβικό habs που ακουγότανε και ως haps.

~ Ηλίας Πετρόπουλος, “Η κλούβα”, 1998, στο “Καπανταήδες και μαχαιροβγάλτες”

τα τσογλάνια κωλώνουν,  τ’ αλάνια ποτές

[“Πρόκειται για λαϊκό ρητό που το λέγανε οι λαχαναγορίτες”. ~ Ηλίας Πετρόπουλος, “Τα Παιδιά της Φάρας”, στο “Καπανταήδες και μαχαιροβγάλτες”]

Κώστας Μπέζος – Στην υπόγα

Τραγούδι του Κώστα Μπέζου (Α. Κωστής) που το ερμηνεύει ο ίδιος. Είναι ο πρώτος δίσκος που ηχογράφησε στην Ελλάδα ο Τέτος Δημητριάδης για λογαριασμό της αμερικανικης εταιρείας Victor, με τον Κώστα Μπέζο και κυκλοφόρησε στην Αμερική. Ηχογραφήθηκε στην Αθήνα, το 1930. Ζεϊμπέκικο. Ορχήστρα με δύο κιθάρες, παίζουν Κώστας Καρίπης και Κώστας Μπέζος. / Εκτέλεση από Θεοδοσία Στίγκα και φουλ ορχήστρα εδώ / Ο Πετρόπουλος λέει: “Καθώς πολλά μουρμούρικα, έτσι και σ’ αυτό το τραγούδι υπάρχουν έντονα σουρεαλιστικά στοιχεία. Όθεν, αδυνατώ να εξηγήσω τι σημαίνουν ορισμένες φράσεις (π.χ. του δεύτερου και του τρίτου δίστιχου). Πάντως κούφιο σημαίνει πιστόλι, όχι περίστροφο. Το τελευταίο δίστιχο είναι σαφώς ειρωνικό. Ο φουκαράς ο Μήτσος, ο στραβοκάνης, προφανώς, ήτανε ντουμανάκιας (δηλαδή: μπατίρης που συχνάζει στους τεκέδες και προσπαθεί να μαστουριάσει εισπνέοντας τα αιωρούμενα ντουμάνια, ή, ζητιανεύοντας καμιά ψιλή). Οι μάγκες κοροϊδεύουν, με συγκατάβαση, τους ντουμανάκηδες.”

Ρε, ν’ από πί-, ρε ν’ από πίσω στη στρατώνα
Βαρέσαν μά-, βαρέσαν μάγκα στην υπόγα

Μπαίνει ‘νας μπά-, μπαίνει ‘νας μπάτσος με το κούφιο
Και ρίχνει μου-, και ρίχνει μούσμουλα στο ρούφο

Και κατρακύ-, και κατρακύλησε το φέσι
Μας σβήνει ο να-, μας σβήνει ο ναργιλές στη μέση

Και τον ανά-, και τον ανάβει η κυρία Κούλα
Ρε που ‘χει τάλιρα και τσιγαριές στη ζούλα

Γειά σου ρε Μή-, γειά σου ρε Μήτσο στραβοκάνη
Που ‘σαι μαστού-, που ‘σαι μαστούρι απ’ το ντουμάνι

Μιχάλης Γενίτσαρης – Εγώ μάγκας φαινόμουνα

“Βαρύ ζεϊμπέκικο. Είναι ο πρώτος δίσκος του Μιχάλη Γενίτσαρη, χτυπημένος το 1937. Τότε ο Γενίτσαρης ήτανε μόλις δέκα-οχτώ χρονώ. Κι όμως έγραψε αυτό το κλασικό ρεμπέτικο και το τραγούδησε θαυμάσια με υποδειγματική μάγκικη προφορά, ενώ, παράλληλα, έπαιξε μπουζούκι (συνοδεύοντας τον εαυτό του) με εξίσου θαυμάσιο και υποδειγματικό τρόπο.” ~ Ηλίας Πετρόπουλος, Ρεμπέτικα Τραγούδια

Εγώ μάγκας φαινόμουνα
να γίνω από μικράκι
καταλαβα τα έξυπνα
κι έμαθα μπουζουκάκι.

