Μετά το θάνατο του λήσταρχου Γιαγκούλα ένας ψυχογιός του, ο Αντώνης Σκούμπρας, πιάστηκε και πέρασε από δίκη στη Θεσσαλονίκη. Όταν στη διάρκειά της ο πρόεδρος του δικαστηρίου ρώτησε τον πατέρα του πώς τέλος πάντων έγινε κι έδωσε το παιδί του παραγιό σε ένα ληστή, πήρε την εξής απάντηση: “Για να μάθει μια τέχνη.”

~ Χρίστος Ζαφείρης, Δεύτερο Πανελλήνιο Συνέδριο “Ο Όλυμπος στη ζωή των Ελλήνων”, Ελασσόνα, 1984. Στο “Οι λήσταρχοι: Τα παλληκάρια τα καλά σύντροφοι τα σκοτώνουν” του Βασίλη Τζανακάρη, εκδ. Μεταίχμιο, 2016.

Η «Παρδάλα», το μαχαίρι του λήσταρχου Γιαγκούλα

[Εγκληματολογικό Μουσείο]

tumblr_inline_omvlsaZnR31r9wm7d_1280.jpg

tumblr_inline_omvlscNQSd1r9wm7d_1280.png

Έκθεμα Κ-143: Μαχαίρι τύπου γιαταγανιού, με λεπίδα ελαφρώς καμπύλη. Τόσο η λεπίδα όσο και η λαβή διακοσμούνται περίτεχνα. Το μαχαίρι ανήκε στον λήσταρχο Φώτη Γιαγκούλα. Κατάσταση διατήρησης: μέτρια. Ημερομηνία κατασκευής: Πιθανότατα το 1917. Yλικά: κράμα σιδήρου, κράμα χαλκού, ξύλο.

Το 1917 ο περιβόητος λήσταρχος Φώτης Γιαγκούλας (τέλη 19ου αιώνα-1925) απέκτησε ένα ξεχωριστό, όπως επρόκειτο να αποδειχθεί, φονικό όπλο, τη μαχαίρα του, την οποία ο ίδιος αποκαλούσε «Παρδάλα». Στη λεπίδα της ο λήσταρχος είχε χαράξει το εξής κείμενο:

«Προς τους πάντας. Μη δηνάμενος να εύρο ίδινος δικαίου παρά της δυκαιοσήνης των Ελλήνων, ηναγγάσθην να τονίσο το δίκαιον της Παρδάλας ή Μαχαίρας. Όθεον η ύψηστος αυτή λειτουργός της ανάνδρου Δικαιοσύνης ονόματι Παρδάλα έχη τον λόγον από σήμερον εις πάντας τους αιωθούντας και απίστους. Η λειτουργία αυτής έσετε πάντοτε ειλικρινής και ουδέποτε θέλη λησμονήση τα Ιερά καθήκοντά της προς αναμονή του δικαίου.
Μαρτίου 1917»

Ελεύθερη απόδοση στη νέα ελληνική:

«Προς όλους. Επειδή δεν μπορώ να βρω δίκαιο στη δικαιοσύνη των Ελλήνων, αναγκάσθηκα να τονίσω το δίκαιο της Παρδάλας ή Μαχαίρας. Από τώρα και στο εξής η ύψιστη αυτή λειτουργός της άνανδρης Δικαιοσύνης, η ονομαζόμενη “Παρδάλα”, έχει τον λόγο απέναντι σε όλους τους υπεύθυνους και άπιστους. Η λειτουργία αυτής της μαχαίρας θα είναι πάντα ειλικρινής και πότε δεν θα λησμονήσει τα ιερά της καθήκοντα για την απονομή του δικαίου.
Μάρτιος 1917».

