Το δικαστήριο για τις ζωοκλοπές

μονή Δισκουρίου01.jpg
Μονή Δισκουρίου, φωτογραφίες από Χανιώτικα Νέα

Ανάμεσα στα παραπάνω μεγάλα χωριά [Ν.Β. Ζωνιανά, Λιβάδια] και στα Ανώγεια στέκεται, σε τόπο καταπράσινο, από τον καιρό των Βενετσιάνων, κατ’ άλλους από την πρωτοχριστιανική εποχή, η μονή Δισκουρίου, μισοκρυμμένη στο χείλος μιας ανάβαθης χαράδρας, πολλές φορές κατεστραμμένη σε επαναστάσεις και ξαναχτισμένη από τους μοναχούς. Υπήρχε η φήμη ότι η μονή είχε πάρει τ’ όνομά της από αρχαίο ναό των Διόσκουρων, που πάνω στα ερείπιά του οικοδομήθηκε αργότερα χριστιανικός ναός. Τούτο το μοναστήρι όμως ήταν πασίγνωστο στην Κρήτη σαν δικαστήριο για τις ζωοκλοπές, επειδή εκεί, μπροστά σ’ ένα εκατόχρονο εικόνισμα του καβαλάρη Αϊ-Γιώργη, του πολεμιστή αγίου, γινότανε το προφορικό ξεκαθάρισμα για τις ζωοκλοπές ολόκληρου του Ψηλορείτη, όσα χρόνια μπορούσανε να θυμηθούν οι παλαιοί. Ο ύποπτος για τη ζωοκλοπή βοσκός έπρεπε να πάρει όρκο για την αθωότητά του στο εικόνισμα του Αϊ-Γιώργη, μπροστά στο οποίο τον έφερνε για να κριθεί ο κάτοχος των κλεμμένων ζώων. Εάν, την ώρα που έπαιρνε τον όρκο, τολμούσε ν’ απλώσει το χέρι του και ν’ αγγίξει τον καβαλάρη άγιο, έστω στα ολόχρυσα σανδάλια ή στην άκρη της χρυσής βαριάς του σπάθας, τότε έβγαινε αθώος. Εάν όμως δεν τολμούσε ν’ αγγίξει, ή τον πρόδινε το χέρι του, τότε έπρεπε να παραδεχτεί την ενοχή του. Τέτοιες εικόνες-δικαστές υπήρχανε κι αλλού στη νήσο, αναγνώστη, επειδή τις προτιμούσαν οι ποιμένες από τα δικαστήρια των πόλεων. Το πιο σημαντικό είναι ότι στο μοναστήρι Δισκουρίου, και μόνον εκεί, ο όρκος από τον ύποπτο για ζωοκλοπή βοσκό: «Μα τον Ζα, φάσκω σου και κάτεχέ το, ότι δε σου φταίω…» ήταν μια κατευθείαν επίκληση στο όνομα του Δία, ή Ζα στην αρχαία αιτιατική της δωρικής διαλέκτου.

~ Ρέα Γαλανάκη, Αμίλητα, βαθιά νερά: Η απαγωγή της Τασούλας (εκδ. Καστανιώτης, 2006)

μονή Δισκουρίου03

“Νη Ζα, φάσκω σου και κάτεχέ το πως δε σου φταίω στο πράμα σου, έργο μου γή βουλή μου (Μ. Παπαδάκης, “Η Μονή Δισκουρίου”, στο Προμηθεύς ο Πυρφόρος, τ. 23/1981, σελ. 163). […]

“Μα το Ζα, δε σε πείραξα και άμε να γυρεύγεις αλλού το πράμα σου”. Αυτό επιβεβαίωσε και ο τελευταίος μοναχός του Δισκουρίου Καλλίνικος Βάμβουκας […]

“Νη Ζα, φάσκω σου και κάτεχέ το πως δεν κατέω πράμα για την αραζό τση κλεψάς των οζώ σου” (Γ. Σταυρακάκη, “Τοπωνυμικά”, στο περ. Κρητική Εστία, τ. 161 / 1966, σελ. 232).

