Το δικαστήριο για τις ζωοκλοπές

μονή Δισκουρίου01.jpg
Μονή Δισκουρίου, φωτογραφίες από Χανιώτικα Νέα

Ανάμεσα στα παραπάνω μεγάλα χωριά [Ν.Β. Ζωνιανά, Λιβάδια] και στα Ανώγεια στέκεται, σε τόπο καταπράσινο, από τον καιρό των Βενετσιάνων, κατ’ άλλους από την πρωτοχριστιανική εποχή, η μονή Δισκουρίου, μισοκρυμμένη στο χείλος μιας ανάβαθης χαράδρας, πολλές φορές κατεστραμμένη σε επαναστάσεις και ξαναχτισμένη από τους μοναχούς. Υπήρχε η φήμη ότι η μονή είχε πάρει τ’ όνομά της από αρχαίο ναό των Διόσκουρων, που πάνω στα ερείπιά του οικοδομήθηκε αργότερα χριστιανικός ναός. Τούτο το μοναστήρι όμως ήταν πασίγνωστο στην Κρήτη σαν δικαστήριο για τις ζωοκλοπές, επειδή εκεί, μπροστά σ’ ένα εκατόχρονο εικόνισμα του καβαλάρη Αϊ-Γιώργη, του πολεμιστή αγίου, γινότανε το προφορικό ξεκαθάρισμα για τις ζωοκλοπές ολόκληρου του Ψηλορείτη, όσα χρόνια μπορούσανε να θυμηθούν οι παλαιοί. Ο ύποπτος για τη ζωοκλοπή βοσκός έπρεπε να πάρει όρκο για την αθωότητά του στο εικόνισμα του Αϊ-Γιώργη, μπροστά στο οποίο τον έφερνε για να κριθεί ο κάτοχος των κλεμμένων ζώων. Εάν, την ώρα που έπαιρνε τον όρκο, τολμούσε ν’ απλώσει το χέρι του και ν’ αγγίξει τον καβαλάρη άγιο, έστω στα ολόχρυσα σανδάλια ή στην άκρη της χρυσής βαριάς του σπάθας, τότε έβγαινε αθώος. Εάν όμως δεν τολμούσε ν’ αγγίξει, ή τον πρόδινε το χέρι του, τότε έπρεπε να παραδεχτεί την ενοχή του. Τέτοιες εικόνες-δικαστές υπήρχανε κι αλλού στη νήσο, αναγνώστη, επειδή τις προτιμούσαν οι ποιμένες από τα δικαστήρια των πόλεων. Το πιο σημαντικό είναι ότι στο μοναστήρι Δισκουρίου, και μόνον εκεί, ο όρκος από τον ύποπτο για ζωοκλοπή βοσκό: «Μα τον Ζα, φάσκω σου και κάτεχέ το, ότι δε σου φταίω…» ήταν μια κατευθείαν επίκληση στο όνομα του Δία, ή Ζα στην αρχαία αιτιατική της δωρικής διαλέκτου.

~ Ρέα Γαλανάκη, Αμίλητα, βαθιά νερά: Η απαγωγή της Τασούλας (εκδ. Καστανιώτης, 2006)

μονή Δισκουρίου03

“Νη Ζα, φάσκω σου και κάτεχέ το πως δε σου φταίω στο πράμα σου, έργο μου γή βουλή μου (Μ. Παπαδάκης, “Η Μονή Δισκουρίου”, στο Προμηθεύς ο Πυρφόρος, τ. 23/1981, σελ. 163). […]

“Μα το Ζα, δε σε πείραξα και άμε να γυρεύγεις αλλού το πράμα σου”. Αυτό επιβεβαίωσε και ο τελευταίος μοναχός του Δισκουρίου Καλλίνικος Βάμβουκας […]

“Νη Ζα, φάσκω σου και κάτεχέ το πως δεν κατέω πράμα για την αραζό τση κλεψάς των οζώ σου” (Γ. Σταυρακάκη, “Τοπωνυμικά”, στο περ. Κρητική Εστία, τ. 161 / 1966, σελ. 232).

“Νη Ζα, φάσκω σου το και κάτεχέ το. Δε σου τάφαγα εγώ τα πρόβατά σου” (Γιάννη Μουρέλλου, “Κρητική Ψυχή”, σελ. 16, εκδ. Παγκρητίου Ενώσεως, Αθήνα 1963

~ Νίκος Ψιλάκης, “Άγιος Γεώργιος και Δίας μαζί

Περί βοσκών στη Μεσόγειο

Α.