Αντί σκολιό μου πάγαινα
μες του Καραϊσκάκη
έπινα διάφορα πιοτά
να μάθω μπουζουκάκι.

Οι συγγενείς μου λέγανε
να το απαρατήσω
αυτό το παλιομπούζουκο
για θα τους ξεφτιλίσω.

Εγώ όμως δεν το άφηνα
να λείψει από κοντά μου
αυτό το παλιομπούζουκο
που το `χα συντροφιά μου.

Γιώργος Μπάτης – Οι φυλακές του Ωρωπού

“Ζεϊμπέκικο του Μπάτη. Δίσκος του 1933 1934, με τον ίδιο. Δυστυχώς είναι πια αργά για να μάθουμε αν αυτό το συνταρακτικό και αποκαλυπτικό και – στο είδος του – μοναδικό τραγούδι οφείλεται στην ιδιοφυία του Μπάτη, ή, αν αυτός έχει δανειστεί στοιχεία από παλιά μουρμούρικα. Συν τοις άλλοις, οι στίχοι του Ωρωπού είναι αυστηρότατα αντικειμενικοί. Πράγματι, στις φυλακές το διαιτολόγιο είναι τόσο μονότονο που οι κατάδικοι το αποστηθίζουν. Το ξύρισμα και το κούρεμα, στις φυλακές, γίνεται δωρεάν. Αυτό θεωρητικώς, στην πράξη – αν δεν πληρώσεις – ο κουρέας σε γδέρνει. Τα νούμερα του τραγουδιού δηλώνουν τους θαλάμους της φυλακής. Η έκφραση την αμολάνε όλοι αβέρτα σημαίνει: όλοι χαφιεδίζουν συνεχώς και ανοιχτά. Στις φυλακές οι κατάδικοι που δουλεύουν για την σωφρονιστική υπηρεσία (γραμματικοί, καθαριστές κτλ.) μένουν σε χωριστούς θαλάμους, και συνήθως είναι χαφιέδες  του αρχιφύλακα. Ο όγδοος θάλαμος της φυλακής Ωρωπού φαίνεται ότι ήτανε νοσοκομείο ή αναρωτήριο. Τέλος, έχω να προσθέσω ότι ο τρίτος και τέταρτος στίχους χρησιμοποιούνται από τους κατάδικους σαν παροιμία. Το τραγούδι αυτό τραγουδιέται με τρόπο σχεδόν αφηγηματικό.” ~ Ηλίας Πετρόπουλος, Ρεμπέτικα Τραγούδια / Μπαγλαμά παίζει ο Μπάτης, μπουζούκι παίζει ο Ανέστης Δελιάς ή Αρτέμης.

Στον Ωρωπό καλέ την περνάμε φίνα
πιο καλά κι απ’ την Αθήνα.

Τρίτη, Πέμπτη μακαρόνια
μα ο μάγκας βγάζει χρόνια.

Και την Κυριακή μας δίνουν κρέας,
τσάμπα είναι κι ο κουρέας.

Εις το πρώτο πγαιν’ το χαρμανλίκι,
εις στο δεύτερο το μαστουρλίκι.

Και στο τρίτο πγαιν’ το νταϊλίκι
και στο τέταρτο, ωχ, το ζοριλίκι.

Και στο πέμπτο της λαθρομπορίας
και στο έκτο όλη η σκευωρία.

Και στο έβδομο όλ’ οι τεκετζήδες
και στο όγδοο όλοι οι ασθενήδες.

Και στο νούμερο το δέκα
την αμολάνε όλοι αβέρτα.

