Σε μια μεταγωγή

Μου τα ‘λεγε ο Βαγγέλας σε μια μεταγωγή, καταχείμωνο, από την Κέρκυρα στην Αθήνα. [….]

«Πάμε τουλάχιστον σε ανθρώπινες φυλακές…»

«Δεν υπάρχουν ανθρώπινες φυλακές, Μιχάλη, και το ξέρεις. Η φυλακή παντού είναι φυλακή, το καρακόλι καρακόλι, ο μπάτσος μπάτσος, ο υπουργός κουφάλα κι ο άνθρωπος άνθρωπος – μπήκες;»

«Ε, όσο να ‘ναι, ρε Βαγγέλα, δεν είναι κι αυτός ο τάφος. Άσε που πάμε και Αθήνα.»

«Και η ασφάλεια στην Αθήνα είναι. Εκεί μας σακατεύουν, και μας και σας.»

«Εντάξει, δε λέω γι’ αυτό. Από άποψη υγείας, λέω, θα ‘μαστε καλύτερα. Εδώ τρύπησαν τα κόκαλά μας από τις αρθρίτιδες.»

«Αυτό μπορεί να το πάθαινες και άμα έμενες σ’ ένα υπόγειο στη Βάθης. Αφού το ξέρεις, ρε Μιχάλη, μια ζωή τραβιέσαι. Φυλακή ίσον ψυχική νόσος… Αυτή η πουτάνα μάς τρώει τα σωθικά και το κορμί και το μυαλό. Να ‘ξερα ποια κουφάλα την ανακάλυψε… Σκότωσέ μας, ρε κύριε, άμα δε σου γουστάρουμε… Πούουου οι καργιόληδες, δεν τους συμφέρει! Θα τους φεύγανε όλοι οι οπαδοί. Ποιος στραβός δε θέλει το φως του…»

Με κινήσεις μαέστρου σε στιγμή γλυκιάς καμπύλης της συμφωνίας του Μότσαρτ, έστριψε το δεύτερο τσιγαριλίκι.

«Τι να κάνω; Μη μου το βρούνε στην έρευνα. Βλέπεις, υπάρχουν και τα άσκημα: μόλις ‘κονομήθηκα, μεταγωγή…»

Η κάφτρα, ένας μικρός ήλιος, ταξίδευε στα στόματα των τριών ποινικών. Ο Βαγγέλας κατάπιε τον καπνό, και καθώς τον έβγαζε:

«Και Κορυδαλλός, Μιχάλη, ίσον: στέκεις στο παράθυρο τη νύχτα, κοιτάς το φεγγαράκι, τα φώτα της πόλης, τσιτώνεις τ’ αυτιά σου και πιάνεις τους καημούς απ’ τα κουτούκια και τους στεναγμούς απ’ τα κρεβάτια· και η νόσος, σαράκι. Πονάει η καρδιά και μαραζώνει… Κοτζάμ πλανήτης, ρε, τόσα πλάσματα ζούνε λεύτερα… Δεν μπορούνε να βρούνε ένα χώρο και για μας, που γουστάρουμε τη ζωή; Όπου να ‘ναι, ρε. Και στο Ταμτούμ με τα πόδια θα πάμε να σενιάρουμε τον κόσμο μας…»

~ Χρόνης Μίσσιος, Τα κεραμίδια στάζουν (Γράμματα, 1991)

Μάρκος Βαμβακάρης – Χθες το βράδυ στο σκοτάδι

Ζεϊμπέκικο του Μάρκου Βαμβακάρη. Στην αυτοβιογραφία του αναφέρει το περιστατικό που τον ενέπνευσε να το συνθέσει και περιγράφεται στους στίχους του. Ηχογραφήθηκε το 1935. Ορχήστρα με μπουζούκι (Μ. Βαμβακάρης), κιθάρα (Κ. Καρίπης) και κομπολόϊ με ποτήρι. / “Το τραγούδι περιγράφει ανάγλυφα τους απάνθρωπους, αλλά και αντισυνταγματικούς διωγμούς που υπέστη ο υπόκοσμος στη δεκαετία του ‘30. Ο ίδιος ο Μάρκος υπήρξε παθός και μαθός.” ~ Ηλίας Πετρόπουλος, Ρεμπέτικα τραγούδια

Χτες το βράδυ στο σκοτάδι
με στριμώξανε δυο μαύροι
έρευνα για να μου κάνουν
και το μαύρο να μου πάρουν.

Είχα κάνει φίνα ζούλα
που τους έπιασε τρεμούλα
Ρε, ψάξανε να μου το βρούνε,
μάγκα τώρα θα τον πιούμε.

Αγριέψανε οι μαύροι
μου τη στήνουν τ’ άλλο βράδυ,
βρε, και με κάνουνε πιαστό – αμαν αμαν
με τραβούνε στο πλεχτό.

Το πρωί στο Διοικητή – αμάν, αμάν,
και το βράδυ σην Αρχή
βρέ, κι έτσι μάγκα με δικάζουν,
και οι μαύροι ησυχάζουν.