“Οπουδήποτε κι αν παρατηρήσουμε αναδρομικά, οι μετακινήσεις των ποιμένων ήταν η απόληξη μιας μακράς εξέλιξης, το πιθανό αποτέλεσμα ενός πρώιμου καταμερισμού εργασίας. Ορισμένοι άνθρωποι, και μόνον αυτοί, με τους βοηθούς του και με τα σκυλιά τους, φύλαγαν τα κοπάδια και πηγαινοέρχονταν ανάμεσα στα ορεινά και τα πεδινά βοσκοτόπια. Κι αυτό οφειλόταν σε μια φυσική, αναπόφευκτη ανάγκη, την ανάγκη να γίνεται η βοσκή διαδοχικά σε διαφορετικά υψόμετρα. […]

Έτσι, συγκροτήθηκε μια ιδιαίτερη κατηγορία ανθρώπων, ανθρώπων έξω από τον κανόνα, ανθρώπων που ήσαν σχεδόν εκτός νόμου. Οι πληθυσμοί της πεδιάδας, αγρότες ή δενδροκόμοι, τους έβλεπαν να περνούν με συναισθήματα φόβου και έχθρας. Αυτοί, όπως και οι άνθρωποι των πόλεων, τους θεωρούσαν βαρβάρους, ημιάγριους. Όταν κατέβαιναν, οι κτηματίες και οι ζωέμποροι τους περίμεναν για να τους εξαπατήσουν. “Νέννα αγαπημένη”, λέει το σκληρό τραγούδι, “ο βοσκός σου δεν έχει τίποτα καλό επάνω του, η ανάσα του βρωμάει και δεν ξέρει να φάει από πιάτο. Νέννα mia, άλλαξε γνώμη, διάλεξε καλύτερα για σύζυγο ένα χωρικό, αυτός είναι καθώς πρέπει άνδρας”. Σημειώστε ότι αυτό το τραγούδι τραγουδιέται ακόμη σήμερα στην Ιταλία.”

~ Fernand Braudel, Η Μεσόγειος, Ο χώρος και η ιστορία, εκδ. Αλεξάνδρεια 1990

Β.

Μύρων Σκουλάς – Του έρωντα και τ’ αοριού

Μου ‘πεψε με το μαντρατζή σημείωμα στ’ αόρι
Πως δεν παντρεύγεται βοσκό, καλλιά γεροντοκόρη
Μήνα μου με το μαντρατζή να τση ξεκαθαρίσω
‘Η με τα κείνη γή τα ζα θα πρέπει να πουλήσω
Δε τα πουλώ τα πρόβατα, εις στ’ αόρι θα ποθάνω
Γιατί είναι η πιο περήφανη τέχνη στο κοσμο απάνω
Δεν την πετώ τη βέργα μου, τη βούργια δε τη βγάνω
Ορκίστηκα στον κόκαλο τση μάντρας να ποθάνω
Δεν τη πετώ τη βέργα μου και το γαμπαλαβάρι
Κι ας λέει εκείνη πως βοσκό δε πρόκειται να πάρει
Καλλιά στ’ αόρι μοναχός, στσι μπόρες και στα χιόνια
Παρά της χώρας τα ζεστά και στ’ ακριβά σαλόνια
Παλάθια δεν εζήλεψα, καλλιά ‘χω το μιτάτο
Κι όλη η ζωή μου να διαβεί στο γύρο των προβάτω
Καλλιά στ’ αόρι μοναχός, στο δάσος με τσι πρίνους
Παρά σε κήπο με πολλούς ψεύτικους άσπρους κρίνους
Α δε σ’ αρέσει η βοσκική να μου το πεις να πιαίνω
Για το χατήρι τον οζώ όλα τα παντογέρνω
Α δε σ’ αρέσει βοσκική με μένα μη μπερδέσεις
Γιατί τα ζα δε τα πουλώ κι άσχημα θα πονέσεις
Εγώ γεννήθηκα βοσκός και το βοσκό θα κάνω
Κι α δε σ’ αρέσω διάλεξε ένα πρωτευουσιάνο

(Τ’ Αορείτικα, 1997, Κρητικό Μουσικό Εργαστήρι Αεράκης)

Γ.