Ο Φώτης Γιαγκούλας χρησιμοποιούσε την Παρδάλα ως μέσο επιβολής και προστασίας, αποτελώντας τον πιστό «σύντροφό» του για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αυτό το μαχαίρι είχε μαζί του σε περιόδους έντασης, όταν αναστάτωνε με τα καμώματά του διάφορα χωριά ή όταν η Χωροφυλακή τον κυνηγούσε θέτοντάς τον στο στόχαστρό της. Την Παρδάλα, όμως, κουβαλούσε μαζί του και όταν σε περιόδους ανάπαυλας και ηρεμίας αποτραβιόταν στα βουνά. Δεν ξενίζει, επομένως, το γεγονός ότι η Παρδάλα αντιμετωπίστηκε από τον ληστή όχι μόνον σαν ένας πολύτιμος αλλά και σαν ένας αξιοσέβαστος «σύντροφος». Γι’ αυτό, άλλωστε, ο ίδιος ο Γιαγκούλας επέλεξε να «σφραγίσει» με το προσωπικό του στίγμα το όπλο αυτό, ανεξίτηλο δείγμα της παρορμητικής, ιδιόμορφης και φλογερής ιδιοσυγκρασίας του.

Λέγεται ότι ο Φώτης Γιαγκούλας σκότωσε συνολικά πενήντα τέσσερα άτομα, πιθανότατα αρκετά από αυτά με το συγκεκριμένο μαχαίρι. Η Παρδάλα συνόδευσε τον λήσταρχο έως το άδοξο τέλος της ζωής του, την Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 1925, στην Κλεφτόβρυση Ολύμπου. Εκεί σκοτώθηκε σε συμπλοκή με σώμα της Χωροφυλακής.

Μάλιστα, σχετικά με τα όσα ακολούθησαν τον θάνατο του λήσταρχου, διασώζεται η εξής μαρτυρία:

«Ύστερα από το τέλος των τριών λήσταρχων, ένας κτηνοτρόφος, ονόματι Καλαϊτζής, παρακάλεσε το μοίραρχο Πετράκη να αναλάβει το μακάβριο έργο να κόψει αυτός το κεφάλι του Φώτη Γιαγκούλα, και μάλιστα με το ίδιο μαχαίρι με το οποίο, όταν ο λήσταρχος ήταν εν ζωή, κατά τα λεγόμενα του Καλαϊτζή, τον είχε απειλήσει τέσσερις φορές να τον σφάξει. Ο μοίραρχος το αποδέχθηκε, “διότι κανείς άλλος δεν ήθελε να κάνει το έργον του χειρούργου“. Και ο κτηνοτρόφος “όρμησε κατά του άψυχου Γιαγκούλα και τον ήρπασεν από τα μαλλιά. Έσυρε στο κατόπιν το μαχαίρι του ίδιου του λήσταρχου (ένα μικρό ευτελέστατον που κόβουν το ψωμί) και μετ’ ολίγον εχώριζε την κεφαλήν από το σώμα κρατήσας το μαχαίρι ως ενθύμιον αφού του το προσέφερεν ο κ. Πετράκης”».

Όχι πολύ αργότερα, η Παρδάλα, όπως και το κεφάλι του Φώτη Γιαγκούλα θα προστεθούν στη συλλογή του Εγκληματολογικού Μουσείου, συνιστώντας μερικά από τα πλέον μοναδικά και σημαντικής αξίας εκθέματά του, καθώς το συγκεκριμένο μαχαίρι-φονικό όπλο διαθέτει εξέχουσα σημασία, αφού ακόμη και σήμερα περιβάλλεται από ένα πέπλο μυστηρίου. Επιπλέον, διαθέτει και μοναδική ιστορική σημασία, συνδεόμενο άμεσα όχι μόνον με τη δράση και τον θάνατο ενός διάσημου εγκληματία, αλλά και επειδή αντικατοπτρίζει με ενάργεια τον ιστορικό περίγυρο της Ελλάδας του 19ου αιώνα.

Ο Γιαγκούλας ένα βράδυ

Ο Γιαγκούλας ένα βράδυ έφυγε κρυφά απ’ τον Άδη
και στον Όλυμπο κατέβη, ήλθε κάτι να γυρεύει.
Αετός ψηλά πετούσε κι ο Γιαγκούλας τον ρωτούσε:
Αετέ στα τόσα πόστα μην είδες τον Αγροκώστα;
Μα τον έχω εγώ σημάδι, θα τον βρω κάτω στον Άδη.
Εκεί είναι μαζεμένοι όλοι οι σημαδεμένοι.