“Διατί χασισοποτούν;”

Είναι ανεκδιήγητα τα ληφθέντα κατά καιρούς μέτρα εις τας αστικάς φυλακάς δια την παρεμπόδισιν λαθραίας εισαγωγής χασίς. Αλλ’ επίσης ανεκδιήγητοι είναι και αι εφευρέσεις των κρατουμένων, όσον άγρυπνος και αν είναι η επιτήρησις, όσον αυστηρά και αν γίνεται η σωματική έρευνα των επισκεπτών. Όταν λ.χ. ανεκαλύφθη ότι το χασίς εισάγεται ραμμένο εις τα πέτα καινουργών ή επιδιορθωμένων ενδυμασιών, τότε οι κρατούμενοι μεταξύ άλλων μέσων εχρησιμοποίησαν και την κενήν έσωθεν λαβήν της τσουκάλας εις την οποίαν οι συγγενείς των τούς έστελναν φαγητόν. Όταν ανεκαλύφθη και αυτό, το χασίς εισήχθη μέσα εις… κεφτέδες, ή μέσα εις το κόκκαλο του κρέατος, αφού αφηρέθη το μεδούλι.

Η εφευρετικότης έφθασε μέχρι του να εισάγεται εις τας φυλακάς το χασίς ακόμη και μέσα σε “σκαμμένα” ξυλοκάρβουνα, τα οποία αναγκαστικώς προμηθεύονται ο καφετζής ή ο ράπτης της φυλακής. Ποιος να καθίση να ψάξη ένα ένα τα κάρβουνα; Ποιος φύλαξ είναι εις θέσιν ν’ αντιληφθή ότι δια του τρυφερού φιλήματος που δίδει ανάμεσα από τα σιδερένια κάγκελα εις τον κρατούμενον κάποιος αδελφός, κάποιος εξέδελφος, μεταδίδεται από στόμα σε στόμα και ολόκληρος βόλος χασίς ή οπίου; Τι και αν ανακαλύπτωνται αυτά; Νέοι τρόποι, νέα μέσα, νέαι επινοήσεις διαδέχονται αλλήλας. Προ παντός δεν πρόκειται περί τυχαίου φαινομένου. Δια τον έγκλειστον το ναρκωτικόν καταντά μία επιτακτική ανάγκη. Ένα 50% τουλάχιστον των κρατουμένων εις την φυλακήν μέσα, έμαθαν να χασισοποτούν. Διατί χασισοποτούν; Μα… για να λησμονήσουν, για να μη βλέπουν, να μην ακούν, να μην αισθάνονται το ναυάγιον της ζωής που τους έχει ρίψει εκεί. Δια να ζουν ως να ήσαν πεθαμένοι.

~ Πέτρος Πικρός, Εις τα άδυτα και τα ερέβη των φυλακών μας

Μάρκος Βαμβακάρης – Εφουμάραμ’ ένα βράδυ

Το πρώτο τραγούδι του Μάρκου Βαμβακάρη στη δισκογραφία. Ηχογραφήθηκε το 1932. Ζεϊμπέκικο. Τραγουδάει ο ίδιος. Ορχήστρα με μπουζούκι, κιθάρα και τζουρά. Ο Πετρόπουλος το καταγράφει με τον τίτλο “Μπλόκος”.

Εφουμέρναμ’ ένα βράδυ
αργιλέ, σπαχάνι, μαύρη
δίχως να ’χουμε στην πόρτα
τσιλιαδόρους όπως πρώτα.

Κι έρχονται δύο πολιτσμάνοι
και δε βρίσκουνε ντουμάνι.
Ζούλα όλοι οι αργιλέδες
φυλαχτείτ’ από τους τζέδες.

Γεια σου πόλιτσμαν, λεβέντη
κι άσ’ τον αργιλέ να καίει
να φουμάρει το τουρκάκι
που ‘ναι φίνο ντερβισάκι.

Μαύρο φέρνει από τη Σμύρνη
και καλάμι απ’ τ’ Αϊδίνι
και καλάμι απ’ τ’ Αϊδίνι
και χαρά στον που την πίνει.

Ναπολέων Λαπαθιώτης – Άτιτλο

Κάτω στου Μήτσου το τεκέ
Κάναν οι μπάτσοι μπλόκο,
Και βρήκαν ντουμανότρυπες
Κι ένα γιαπί λουλάδες,
Πενηνταδυό διμούτσουνες
Και δεκαοχτώ μαρκούτσια.
Σουρτά, σουρτά με μπαμπεσιά
Ζυγώσαν οι ρουφιάνοι
Με ζούλα ήρθαν οι πούστηδες
Και μας εβάναν μπροστά:
Τσιμπήσαν πρώτα το Μπαλήν
Όπου φυλούσε τσίλλιες
Και μπήκαν στο τσαρδάκι μας
Και μας τα κάναν λίμπα!
Πήραν τις ντουμανότρυπες
Πήραν και τους λουλάδες,
Πήραν και τις διμούτσουνες
Τα δεκαοχτώ μαρκούτσια
Πήραν και τους ντερβίσηδες
Και στο πλεκτό τους πάνε,
Πήραν το Μίκα το Ντουρντή
Το τζε του Νταλαβέρη
Το Μπάρμπουλα, το Μπόρμπουλα
Και το Μπαλή το Μήτσο
Πήρανε και το Ντερτιλή
Το Ντάτα το θηρίο
Πούκαντε πέντε στη Παλιά
Και δώδεκα στ’ Ανάπλι
Κι όντας τσακίζεται
Λέει: Οφ, τ’ αδερφάκι!