“Νη Ζα, φάσκω σου το και κάτεχέ το. Δε σου τάφαγα εγώ τα πρόβατά σου” (Γιάννη Μουρέλλου, “Κρητική Ψυχή”, σελ. 16, εκδ. Παγκρητίου Ενώσεως, Αθήνα 1963

~ Νίκος Ψιλάκης, “Άγιος Γεώργιος και Δίας μαζί

Γιάννης Μαρκόπουλος – Ο κλεφτοκοτάς

Συνθέτης: Γιάννης Μαρκόπουλος, Στιχουργός: Κώστας Βίρβος. Ερμηνεία: Αριστείδης Μόσχος και χορωδία (Παύλος Σιδηρόπουλος, Γιάννης Μαρκόπουλος, Λιζέτα Νικολάου, Χαράλαμπος Γαργανουράκης, Λάκης Χαλκιάς και Βίκυ Μοσχολιού). Δίσκος: Θεσσαλικός Κύκλος, 1974.

Ορέ δραγάτη, παλικαρά μου
Άσε να πάω στη φαμελιά μου
Κότες εγώ δεν έχω κλέψει
Αλεπούδες μπήκαν στο κοτέτσι

Πάψε ζαγάρι τα ψέματά σου
Κι είσαι τρανός ορνιθομάχος
Το δείχνει εξάλλου και η κοιλιά σου
Πως είσαι των ορνίθων τάφος

Ορέ δραγάτη, παλικαρά μου
Άσε να πάω στη φαμελιά μου
Εγώ με κότες τι γυρεύω
Εγώ αρνιά μονάχα κλέβω

Ψέματα λες βρε ακαμάτη
Και μη μου κάνεις την οσία
Ποτέ δεν έφερες μια κότα
Να φάει και η Εξουσία

Νικος Ξυλούρης – Ακούς να λένε στα χωριά

Συνθέτης: Γιάννης Μαρκόπουλος, Στιχουργός: Κ.Χ. Μύρης, Λύρα και λαούτο: Γιάννης Ξυλούρης, Κρουστά: Βαγγέλης Μεθυμάκης. Δίσκος: Ιθαγένεια, 1972.

Ακούς να λένε στα χωριά οι γέροντες τα βράδια
κάτι μυστήρια πράματα που χτίζουν τα σκοτάδια.

Λένε για της Υπαπαντής το μέγα πανηγύρι
πως το λιβάνι πέτρωνε πριν μπει στο θυμιατήρι.
Λένε πως ψέλναν τα πουλιά στ’ αριστερό ψαλτήρι
κι απ’ τα πηγάδια φέρνανε κρασί οι καλογήροι.

Λένε για κάτι χαϊμαλιά που παίζαν στο μπαρμπούτι
κι ο γούμενος τα βάφτιζε με αίμα και μπαρούτι.
Λένε πως όποιος τα φορεί φτερά βγάζει στην πλάτη,
γίνεται αλαφροΐσκιωτος ψωμί τρώει κι αλάτι.

Ακούς να λένε στα χωριά πως και η ευχή του πιάνει
γιατί τα βόλια αίματα είχαν του Μακρυγιάννη.
Λένε πως ο φουστανελάς πληγές είχε σαράντα
γι αυτό κι αλαφροΐσκιωτοι είμαστε λίγοι πάντα.

Περί βοσκών στη Μεσόγειο

Α.