Θεοδοσία Στίγκα – Ήσουνα ξυπόλυτη

Ο Φέρρης θεωρεί ότι είναι τραγούδι του Τέτου Δημητριάδη και του Α. Κωστή (ψευδώνυμο του Κώστα Μπέζου) – ηχογράφηση εδώ. Αλλά μάλλον “προέρχεται από την περίοδο της ανώνυμης δημιουργίας και τραγουδιόταν σε διάφορες παραλλαγές”. Ο Πετρόπουλος λέει: “Παλιό μουρμούρικο της φυλακής. Βαρύ ζεϊμπέκικο. Το λέγανε πριν το 1900. Οι πρώτες έξι στροφές περιλαμβάνονται σε δίσκο, χτυπημένο πριν το 1920. Στην άλλη όψη του ίδιου δίσκου υπάρχει η περίφημη Υπόγα.” [Προφανώς εννοεί την εκτέλεση Κωστή, που είναι του 1930.]

Ήσουνα ξυπόλητη και γύρναγες στους δρόμους
Τώρα που σε πήρα εγώ, γυρεύεις ιπποκόμους

Ήσουνα ξυπόλητη και μάζευες κοσάρια
Τώρα που σε πήρα εγώ, γυρεύεις κατοστάρια

Ήσουνα ξυπόλητη και μάζευες ραδίκια
Τώρα που σε πήρα εγώ, γυρεύεις σκουλαρίκια

Ήσουνα ξυπόλητη και τάιζες κοκόρους
και τώρα που σε πήρα εγώ, ζητάς αεροπόρους

Τα ζάρια μου τα κούνησα κι ήρθανε έξη πέντε
Πάλι οι μπάτσοι στη γωνιά. τους πάει πέντε-πέντε

Βρε χίλια χρόνια φυλακή τιμώρησα το χάρο
Να ‘σαι πάντα λεύτερη, μαζί σου να γουστάρω


Άλλες στροφές, από Πετρόπουλο:

Ήσουνα ξυπόλητη και μάζευες χορτάρια
Τώρα που σε πήρα εγώ, γυρεύεις κατοστάρια

Βρε ήσουνα, τι ήσουνα, μια τσουβαλοπλέχτρα
Τώρα που σε πήρα εγώ, γυρεύεις σούρτα-φέρτα

Ήσουνα, τι ήσουνα, μια παξιμαδοκλέφτρα
Τώρα που σε πήρα εγώ, γυρεύεις σούρτα-φέρτα

Ήσουνα ξυπόλητη και μάζευες ραδίκια
Τώρα που σε πήρα εγώ, γυρεύεις βαντανίκια

Ήσουνα ξυπόλητη και πάταγες στις λάσπες
Τώρα που σε πήρα εγώ, γυρεύεις άσπρες κάλτσες


Άλλες στροφές, αδέσποτες:

Ήσουνα, τι ήσουνα, παλιάς πουτάνας κόρη
Τώρα που σε πήρα εγώ, ζητάς αεροπόροι

Ήσουνα, τι ήσουνα, γαμιόσουνα στα τρένα
Τώρα που σε πήρα εγώ, το παίζεις και παρθένα

Κούνησα ζάρια μου κι έφερα τρία πέντε
Τους φαντάρους έπαιρνες στα δάση πέντε-πέντε

Μαχαίρια και κουμπούρια

[απόσπασμα από το “Μαχαίρια και κουμπούρια” του Ηλία Πετρόπουλου, γραμμένο στο Παρίσι από τις 10 ως τις 22-5-2000. Δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο “Καπανταήδες και μαχαιροβγάλτες”, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 2001]