*Αγροκώστας: Θεόδωρος Αγριόκωστας, καταδότης που πήρε μέρος στην καταδιώξη του Γιαγκούλα στην Κλεφτόβρυση, όπου ο λήσταρχος σκοτώθηκε

*σημαδεμένος: ο Αγριόκωστας μεταμφιέστηκε σε βλάχο καρβουνιάρη για να βρει το λημέρι του Γιαγκούλα, αλλά εκείνος τον έπιασε, τον κατάλαβε, και “του έκοψε το αριστερό αυτί όπως όριζε ο κανονισμός των ληστών και του το έδωσε στο χέρι για να το πάει στον αποσπασματάρχη”.

(πηγή: Βασίλης Τζανακάρης, “Οι λήσταρχοι: Τα παλληκάρια τα καλά σύντροφοι τα σκοτώνουν” )

Ο μύθος του Φώτη Γιαγκούλα

Το πώς κατασκευάζεται ένας θρύλος και ποια μέσα χρησιμοποιούνται σήμερα είναι λίγο πολύ γνωστό σε όλους. Όπως είναι γνωστό το γεγονός ότι σε όλη την πορεία του ανθρώπινου γένους οι μύθοι υπήρξαν πάντα γοητευτικοί και καλοδεχούμενοι. Αλλά επίσης γνωστό είναι και πόσο εύκολα επέρχεται -τουλάχιστον σήμερα- η απομυθοποίηση ενός μύθου. Τότε όμως οι συνθήκες ήταν τέτοιες που έφτανε ένας παραπανίσιος προφορικός λόγος, μια διάδοση, πολύ περισσότερο ένα κείμενο σε εφημερίδα, μια ανταπόκριση ενός ευφάνταστου “δημοσιογράφου” ή μερικές σελίδες από κάποιο ληστρικό ανάγνωσμα ώστε η φήμη και το ενδιαφέρον γύρω από ένα πρόσωπο να εκτιναχθεί στα ύψη. Κάτι τέτοιο συνέβη και με το Φώτη Γιαγκούλα. Ο αρχιλήσταρχος -γιατί σύμφωνα με τις διαβαθμίσεις των ληστρικών αξιωμάτων αυτός ήταν ο πραγματικός τίτλος του-* υποτίθεται ότι εκπροσωπούσε την μπέσα, τη λεβεντιά, το ανυπότακτο και το αντιεξουσιαστικό του Έλληνα, σε μια εποχή που οι περισσότεροι, ύστερα μάλιστα από τη Μικρασιατική καταστροφή και καταισχύνη, ήταν σε αναζήτηση της χαμένης εθνικής τους υπερηφάνειας και υπόληψης.

Ειδικά στη μυθοποίηση του Φώτη Γιαγκούλα, εκτός από την ωραία εμφάνιση, τη λεβεντιά και την μπέσα που είχε ο λήσταρχος, τα μέγιστα συνέβαλαν οι αποδράσεις, το ασύλληπτο και τέλος ο τρόπος εξόντωσής του ψηλά στον Όλυμπο που στα κατοπινά χρόνια πυροδότησε ένα σωρό σενάρια.

Ο Φώτης Γιαγκούλας δε γελοιοποιήθηκε περνώντας στην αντίπερα όχθη, δεν πρόδωσε συντρόφους του, δεν έκοψε τα κεφάλια τους και δεν βρέθηκε όπως τόσοι άλλοι μπροστά στην έδρα του “άκαρδου” κι “άπονου” εισαγγελέα και δικαστή για να ακούσει την απόφαση που θα τον έστελνε στο εκτελεστικό απόσπασμα. Έπεσε σε μάχη σώμα με σώμα, δίνοντας μια περιφρονητική απάντηση στον επικεφαλής του καταδιωκτικού αποσπάσματος, και το κεφάλι του αποκόπηκε από το σώμα του και τοποθετήθηκε σε κοινή θέα. Όσοι έτυχε να βρίσκονται στον σιδηροδρομικό σταθμό της Κατερίνης εκείνο το πρωινό -και ήταν πολλοί γιατί είχε λαϊκή αγορά εκείνη τη μέρα στην πόλη- κι έβλεπαν τους χωροφύλακες να το φυλάγουν και να το επιτηρούν, έβριζαν δήθεν μπροστά τους ή εκτόξευαν κατάρες εναντίον του, αλλά μόλις απομακρύνονταν σταυροκοπιούνταν κι έκλαιγαν. Γι΄αυτό και οι διαδόσεις για το νεκρανάστημά του και ο φόβος αλλά και η ελπίδα επανεμφάνισής του σαν φάντασμα, το φάντασμα ενός λήσταρχου-εκδικητή σε τόπου όπου είχε ζήσει και είχε δράσει, κράτησαν για χρόνια.