“Οπουδήποτε κι αν παρατηρήσουμε αναδρομικά, οι μετακινήσεις των ποιμένων ήταν η απόληξη μιας μακράς εξέλιξης, το πιθανό αποτέλεσμα ενός πρώιμου καταμερισμού εργασίας. Ορισμένοι άνθρωποι, και μόνον αυτοί, με τους βοηθούς του και με τα σκυλιά τους, φύλαγαν τα κοπάδια και πηγαινοέρχονταν ανάμεσα στα ορεινά και τα πεδινά βοσκοτόπια. Κι αυτό οφειλόταν σε μια φυσική, αναπόφευκτη ανάγκη, την ανάγκη να γίνεται η βοσκή διαδοχικά σε διαφορετικά υψόμετρα. […]

Έτσι, συγκροτήθηκε μια ιδιαίτερη κατηγορία ανθρώπων, ανθρώπων έξω από τον κανόνα, ανθρώπων που ήσαν σχεδόν εκτός νόμου. Οι πληθυσμοί της πεδιάδας, αγρότες ή δενδροκόμοι, τους έβλεπαν να περνούν με συναισθήματα φόβου και έχθρας. Αυτοί, όπως και οι άνθρωποι των πόλεων, τους θεωρούσαν βαρβάρους, ημιάγριους. Όταν κατέβαιναν, οι κτηματίες και οι ζωέμποροι τους περίμεναν για να τους εξαπατήσουν. “Νέννα αγαπημένη”, λέει το σκληρό τραγούδι, “ο βοσκός σου δεν έχει τίποτα καλό επάνω του, η ανάσα του βρωμάει και δεν ξέρει να φάει από πιάτο. Νέννα mia, άλλαξε γνώμη, διάλεξε καλύτερα για σύζυγο ένα χωρικό, αυτός είναι καθώς πρέπει άνδρας”. Σημειώστε ότι αυτό το τραγούδι τραγουδιέται ακόμη σήμερα στην Ιταλία.”

~ Fernand Braudel, Η Μεσόγειος, Ο χώρος και η ιστορία, εκδ. Αλεξάνδρεια 1990

Β.

Μύρων Σκουλάς – Του έρωντα και τ’ αοριού

Μου ‘πεψε με το μαντρατζή σημείωμα στ’ αόρι
Πως δεν παντρεύγεται βοσκό, καλλιά γεροντοκόρη
Μήνα μου με το μαντρατζή να τση ξεκαθαρίσω
‘Η με τα κείνη γή τα ζα θα πρέπει να πουλήσω
Δε τα πουλώ τα πρόβατα, εις στ’ αόρι θα ποθάνω
Γιατί είναι η πιο περήφανη τέχνη στο κοσμο απάνω
Δεν την πετώ τη βέργα μου, τη βούργια δε τη βγάνω
Ορκίστηκα στον κόκαλο τση μάντρας να ποθάνω
Δεν τη πετώ τη βέργα μου και το γαμπαλαβάρι
Κι ας λέει εκείνη πως βοσκό δε πρόκειται να πάρει
Καλλιά στ’ αόρι μοναχός, στσι μπόρες και στα χιόνια
Παρά της χώρας τα ζεστά και στ’ ακριβά σαλόνια
Παλάθια δεν εζήλεψα, καλλιά ‘χω το μιτάτο
Κι όλη η ζωή μου να διαβεί στο γύρο των προβάτω
Καλλιά στ’ αόρι μοναχός, στο δάσος με τσι πρίνους
Παρά σε κήπο με πολλούς ψεύτικους άσπρους κρίνους
Α δε σ’ αρέσει η βοσκική να μου το πεις να πιαίνω
Για το χατήρι τον οζώ όλα τα παντογέρνω
Α δε σ’ αρέσει βοσκική με μένα μη μπερδέσεις
Γιατί τα ζα δε τα πουλώ κι άσχημα θα πονέσεις
Εγώ γεννήθηκα βοσκός και το βοσκό θα κάνω
Κι α δε σ’ αρέσω διάλεξε ένα πρωτευουσιάνο

(Τ’ Αορείτικα, 1997, Κρητικό Μουσικό Εργαστήρι Αεράκης)

Γ.