654.jpgΠριν τον πόλεμο του 1940,  οι μπουζουξήδες ασκούσαν ένα λίαν επικίνδυνο επάγγελμα. Τότε γινόντουσαν καβγάδες και φόνοι για το τίποτα. Καθώς περιγράφει ο Παπαϊωάννου, οι μπουζουξήδες οπλοφορούσαν. Οι παρεξηγήσεις και οι απειλές (:κοίτα καλά, για να μη σε πάρουν σηκωτό!) ήσανε σε ημερήσια διάταξη. Πολλοί νταήδες απαιτούσαν από τον τραγουδιστή ένα συγκεκριμένο τραγούδι, που ο μπουζουξής αδυνατούσε να παίξει, γιατί θάπρεπε ν’ αλλάξει κούρντισμα. Ο ζόρικος νταής δεν καταλάβαινε τις τεχνικές εξηγήσεις του μπουζουξή και εξακουλουθούσε να τον απειλεί. Σήμερα ακόμη, κάποιοι αρχιμαλάκες υποκύπτουν στο ίδιο σφάλμα, ζητώντας, στα καλά-καθούμενα, ένα τραγούδι της αρεσκείας των. Με τα χρόνια, οι μπουζουξήδες, για να ικανοποιήσουν τα κέφια των μεθυσμένων νταήδων, αναγκάστηκαν να έχουν δίπλα τους ένα δεύτερο μπουζούκι (ή μπαγλαμά) κουρντισμένο διαφορετικά. Πάντως, για καλό και για κακό, έσερναν μαζί τους κι ένα μαχαίρι. Συνήθως, το μαχαίρι το έκρυβαν κάτω από το μαξιλαράκι της καρέκλας. Το 1952, ένας από τους Κατελάνους (οικογένεια παλικαράδων, χαφιέδων της Ασφάλειας) απείλησε με βιαιότητα το Γενίτσαρη, επειδή δεν έπαιξε αμέσως μια παραγγελιά. Ο Γενίτσαρης άρπαξε το μαχαίρι, που είχε κάτω από το μαξιλάρι της καρέκλας του, και τόχοσε στο λαιμό του Κατελάνου. Ο Κατελάνος δεν πέθανε. Ο Γενίτσαρης έπαψε να εμφανίζεται στα μπουζουκομάγαζα ως το 1972, που τον έπεισα να εμφανιστεί στο Κύτταρο. Και μια εθνολογική παρατήρηση: οι Κατελάνοι ήσανε κουράδες της Μάνης, ενώ ο Γενίτσαρης είναι γνήσιος αρβανιτόμαγκας, που δεν σηκώνει πολλά-πολλά.

Ρεμπέτες και καπανταήδες

sdfΠαρουσιαστικό

Ο κούτσαβος ήταν ψηλός και λεπτός. Στομάχι ποτέ, κοιλιά ποτέ. Μαλλιά αλειμμένα με λίπα για να γυαλίζουν. Απαραιτήτως χωρίστρα κι ένα τζουλούφι στο μέτωπο, που έπεφτε μπρος στα μάτια. Ο ρεμπέτης για να ιδεί τον συνομιλητή του τράβαγε το τζουλούφι, κάνοντας μια χαρακτηριστική χειρονομία. Μουστάκια στριφτά, στημένα όρθια, χάρη στην μαντέκα.

Ο κουτσαβάκης περπάταγε μονόπαντα και λικνιστικά, με ανασηκωμένο τον αριστερό ώμο, κουνώντας μόνο το δεξί χέρι. Βλέμμα βαρύ και απροσδιορίστως απειλητικό. Φωνή βραχνή από το πολύ χασίσι. Σ’ όλο το κορμί αφανή τατουάζ. Ένα μικρό τατουάζ πάνω στη ράχη της μιας παλάμης.

Ενδυμασία

Ρεμπούπλικα μαύρη με κορδέλα μαύρη (την διαβόητη χλίψη), για να πενθούν τους σκοτωμένους φίλους, ή τους εχθρούς που οι ίδιοι θα δολοφονούσαν μελλοντικώς. Σακάκι μαύρο με φιλντισένια κουμπιά. Το φοράγανε περαστό μόνο στο αριστερό μανίκι, όπως οι ουσάροι. Όταν, όμως, φοράγανε κανονικά το σακάκι δεν κούμπωναν ποτέ.

Πανταλόνι ριγωτό ή με μεγάλα φανταχτερά καρό, που ήτανε φουσκωτό και που κάτω-κάτω στένευε πολύ. Το πανταλόνι ήταν τόσο στενό στα ρεβέρια, ώστε οι ρεμπέτες λέγανε πώς για να το βάλουν χρησιμοποιούσαν κόκαλο και για να το βγάλουν έπρεπε να αλείψουν τις πατούσες τους με σαπουνάδα. Τα ρεβέρια ήσανε, συνήθως, γυρισμένα για να φαίνεται το κόκκινο βελούδο που είχαν ράψει μέσα μεριά, όπως ακριβώς έκαναν οι καπανταήδες της Ισταμπούλ.