* Τα ληστρικά σώματα από την εμφάνισή τους ακόμη είχαν διάφορες διαβαθμίσεις. Το μέλος μιας ληστρικής συμμορίας ήταν ο ληστής. Ο επικεφαλής της αποκαλούνταν λήσταρχος ενώ ο επικεφαλής δύο ή τριών συγχωνευμένων συμμοριών αρχιλήσταρχος.

~ Βασίλης Τζανακάρης, “Οι λήσταρχοι: Τα παλληκάρια τα καλά σύντροφοι τα σκοτώνουν”

Ληστρικές σφραγίδες

Οι περισσότεροι από τους ληστές των χρόνων του Μεσοπολέμου χρησιμοποιούσαν ξύλινες ή μεταλλικές σφραγίδες με το όνομα και τον υποτιθέμενο τίτλο με τον οποίο οι ίδιοι αυτοπροσδιορίζονταν. Ο Φώτης Γιαγκούλας υπέγραφε γαλλικά και σφράγιζε με ξύλινη σφραγίδα τα σημειώματά του όταν γύρευε λύτρα (κυρίως σε δολάρια) και στο βραχύκαννο μάνλιχέρ του είχε σκαλισμένο με περίσσια προσοχή και φροντίδα τον προστάτη του Άγιο Γεώργιο. Οι επιστολές του λήσταρχου Λεωνίδα Μπαμπάνη σφραγίζονταν με μια τεράστια μεταλλική σφραγίδα σε μέγεθος παλαιού αργυρού τάλιρου που αρχικά είχε την επιγραφή “Συμμορία Μπαμπάνη – Τράντου – Φορφόλια”. Αργότερα απαλείφθηκε το όνομα του Φορφόλια και οι επιστολές σφραγίζονταν με άλλη σφραγίδα, στην οποία είχαν προστεθεί… μετριοφρόντως οι λέξεις “Βασιλέαν του Ολύμπου” με κάτωθεν της φράσης μια κουμπούρα. Ο λήσταρχος Χρήστος Φορφόλιας υπέγραφε ως “Αρχιλήσταρχος Ελλάδος”. Την άνοιξη του 1923 οι Θ. Γκαντάρας και Φ. Γιαγκούλας ανακοίνωναν τη μία μετά την αλλη τις “διαταγές” του υπογράφοντας ως “Βασιλείς των ορέων”. […]

Ο λήσταρχος Τυροδήμος χρησιμοποιούσε σφραγίδα όπου απεικονίζονταν δύο μαχαίρια με κόκκινο μελάνι, για να θυμίζει το αίμα. Άλλοι διάσημοι ληστές χρησιμοποιούσαν τον δικέφαλο αετό ή την ελληνική σημαία και το σταυρό. Ο περίφημος Περικλής Παπαγεωργίου, που υπήρξε από τους ομορφότερους και τους πλέον αιμοβόρους ληστές των ελληνικών ορέων, είχε σφραγίδα σχήματος οβάλ που στη μέση έγραφε: “Περικλής Αθ. Παπαγεωργίου 1923″ και γύρω της “Εγώ είμαι και δεν πέθανα, βρίσκομαι στη ζωή μου, και σεις ρουφιάνοι φίλοι μου θα ‘ρθή ώρα δική μου”.

Βασίλης Τζανακάρης, “Οι λήσταρχοι: Τα παλληκάρια τα καλά σύντροφοι τα σκοτώνουν”, εκδ. Μεταίχμιο, 2016. Φωτογραφίες χύμα απ’ το νέτι.