“Hobsbawm is surely right to claim that it is the very fixity of peasant farmers which makes them so eminently exploitable. His corollary that any type of movement in and of itself provokes an element of freedom congenial to banditry is more than adequately attested in antiquity. It is this factor of movement that is critically important in regions of diminished state control. In addition to pastoral nomads, highland shepherds represented a social group that was integrated socially and economically into the wider imperial system and yet which, because of its peculiar economic organization, was freed from most political constraints. Hence the equation “shepherd equals bandit” comes close to being one that is true for all antiquity. Indeed, the very type of social organization that characterized highland shepherd communities enabled them to constitute the driving force behind three or four of the largest slave uprisings documented in all ancient history.

The crime most frequently attributed to shepherd-bandits is that of rustling (abigeatus). It was so inextricably associated with bandits that it was not regarded as common theft (furtum) but as a more aggravated type of crime. Rustling therefore incurred the most severe penalties. The emperor Hadrian decreed to the provincial council of Baetica (southern Spain, where the problem was endemic) that condemnation to the mines or execution was the normal penalty.”

~ Brent D. Shaw, Bandits in the Roman Empire, Cambridge University Press, 2004

Δ.

“Ο ημι-νομαδισμός, που βρίσκεται στη βάση του παραγωγικού συστήματος της στάνης, είναι εξίσου αναγκαία προϋπόθεση και της δραστηριότητας του ληστή (που ακολουθεί πιστά το κοπάδι στις μετακινήσεις του) στο μέτρο που του εξασφαλίζει ελευθερία κινήσεων, του επιτρέπει τον έλεγχο των ορεινών περασμάτων που χρησιμοποιούν οι εμπορευόμενοι ή οι εισπράκτορες φόρων και τού παρέχει την αδιαφιλονίκητη κυριαρχία σε κακοτράχαλα μέρη σε περίπτωση καταδίωξης από το στρατό ή τη χωροφυλακή. Τα πλεονεκτήματα της κινητικότητας αυτής γίνονται ακόμα πιο προφανή αν αναλογισθούμε ότι μια από τις σπουδαιότερες αιτίες της ληστείας, κατά την ομόφωνη άποψη των μελετητών του 19ου αιώνα, ήταν η δυνατότητα που είχε ο ληστής να περνά ανενόχλητος την ελληνοτουρκική μεθόριο (μεθόριο για πολύ καιρό ανοιχτή στην ορεισινομή και ελλιπώς ελεγχόμενη) μετά από κάθε επιδρομή: η απουσία αποτελεσματικού συντονισμού για την πάταξη της ληστείας ανάμεσα στις ελληνικές και τις τουρκικές αρχές καθώς και τα ευρύτατα πελατειακά δίκτυα και οι συνενοχές που οι ληστές ανέπτυσσαν και από τις δύο πλευρές των συνόρων, μετέβαλαν τις μεθοριακές αυτές περιοχές σε ιδανική εστία ληστρικού βίου.”

~ Στάθης Δαμιανάκος, “Κοινωνική ληστεία και αγροτοποιμενικός πολιτισμός στην Ελλάδα”, στο Παράδοση ανταρσίας και λαϊκός πολιτισμός, εκδ. Πλέθρον, 1987

Ληστές και βοσκοί

[Στάθης Δαμιανάκος, “Κοινωνική ληστεία και αγροτοποιμενικός πολιτισμός στην Ελλάδα”, στο Παράδοση ανταρσίας και λαϊκός πολιτισμός, εκδ. Πλέθρον, 1987]

paradosi_antarsias_0

Πολλές πολιτισμικές πρακτικές των ποιμενικών κοινωνιών παραπέμπουν ευθέως στο ληστρικό κόσμο και, αντίστροφα, ορισμένες παραδόσεις των ληστών φαίνονται ότι έχουν την πηγή τους και στις ποιμενικές πρακτικές.