“Hobsbawm is surely right to claim that it is the very fixity of peasant farmers which makes them so eminently exploitable. His corollary that any type of movement in and of itself provokes an element of freedom congenial to banditry is more than adequately attested in antiquity. It is this factor of movement that is critically important in regions of diminished state control. In addition to pastoral nomads, highland shepherds represented a social group that was integrated socially and economically into the wider imperial system and yet which, because of its peculiar economic organization, was freed from most political constraints. Hence the equation “shepherd equals bandit” comes close to being one that is true for all antiquity. Indeed, the very type of social organization that characterized highland shepherd communities enabled them to constitute the driving force behind three or four of the largest slave uprisings documented in all ancient history.

The crime most frequently attributed to shepherd-bandits is that of rustling (abigeatus). It was so inextricably associated with bandits that it was not regarded as common theft (furtum) but as a more aggravated type of crime. Rustling therefore incurred the most severe penalties. The emperor Hadrian decreed to the provincial council of Baetica (southern Spain, where the problem was endemic) that condemnation to the mines or execution was the normal penalty.”

~ Brent D. Shaw, Bandits in the Roman Empire, Cambridge University Press, 2004

Δ.

“Ο ημι-νομαδισμός, που βρίσκεται στη βάση του παραγωγικού συστήματος της στάνης, είναι εξίσου αναγκαία προϋπόθεση και της δραστηριότητας του ληστή (που ακολουθεί πιστά το κοπάδι στις μετακινήσεις του) στο μέτρο που του εξασφαλίζει ελευθερία κινήσεων, του επιτρέπει τον έλεγχο των ορεινών περασμάτων που χρησιμοποιούν οι εμπορευόμενοι ή οι εισπράκτορες φόρων και τού παρέχει την αδιαφιλονίκητη κυριαρχία σε κακοτράχαλα μέρη σε περίπτωση καταδίωξης από το στρατό ή τη χωροφυλακή. Τα πλεονεκτήματα της κινητικότητας αυτής γίνονται ακόμα πιο προφανή αν αναλογισθούμε ότι μια από τις σπουδαιότερες αιτίες της ληστείας, κατά την ομόφωνη άποψη των μελετητών του 19ου αιώνα, ήταν η δυνατότητα που είχε ο ληστής να περνά ανενόχλητος την ελληνοτουρκική μεθόριο (μεθόριο για πολύ καιρό ανοιχτή στην ορεισινομή και ελλιπώς ελεγχόμενη) μετά από κάθε επιδρομή: η απουσία αποτελεσματικού συντονισμού για την πάταξη της ληστείας ανάμεσα στις ελληνικές και τις τουρκικές αρχές καθώς και τα ευρύτατα πελατειακά δίκτυα και οι συνενοχές που οι ληστές ανέπτυσσαν και από τις δύο πλευρές των συνόρων, μετέβαλαν τις μεθοριακές αυτές περιοχές σε ιδανική εστία ληστρικού βίου.”

~ Στάθης Δαμιανάκος, “Κοινωνική ληστεία και αγροτοποιμενικός πολιτισμός στην Ελλάδα”, στο Παράδοση ανταρσίας και λαϊκός πολιτισμός, εκδ. Πλέθρον, 1987

Η κατασκευή του κρητικού μαχαιριού

Συντομευμένο απόσπασμα από το βιβλίο: «Παραδοσιακά επαγγέλματα που χάνονται» του Αντώνη Β. Δαφέρμου. Πηγή: Επι+Επι, τριμηνιαία περιοδική έκδοση του Επιμελητηρίου Ρεθύμνης, 45ο τεύχος, Μάιος – Ιούνιος – Ιούλιος 2014 [PDF]

1.jpg
«Το μαχαίρι του πατέρα μου (1910)»

Τα μαχαιράδικα ήταν οι δρόμοι στο Ηράκλειο, τα Χανιά και το Ρέθυμνο, στους οποίους λειτουργούσαν εργαστήρια κατασκευής μαχαιριών. Τα έλεγαν ακόμη και μπιτσαχτσίδικα από το μπιτσάκ, ένα είδος μαχαιριού συνηθισμένο στην ισλαμική Ανατολή. [Για το κρητικό μαχαίρι] πήρα αρκετές πληροφορίες και φωτογραφικό υλικό από το άρθρο του Ευτ. Τζιρτζιλάκη. το οποίο δημοσιεύθηκε στο εκλεκτό περιοδικό Κρητικό Πανόραμα 1 (2003), 124. Όπως κάθε πράγμα έχει την ιστορία του, έτσι και το κρητικό μαχαίρι ή πασσαλής έχει τη δική του ιστορία. Γράφει ο Ευτ. Τζιρτζιλάκης:

Από τα στοιχεία που έχουμε σήμερα στη διάθεση μας προκύπτει ότι, ο πρόγονος του κρητικού μαχαιριού ήρθε μαζί με τους Τούρκους, όταν κατέκτησαν το νησί, το 1669. Ο Δ. Παρασύρης, από τα Ζωνιανά Μυλοποτάμου, έχει υπόψη του μια παράδοση, σύμφωνα με την οποία το πρώτο κρητικό μαχαίρι φτιάχτηκε στην Κρήτη 30 χρόνια μετά την κατάκτηση του νησιού από τους Τούρκους.

Υπάρχουν μεγάλες ομοιότητες στη διακόσμηση και τον τρόπο κατασκευής των κρητικών μαχαιριών και των κοντών σπαθιών και γιαταγανιών που διέδωσαν οι Οθωμανοί στις περιοχές που κατάκτησαν, από την Αραβία μέχρι την Ελλάδα.  Τα χαρακτηριστικά της ταυτότητας του γνήσιου κρητικού μαχαιριού που δίνει ο Ευτ. Τζιρτζιλάκης είναι:

  • Τα μανίκια της λαβής σχεδόν πάντα σχηματίζουν V, με συγκεκριμένες αναλογίες. Παλαιότερα το άνοιγμα του V ήταν μικρότερο, ενώ στα νεότερα μαχαίρια έχει γίνει πολύ πιο έντονο.
  • Οι παραστάσεις με συγκεκριμένα σύμβολα και διακοσμητικά θέματα πάνω στη λάμα και την ασημένια θήκη.
  • Το σχήμα του τσεπερλικιού, δηλαδή της μεταλλικής ταινίας που καλύπτει το διάστημα ανάμεσα στα δύο κόκαλα της λαβής, το οποίο φαρδαίνει ελαφρά, καθώς ξεκινάει από τη ρίζα της λεπίδας και πηγαίνει προς την τρύπα της μασιάς και το είδος της διακόσμησης πάνω του.
  • Η χρησιμοποίηση πάντα διπλών καρφιών (πίρων, περτσινών), συνήθως τριών σειρών ή και περισσοτέρων, ανάλογα με το μέγεθος του μαχαιριού για τη στερέωση των μανικιών στη λαβή. Το στόμιο της θήκης που είναι πάντα κυλινδρικό. Όταν η θήκη είναι ξύλινη , προστατεύεται από ένα μεταλλικό δαχτυλίδι, Τα θηκάρια, τα οποία όταν είναι ασημένια έχουν πάντοτε στο τελείωμα την κεφαλή του φιδιού-δράκου και είναι σκαλιστά (καλεμιστά ή repousse = με τη «φουσκωτή» τεχνική) με έντονο και βαθύ σκάλισμα σε βαρύ φύλλο ασημιού και όχι εγχάρακτα σε λεπτό φύλλο, όπως είναι άλλα βαλκανικά μπιτσάκ. Πολύ συχνά, η κεφαλή του φιδιού είναι προσαρτημένη και στο τέλος του ξύλινου φουκαριού, συχνότερα στα παλαιότερα μαχαίρια.
  • Το σχήμα της λεπίδας, με το ανασήκωμα της αιχμής σε σχήμα τσαρουχιού, το φάρδεμα της ράχης της λεπίδας, ώστε να σχηματίζει Τ και η διακόσμηση της ράχης με καλέμι.
  • Η ύπαρξη μιας τσιμπίδας, της μασιάς, η οποία βρισκόταν σε μια εσοχή στο πίσω μέρος του μαχαιριού, ανάμεσα στο V που σχηματίζουν τα δυο μανίκια. Η ύπαρξη της ενσωματωμένης μασιάς, την οποία χρησιμοποιούσαν για να ανάψουν με καρβουνάκια τον ναργιλέ τους, είναι μια καθαρά κρητική επινόηση, που δεν συναντάται σε κανένα άλλο μαχαίρι.