Οι ρεμπέτες αγαπούσαν τα κίτρινα πουκάμισα και τις κόκκινες γραβάτες, τις λεγόμενες χασάπικες. Η μέση του ρεμπέτη σφιγμένη με το ζωνάρι, πού, συχνά, ήταν μισοκαλυμμένο από το γελέκι. Το ζωνάρι το τυλίγανε με τέχνη γύρο στη μέση και το είχανε για τσέπη και για οπλοστάσιο. Η μία άκρη του ζωναριού έπρεπε να κρέμεται. Υποτίθεται πως όποιος πάταγε το απλωμένο ζωνάρι ενός μόρτη το έκανε για να τον προκαλέσει. Οι κουτσαβάκηδες αγαπούσαν τα ψηλοτάκουνα μποτίνια. Σύμφωνα με την αισθητική τους το παπούτσι ήτο ωραίο όταν κάτω από την καμάρα του χώραγε να περάσει ένα ποντίκι. Το ντεκόρ του ρεμπέτη συμπληρωνότανε από το μελιτζανί μαντίλι, που ήταν χωμένο στις πτυχές του ζωναριού, ή που κρεμότανε από το τσεπάκι του σακακιού. Με το πέρασμα του χρόνου το κουστούμι του ρεμπέτη άρχισε να απλοποιείται.

Όπλα

Ο ρεμπέτης, ενώ ήτο ντυμένος ευρωπαϊκά, διατηρούσε το ζωνάρι με τα όπλα και τα διάφορα αντρικά μικροαντικείμενα: το μαντίλι, το τσακμάκι. Την καπνοσακούλα, το κομπολόι. Στο ζωνάρι έχωνε, συνήθως, και τα όπλα του. Ο ατομικός οπλισμός άρχιζε από τις κάμες και τέλειωνε στις διμούτσουνες πιστόλες και, αργότερα στα ρεβόλβερ.

Οι καπανταήδες της Ισταμπούλ απέφευγαν τις πιστόλες, λόγω αυστηρών διαταγών του σουλτάνου, που φοβότανε τυχόν δολοφονία του. Άλλωστε, οι πιστόλες κάνουν θόρυβο. Οι ρεμπέτες προτιμούσαν τις σιωπηλές δίκοπες και τα στιλέτα. Όταν ήθελαν να γελοιοποιήσουν τον αντίπαλο τον κυνηγούσαν και του έδιναν λίγες μαχαιριές, πίσω στους γλουτούς.

Όταν, όμως, ήθελαν να σκοτώσουν στ’ αληθινά. Κάρφωναν την δίκοπη στην κοιλιά του εχθρού και την στριφογύριζαν. Και, μάλιστα, μετά τραβάγανε το ματωμένο μαχαίρι και το έγλειφαν. Ή, άλλοτε, έσκυβαν και διάγκωναν το αυτί του πτώματος, ή ρουφάγανε το ένα μάτι του.

Όλ’ αυτά τα απαίσια είναι αποτυπωμένα μες στις παροιμίες και στις λαϊκές εκφράσεις. Πάντως, οι ρεμπέτες χρησιμοποιούσαν τα μαχαίρια με θεαματικούς τρόπους. Στην φυλακή ο τσιρίμπασης, που ήθελε να επιβεβαιώσει την εξουσία του, εξανάγκαζε τους φυλακισμένους να περάσουν κάτω από το μαχαίρι του που το κράταγε υψωμένο. Ο σκληρός μάγκας έτρωγε, μεταχειριζόμενος την κάμα σαν πηρούνι. Οι ρεμπέτες σιχαινόντουσαν τα κουτάλια και τις σούπες (στην Ελλάδα ο καλοφαγάς λέγεται γερό πηρούνι).

Ο ρεμπέτης, που ήθελε να τρομοκρατήσει την ταβέρνα, κάρφωνε στο τραπέζι το μαχαίρι του.

Continue reading “Ρεμπέτες και καπανταήδες”