Μιχάλης Γενίτσαρης – Εγώ μάγκας φαινόμουνα

“Βαρύ ζεϊμπέκικο. Είναι ο πρώτος δίσκος του Μιχάλη Γενίτσαρη, χτυπημένος το 1937. Τότε ο Γενίτσαρης ήτανε μόλις δέκα-οχτώ χρονώ. Κι όμως έγραψε αυτό το κλασικό ρεμπέτικο και το τραγούδησε θαυμάσια με υποδειγματική μάγκικη προφορά, ενώ, παράλληλα, έπαιξε μπουζούκι (συνοδεύοντας τον εαυτό του) με εξίσου θαυμάσιο και υποδειγματικό τρόπο.” ~ Ηλίας Πετρόπουλος, Ρεμπέτικα Τραγούδια

Εγώ μάγκας φαινόμουνα
να γίνω από μικράκι
καταλαβα τα έξυπνα
κι έμαθα μπουζουκάκι.

Αντί σκολιό μου πάγαινα
μες του Καραϊσκάκη
έπινα διάφορα πιοτά
να μάθω μπουζουκάκι.

Οι συγγενείς μου λέγανε
να το απαρατήσω
αυτό το παλιομπούζουκο
για θα τους ξεφτιλίσω.

Εγώ όμως δεν το άφηνα
να λείψει από κοντά μου
αυτό το παλιομπούζουκο
που το `χα συντροφιά μου.

Μαχαίρια και κουμπούρια

[απόσπασμα από το “Μαχαίρια και κουμπούρια” του Ηλία Πετρόπουλου, γραμμένο στο Παρίσι από τις 10 ως τις 22-5-2000. Δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο “Καπανταήδες και μαχαιροβγάλτες”, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 2001]

654.jpgΠριν τον πόλεμο του 1940,  οι μπουζουξήδες ασκούσαν ένα λίαν επικίνδυνο επάγγελμα. Τότε γινόντουσαν καβγάδες και φόνοι για το τίποτα. Καθώς περιγράφει ο Παπαϊωάννου, οι μπουζουξήδες οπλοφορούσαν. Οι παρεξηγήσεις και οι απειλές (:κοίτα καλά, για να μη σε πάρουν σηκωτό!) ήσανε σε ημερήσια διάταξη. Πολλοί νταήδες απαιτούσαν από τον τραγουδιστή ένα συγκεκριμένο τραγούδι, που ο μπουζουξής αδυνατούσε να παίξει, γιατί θάπρεπε ν’ αλλάξει κούρντισμα. Ο ζόρικος νταής δεν καταλάβαινε τις τεχνικές εξηγήσεις του μπουζουξή και εξακουλουθούσε να τον απειλεί. Σήμερα ακόμη, κάποιοι αρχιμαλάκες υποκύπτουν στο ίδιο σφάλμα, ζητώντας, στα καλά-καθούμενα, ένα τραγούδι της αρεσκείας των. Με τα χρόνια, οι μπουζουξήδες, για να ικανοποιήσουν τα κέφια των μεθυσμένων νταήδων, αναγκάστηκαν να έχουν δίπλα τους ένα δεύτερο μπουζούκι (ή μπαγλαμά) κουρντισμένο διαφορετικά. Πάντως, για καλό και για κακό, έσερναν μαζί τους κι ένα μαχαίρι. Συνήθως, το μαχαίρι το έκρυβαν κάτω από το μαξιλαράκι της καρέκλας. Το 1952, ένας από τους Κατελάνους (οικογένεια παλικαράδων, χαφιέδων της Ασφάλειας) απείλησε με βιαιότητα το Γενίτσαρη, επειδή δεν έπαιξε αμέσως μια παραγγελιά. Ο Γενίτσαρης άρπαξε το μαχαίρι, που είχε κάτω από το μαξιλάρι της καρέκλας του, και τόχοσε στο λαιμό του Κατελάνου. Ο Κατελάνος δεν πέθανε. Ο Γενίτσαρης έπαψε να εμφανίζεται στα μπουζουκομάγαζα ως το 1972, που τον έπεισα να εμφανιστεί στο Κύτταρο. Και μια εθνολογική παρατήρηση: οι Κατελάνοι ήσανε κουράδες της Μάνης, ενώ ο Γενίτσαρης είναι γνήσιος αρβανιτόμαγκας, που δεν σηκώνει πολλά-πολλά.