2.jpg

Continue reading “Η κατασκευή του κρητικού μαχαιριού”

Το Φαινόμενο της Ληστείας στην Ελλάδα (1833-1933): Μια Γενική Θεώρηση

[της Όλγας Παχή]

Στο νεοελληνικό κράτος το φαινόμενο της ληστείας εμφανίστηκε συστηματικά από το 1833. Τότε ένας δραπέτης φυλακών με το όνομα Χοσάδας σύστησε συμμορία στη Φθιώτιδα. Από τότε και μέχρι το 1836 η ληστεία παρουσίασε σημαντική αύξηση στη Στερεά Ελλάδα. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι τον Ιούνιο του 1835, 75 περίπου ληστές, αφού κατέλαβαν τη θέση Σκαλί, δίπλα στο Μεσολόγγι, συνέλαβαν έναν λοχαγό και 30 πολίτες, ενώ άλλη συμμορία κατέλαβε τα στενά των Θερμοπυλών και λήστευε τους διαβάτες. Επίσης, τον Αύγουστο του 1835 συμμορία 200 ληστών είχε συγκεντρωθεί στη θέση Ασβέστι, στα σύνορα και απειλούσε τις γύρω περιοχές. Την έξαρση της ληστείας εκμεταλλεύτηκαν οι οπαδοί του Ιωάννη Κωλέττη, οι οποίοι υποστήριζαν ότι μόνο η επιβλητική προσωπικότητα του αρχηγού τους θα μπορούσε να επιλύσει τέτοιες καταστάσεις

Oι ληστές έστηναν το καρτέρι τους σε κλειστό τόπο (κλεισούρα) ή σε μονοπεράσματα (σύρτες). Όταν εμφανιζόταν το θύμα, βρισκόταν ξαφνικά αντιμέτωπο με τα προτεταμένα όπλα και τις φωνές των ληστών. Η ομάδα κρούσης αφαιρούσε από τον συλληφθέντα τιμαλφή, ρολόγια και χρήματα. Όλα αυτά έμεναν στην ομάδα κρούσης και δεν μοιράζονταν με τα άλλα μέλη της συμμορίας. Ο αιχμάλωτος οδηγούνταν στον αρχηγό της συμμορίας, ο οποίος όριζε το ποσό των λύτρων για εξαγορά, ποιοι θα το έφερναν, πώς και πού. Κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας οι όμηροι θεωρούνταν ιεροί και η συμμορία τους περιποιούνταν. Μόλις εισπράττονταν τα λύτρα οι όμηροι αφήνονταν ελεύθεροι. Αν όμως δεν δίνονταν τα λύτρα ή αν ειδοποιούνταν η Χωροφυλακή και εμφανιζόταν καταδιωκτικό απόσπασμα, οι όμηροι εκτελούνταν.

[συνέχεια: PDF]

H “κοινωνική ληστεία” στο ελληνικό κράτος

[της Εύας Μπολιουδάκη, από Παράκοσμο]

rob4.jpg

  • Πρόλογος
  • 1. Η έννοια της «κοινωνικής ληστείας» κατά τον Hobsbawm.
  • 1α. Η κριτική στον Hobsbawm και το Υστερόγραφο
  • 2. Το φαινόμενο της «κοινωνικής ληστείας» στον ελλαδικό χώρο κατά τον 19ο αιώνα.
  • 3. «Κοινωνική ληστεία» και Εξουσία στον Ελλαδικό χώρο.
  • 4. «Κοινωνική Ληστεία» και Αντικομμουνισμός
  • Επίλογος
  • Βιβλιογραφία
  • Σημειώσεις

