Ξάφρα

OKOOKKOOKKOOKΟ Ντίνος, λόγω πούχε κάνει στη σκολή Τσαγγούρα, οδός Ζήνωνος, αριστούχος, να πούμε, δε δούλευε μόνο το “αηδόνι”. Είχε μάθει και καλή ξάφρα. Καθόσο ο Τσαγγούρας, σπουδαίος καθηγητής, είχε ένα καραγιοζάκι μεγάλο σαν άνθρωπο, με κουδουνάκια κι αγκίστρια. Κι είχε το καραγκιοζάκι ένα λάχανο, πορτοφόλι που λένε, στην από μέσα τσέπη κι έπρεπε να του το πάρεις και να μην ακουστεί κουδουνάκι και να μη σε τσαγκουρνίσει τ’ αγκίστρι. Τέτοιος άνθρωπος ήτουνε ο Τσαγγούρας και κρίμα, δηλαδή, που βρίσκεται στις αγροτικές σήμερον και χάνει η κενωνία ένας από τους καλύτερους καθηγητές της κλεψιάς.

Αφ’ όσον, λοιπόν, αριστούχος ο Ντίνος, κι είναι και σόλο, είπε να το ρίξει στη γλυκειά κοίμηση… Βάζεις, δηλαδή, μπουζουριέρα τη φημερίδα, ζυγώνεις το κορόιδο, μέσα στο κινούμενο, με το που κάνει απότομη στάση το ελεωφορείο, πέφτεις απάνω του, “μπαρδόν”, του τόφαγες το πετσί.

Ε, πάγαινε καλά η δουλειά, αλλά αδερφέ μου ο κόσμος δεν έχει λεφτά σήμερον, ας όψεται η κυβέρνηση. Όλο κάτι τρακοσάρια, κάτι πεντακοσάρια, μια φορά ήτουνε και τρία μεγάλα κι έγινε πια, κάτι έγινε. Και το Ματινάκι να γκρινιάζει.

– Τι, αυτά;

Έτρωγε τσάντες ο Ντίνος, έτρωγε τον άμπακο και κάνα δυο βολές έπεσε και με τα “όργανα” μέσα στα λεωφορεία, αλλά δεν τον ξέρανε και πέρασε στεγνός. Το ψιλικατζίδικο, όμως, δεν το ξεπέρναγε. Η μικρή, λόγω πούχε πέσει ένας χοντρός Λαρισιώτης με ζωεμπόριο, όλο και τον χαλβάδιαζε κι άρχισε να κάνει νερά.

– Μάγκα μου, του ξηγήθηκε, ή τα φέρνεις και γελάμε μαζί, ή δεν τα φέρνεις και κλαις μόνος σου.

Έλαχε τώρα ένα πρωινό, οδός Αγίου Μάρκου κι έχει βγει μια πισωκάπουλη, στολισμένη σαν Επιτάφιος, να ψωνίσει ρετάλι. Την έκοψε ο Ντίνος στο βραχιόλι να κρέμουνται πεντόλιρα και τζιτζιά, λέει μέσα του: “Αυτή τάχει”.

Μπάνει το λοιπόν στο μαγαζί η τσουκαλάτη, τη βλέπει κι ανοίγει την τσάντα και βγάζει μια ματσάρα, ίσα με και πενήντα μεγάλα… Για δε ρε πού πάει και τα δίνει ο Θεός τα λεφτά!… Το οποίον ο Ντίνος έτσι και δεν φάει την τσάντα, μηδέν και με τον κηδεμόνα του, διότι δεν επιτρέπεται.

Πάνω, κοντά στο Σύνταγμα, έχει ανάψει ο Σταμάτης και περιμένει η μπρατσέρα, της κάνει την “ταγιά”. Να, με το ψαλίδι, ταγιάρει το λουρί της τσάντας κι έτσι όπως ήτουνε φορτωμένη, δεν το κατάλαβε και της την πήρε γλυκά, λες κι έπεσε φύλλο από παπαρούνα. Την πήρε, έφυγε αεράτος, και πάει λέγουντας.