Ανάμεσα στις πρώτες, η πιο χαρακτηριστική είναι ίσως η πρακτική της ζωοκλοπής, κεντρικό στοιχείο των παραδόσεων των Σαρακατσαναίων και των Αρβανιτόβλαχων. Για τους βοσκούς της Ρούμελης, σύμφωνα με το Λουκόπουλο (1930: 177, 2013-211), το να φάνε το κρέας ενός αρνιού ή μιας κατσίκας που προέρχεται από το δικό τους κοπάδι θεωρείται αμάρτημα, γιατί το ζώο για φάγωμα πρέπει να είναι κλεμμένο. Η δοξασία αυτή είχε την αντίστοιχή της στους χωρικούς της περιοχής: την αντι-δοξασία, σύμφωνα με την οποία το κλαδί του δέντρου όπου κρέμασαν για να γδάρουν το κλεμμένο ζώο ξεραίνεται. Παλιότερα, μας διαβεβαιώνει ο ίδιος συγγραφέας, οι ζωοκλέφτες οργανώνονταν σε συμμορίες, γεγονός που μας επιτρέπει να υποθέσουμε ότι το υπόδειγμα της οργάνωσής τους χρησίμευσε και για τη συγκρότηση της ληστοσυμμορίας. Αλλά και η ατομική κλοπή δεν ήταν λιγότερο συχνή, όπως βλέπουμε στο παρακάτω σαρακατσάνικο τετράστιχο, που τραγουδιόταν στις τελετές του γάμου, όταν η συνοδεία του γαμπρού, το ψίκι, πήγαινε να πάρει τη νύφη:

Του Μάη κρασί μη πίνιτι κι όξου μην κοιμηθείτι
γιατί ‘νι ένα κλεφτόιπουλο που σιριανάει τη νύχτα.
Σέρνει του υπνουβότανου μέσα στην ταμπακιέρα,
σέρνει ψουμί για τα σκυλιά, κρέας για τα λιουντάρια.

Σε μια συγκρουσιακή κοινωνία σαν τη σαρακατσάνικη, όπου όλα επικεντρώνονται γύρω από τον ανελέητο ανταγωνισμό ανάμεσα στα σόγια για να εξυψωθεί το οικογενειακό γόητρο (Cambell 1964), η ζωοκλοπή είναι μια άμεση προσβολή της τιμής της ομάδας που πρέπει να να επανορθωθεί. Η συνήθεια απαιτεί η επανόρθωση αυτή να πάρει τη μορφή μιας αντικλοπής διπλάσιου αριθμού των κλεμμένων ζώων, επιχείρηση την οποία αναλαμβάνουν τα πιο νέα σε ηλικία και τα πιο θαρραλέα μέλη του τσελιγκάτου. Γιατί, για να αχθεί σε αίσιον πέρας, η κλοπή ή η αντικλοπή ζώων απαιτεί όχι συνηθισμένες αρετές. Δεν είναι λοιπόν παράξενο το γεγονός ότι όλες οι ποιμενικές κοινωνίες βλέπουν στις πρακτικές αυτές να υλοποιείται μια από τις θεμελιακές τους αξίες, δηλαδή το θάρρος, η τόλμη απέναντι στους κινδύνους (και μέσα στα άλλα η ντροπή να σε πιάσουν στα πράσα δεν είναι ο μικρότερος κίνδυνος), η παλικαριά: η λερή φουστανέλα, που θεωρείτο ένα αδιαμφισβήτητο εξωτερικό σημάδι της παλικαριάς του κλέφτη, πολύ συχνά —μάς λέει ο Λουκόπουλος— λερώνονταν επίτηδες με λίπος προβατίνας από τα βοσκόπουλα, που τούς ήταν ανυπόφορη η ιδέα ότι το κατάλευκο ρούχο τους θα μπορούσε να προδώσει ελλιπείες επιδόσεις ως προς αυτό το σημείο. Με τη σειρά του, ο Κολιόπουλος (1979: 254) αναφέρει ότι η μάνα ενός ληστή, όταν τη ρώτησαν στο τέλος της δίκης του γιου της, γιατί τον φυλάκιζαν, αποκρίθηκε με αφέλεια: “Δεν έκανε τίποτα, τον έπιασαν δια λεβεντιά”. Και πράγματι, η κλοπή που είχε διαπράξει εκείνος ο ληστής ήταν, καθώς φαίνεται, ο όρος για να μπορέσει να παντρευτεί την κόρη ενός πλούσιου τσέλιγκα.

[παραπομπές: Λουκόπουλος Δ., 1930, Ποιμενικά της Ρούμελης, Ιωάνν. Σιδέρης, Αθήνα / Campbell J.-K., 1964, Honour, Family and Patronage, Oxford, Clarendon Press / Κολιόπουλος Γ., 1979, Ληστές, η κεντρική Ελλάδα στα μέσα του 19ου αιώνα, Αθήνα, Ερμής]