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Η παρούσα εργασία εκπονήθηκε στα πλαίσια του Σεμιναρίου «Εξουσία και Εξέγερση στο Ελληνικό Εθνικό Κράτος» και αφορά στην ύπαρξη της «κοινωνικής ληστείας» στον Ελλαδικό χώρο και την πορεία προς την εξάλειψή της. Στα πλαίσια αυτού του σεμιναρίου έγινε προσπάθεια προσέγγισης του περίπλοκου φαινομένου της «κοινωνικής ληστείας» σε δύο επίπεδα : 1) ερευνήθηκε το φαινόμενο της κοινωνικής ληστείας ως συνοδό της μακράς και ταραχώδους περιόδου μετάβασης των προκαπιταλιστικών κοινωνιών στις σύγχρονες καπιταλιστικές δομές κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης, και 2) αναπτύχθηκε ο προβληματισμός για τις ενδεχόμενες σχέσεις της κοινωνικής ληστείας ως προγόνου των σύγχρονων νεωτερικών και μετανεωτερικών κοινωνικών κινημάτων.

Η δομή της εργασίας μου θα είναι η εξής:

1) Ιστορική αναφορά στην γένεση της έννοιας της κοινωνικής ληστείας που εισήγαγε ο Hobsbawm στα τέλη της δεκαετίας του 50’ με το έργο του «Primitive Rebels» καθώς και της κριτικής που δέχθηκε και της συζήτησης που αναπτύχθηκε σχετικά.

2) Στη συνέχεια θα αναφερθώ στην εμφάνιση του φαινομένου της κοινωνικής ληστείας στην επικράτεια του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, την παράλληλη πορεία και τα σημεία τομής και σύγκρουσης, μέσα στις συνθήκες της ελληνικής ιδιαιτερότητας.

3) Θα παρουσιάσω την σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στην αστική ιδεολογία και τα κινήματα αμφισβήτησης της κυριαρχίας της, κυρίως μέσα από την εμφάνιση του φαινομένου του αντικομμουνισμού στην Ελλάδα.

4) Τέλος, θα επιχειρήσω μια σύνοψη και θα προσπαθήσω να θέσω κάποια ερωτήματα – προβληματισμό για τις δυνατότητες εμφάνισης παρόμοιων κινημάτων αντίστασης και ανυπακοής στις σύγχρονες συνθήκες.


1. Η έννοια της «κοινωνικής ληστείας» κατά τον Hobsbawm.

eric.jpg
Ο Eric Hobsbawm (1917 – 2012), ήταν Βρετανός, μαρξιστής ιστορικός, διανοούμενος και συγγραφέας

Το φαινόμενο της κοινωνικής ληστείας θεματοποιείται για πρώτη φορά στο έργο Ρrimitive Rebels [1] του  Eric Hobsbawm, που δημοσιεύεται το 1959, στα πρόθυρα της «αναβράζουσας» δεκαετίας του ’60. Η ανάδειξη και η προσέγγιση του φαινομένου εντάσσεται στην προσπάθεια για κριτική κατανόηση των νέων κοινωνικών κινημάτων τα οποία κυοφορούνταν στις συνθήκες του Ψυχρού Πολέμου και επρόκειτο να ξεσπάσουν τα αμέσως επόμενα χρόνια στις χώρες της Ευρωπαϊκής και Αμερικάνικης Δύσης. Πρόκειται για μια ουσιαστική μετατόπιση της κοινωνικής δράσης με την ανάδειξη νέων κοινωνικών στρωμάτων και αιτημάτων σύγκρουσης και αμφισβήτησης «που επικέντρωσαν κυρίως στο πρόβλημα της κυριαρχίας και της διαφοράς, εγκαταλείποντας ή βάζοντας βαθμηδόν σε δεύτερο πλάνο αυτό της εκμετάλλευσης και της ισότητας που ήταν συνυφασμένες στην κοινωνικο-οικονομική δόμηση της πολιτικής»[2].

Continue reading “H “κοινωνική ληστεία” στο ελληνικό κράτος”