Ο Ντίνος, τώρα, έχει μια καλή μέθοδο – να μου ζήσεις Τσαγγούρα. Πήρε τά σαρανταδύο που ήτουνε μέσα, χώρια τα ψιλά, κατέβηκε στο Έντεν και πέταξε την τσάντα στη θάλασσα. Να μην έχουμε πειστήριο, διότι ο άλλος τόσο θέλει να σε κάνει της βιτρίνας στο ανοιχτό. Πριν την πετάξει όμως τής έκανε ακόμα ένα ψαχτάρι, βλέπει ένα φάκελλο και μέσα στο φάκελλο μια πρόσκληση.

~ Νίκος Τσιφόρος, “Η μαύρη μάσκα”, στο Παραμύθια πίσω από τα κάγκελα, εκδ. Ερμής, 1973. Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό “Ταχυδρόμος”, 1962-1963.

Ενοικιάζοντες

“Δεν είναι και πολύ μακριά η ευκλεής εκείνη εποχή κατά την οποίαν οι… καθώς πρέπει “πορτοφολάδες”, οι “παντοφλάδες”, οι “λαχανάδες” κλπ., μήτε λίγο μήτε πολύ… ενοικίαζον τον ηλεκτρικόν σιδηρόδρομον ή ακόμη και τας διαφόρους γραμμάς των τραμ (Φαλήρου, Ιπποκράτους κλπ.) από κατώτερα αστυνομικά όργανα της καταδιώξεως. Αντί ωρισμένου ποσού, τα “παιδιά” της τάδε ή τάδε “ταράφας” είχαν το… “ελεύθερο” να “δουλεύουν” ανενόχλητοι από της τάδε μέχρι της τάδε ώρας. Εκτός τούτου, οι “ενοικιάζοντες” ανελάμβανον να πρεμποδίζουν τον ενδεχόμενον ανταγωνισμόν εκ μέρους άλλων “παιδιών”, μη ενοικιαστών.”

~ Πέτρος Πικρός, Εις τα άδυτα και τα ερέβη των φυλακών μας

Λωποδυτική ανθολογία (για την αργκό το 1934)

[του Νίκου Σαραντάκου]

Το σημερινό άρθρο είναι αναδημοσίευση ενός κειμένου που δημοσιεύτηκε το 1934 στην εφημερίδα «Ακρόπολις» με θέμα την αργκό του υποκόσμου της εποχής. Το ανακάλυψε τυχαία ο φίλος μας ο Κόρτο και προσφέρθηκε να το πληκτρολογήσει και να μου το στείλει, μια και έχει γλωσσικό ενδιαφέρον.

Ο συντάκτης του άρθρου παρουσιάζει την αργκό του υποκόσμου στους ευυπόληπτους αναγνώστες της εφημερίδας σαν κάτι το εξωτικό, ιδωμένο ή ακουσμένο απέξω -όχι δηλαδή όπως την προσλάμβανε, λίγο νωρίτερα, ο αναγνώστης πχ. των μυθιστορημάτων του Πέτρου Πικρού. Αναρωτιέμαι αν δοκίμασε τον πειρασμό να εμπλουτίσει λίγο το υλικό του για να το κάνει πιο αξιοπερίεργο (κι αν ενέδωσε στον πειρασμό) -και βέβαια, ύστερα από 80 χρόνια δεν είναι καθόλου εύκολο να κρίνουμε την αυθεντικότητά του.

Ο συντάκτης παραθέτει δύο αργκοτικά κείμενα, εμφανώς φτιαχτά από τον ίδιο και κατάφορτα από συνθηματικές λέξεις και φράσεις, που τα εξηγεί και δίνει και γλωσσάρι -το πρώτο κείμενο έχει λέξεις που παραπέμπουν σε άνθη και φυτά ενώ το δεύτερο θυμίζει τα καλιαρντά. Καθώς το άρθρο δημοσιεύεται αμέσως μετά την πρωτομαγιά, ο αρθρογράφος παίρνει αφορμή από τη γιορτή των λουλουδιών, κάνοντας υπαινιγμό και σε έναν διάσημο στην εποχή του στίχο του Αχιλλέα Παράσχου, και στη συνέχεια παρουσιάζει το «ανθοκομικό» κείμενο. […]

Κατ’ εξαίρεση, διατηρώ την ορθογραφία του πρωτοτύπου, αλλά βέβαια μονοτονίζω. Και ευχαριστώ και πάλι τον Κόρτο!


ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ ————— ΤΕΤΑΡΤΗ, 2 Μαΐου 1934

ΖΩΗ ΚΑΙ ΚΙΝΗΣΙΣ

ΤΑ ΕΠΙΚΑΙΡΑ ΤΟΥ ΥΠΟΚΟΣΜΟΥ

ΛΩΠΟΔΥΤΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ

ΚΑΙ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΑΙ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ

Οι ερωτευμένοι, οι ποιηταί και οι άνθρωποι των πέντε δακτύλων – Το λουλούδινον αλφάβητον της ρωμέϊκης αργκώ- Μία συνταγή και μία απολογία με τα τρία περίεργα ιδιώματα.

Σπεύσαντες οι ερασταί έδρεψαν…ναρκίσσους, εις της πρωτομαγιάς τους φαιδρούς και ευώδεις παραδείσους, όπως θέλει ο παληός ρωμαντικός ποιητής. Και όπως ήθελαν οι σύγχρονοι ποιηταί και ποετάστροι, οι οποίοι υπεράφθονοι όπως τα μανιτάρια της εποχής, «αδεία της ημέρας», μας άλλαζαν τον αδόξαστο από των στηλών των εφημερίδων και των περιοδικών. Οι ύμνοι και οι παιάνες προς τον μήνα των ρόδων και του έρωτος, δια τα εξαίσια των οποίων «ουδενός μάρτυρος εστί χρεία», έδωσαν κι’ επήραν. Από την γενικήν…ανθοφιλολογίαν όμως ελησμονήθη η πρακτικωτέρα! Εκείνη, που κάμνει τους επιχειρηματίας των πέντε δακτύλων να συνεννοούνται και να χαίρωνται…τα αγαθά του επαγγέλματός των και τα λαγωνικά της αστυνομίας να «τρελλαίνωνται» από το κακό τους, που δεν ημπορούν να την εννοήσουν. Να μας συγχωρούν οι ερωτευμένοι και οι ποιηταί. Αλλά και οι λωποδύτες έχουν εμπνευσθή και αυτοί από την ανθολογίαν τας προσωνυμίας των μεγάλων τους κόλπων. Οι αστυνομικοί μετά μακράς και πολυμόχθους προσπαθείας, έχουν κατατοπισθή επάνω – κάτω με την λουλούδινη λωποδυτικήν αυτήν διάλεκτον. Όχι δε ολοκληρωτικώς, γιατί και η περίεργος διάλεκτος έχει διαρκή την ανανέωσιν με τας εμπνεύσεις των ενδιαφερομένων από τον κόσμο των λουλουδιών και των χορταρικών.

ΛΟΥΛΟΥΔΙΝΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ

Οπωσδήποτε θα σας κατατοπίσωμεν με ό,τι είνε γνωστόν εις την αστυνομίαν. Ιδού λοιπόν πρώτον, οδηγία «αρχιμηχανικού» προς συντρόφους του γραμμένη εις στυλ…φιλανθές:

«Μολόχες πολλές αδερφέ μου και παπαρούνες στο τσαρδί και στο περιβόλι. Στο καλαμπαλίκι όλο τσουκνίδα κι’ας τα πώς βρίσκουμαι. Στην κατηφόρα που ανθίζεσαι περνάει ένας με πράσσο. Κάτι να γίνη μαλακά – μαλακά. Χλόη δεν πιάνει γιατί χαθήκαν τα παιδιά στη στενή, ούτε μανιτάρι φυτρώνει. Λάχανο είνε ένα κι’ ένα. Ποτίστε το και να βγη δίχως φασαρία, γιατί η παπαρούνες θα μας μπλέξουν».

Continue reading “Λωποδυτική ανθολογία (για την αργκό το 1934)”