[Από Τα Ποιήματα της Σκιάς, 1939-1943]

Ήταν ο Τσόκλης ο γκαβός,
ο Κωτσιαράς ο παλαβός,
ο Λέτσος με τη μαχαιριά,
μπουλούκι από μουστακαλήδες,
που με ζουνάρι απολυτό
περάσανε στον κόσμο αυτό,
μπεκρήδες, κλέφτες, χασικλήδες,
που τέλος πάντα η μαχαιριά.

~ Κώστας Βάρναλης,Εξαγνισμός, 1928

Αντώνης Νταλγκάς – Το μπαγλαμαδάκι πάψε

Σύνθεση-ερμηνεία Αντώνης Νταλγκάς (Διαμαντίδης)
Δίσκος: Parlophone Ελλάδος B. – 21642 / 101252
Ηχογρ. 1932 ή 1933

Το μπαγλαμαδάκι πάψε μάγκα μερακλή
γιατί βάρεσαν στη ζούλα κάποιον χασικλή
Ήτανε παιδί τζεμάλι, φίνος στο λουλά
και τον εζηλεύαν όλοι μες στη γειτονιά

Πέντε μαχαιριές του δώσαν, λέει, για μια Σμυρνιά
δυο νταήδες Πειραιώτες μες στην Κοκκινιά
Και τον κάνανε μαντάρα οι ντερβίσηδες
και στην πιάτσα βγήκαν τώρα άλλοι ασίκηδες

Απ’ τις μαχαιριές θα γειάνει, βλάμηδες, θα ‘ρθεί
να σας έβρει βρε νταήδες και να ξηγηθεί
Τότε ρε θα δείτε, μάπες, τι θα πει καρδιά
τίνος μάνα θε να κλάψει μες στην Κοκκινιά

Ρεμπέτες και καπανταήδες

sdfΠαρουσιαστικό

Ο κούτσαβος ήταν ψηλός και λεπτός. Στομάχι ποτέ, κοιλιά ποτέ. Μαλλιά αλειμμένα με λίπα για να γυαλίζουν. Απαραιτήτως χωρίστρα κι ένα τζουλούφι στο μέτωπο, που έπεφτε μπρος στα μάτια. Ο ρεμπέτης για να ιδεί τον συνομιλητή του τράβαγε το τζουλούφι, κάνοντας μια χαρακτηριστική χειρονομία. Μουστάκια στριφτά, στημένα όρθια, χάρη στην μαντέκα.

Ο κουτσαβάκης περπάταγε μονόπαντα και λικνιστικά, με ανασηκωμένο τον αριστερό ώμο, κουνώντας μόνο το δεξί χέρι. Βλέμμα βαρύ και απροσδιορίστως απειλητικό. Φωνή βραχνή από το πολύ χασίσι. Σ’ όλο το κορμί αφανή τατουάζ. Ένα μικρό τατουάζ πάνω στη ράχη της μιας παλάμης.

Ενδυμασία

Ρεμπούπλικα μαύρη με κορδέλα μαύρη (την διαβόητη χλίψη), για να πενθούν τους σκοτωμένους φίλους, ή τους εχθρούς που οι ίδιοι θα δολοφονούσαν μελλοντικώς. Σακάκι μαύρο με φιλντισένια κουμπιά. Το φοράγανε περαστό μόνο στο αριστερό μανίκι, όπως οι ουσάροι. Όταν, όμως, φοράγανε κανονικά το σακάκι δεν κούμπωναν ποτέ.

Πανταλόνι ριγωτό ή με μεγάλα φανταχτερά καρό, που ήτανε φουσκωτό και που κάτω-κάτω στένευε πολύ. Το πανταλόνι ήταν τόσο στενό στα ρεβέρια, ώστε οι ρεμπέτες λέγανε πώς για να το βάλουν χρησιμοποιούσαν κόκαλο και για να το βγάλουν έπρεπε να αλείψουν τις πατούσες τους με σαπουνάδα. Τα ρεβέρια ήσανε, συνήθως, γυρισμένα για να φαίνεται το κόκκινο βελούδο που είχαν ράψει μέσα μεριά, όπως ακριβώς έκαναν οι καπανταήδες της Ισταμπούλ.

Οι ρεμπέτες αγαπούσαν τα κίτρινα πουκάμισα και τις κόκκινες γραβάτες, τις λεγόμενες χασάπικες. Η μέση του ρεμπέτη σφιγμένη με το ζωνάρι, πού, συχνά, ήταν μισοκαλυμμένο από το γελέκι. Το ζωνάρι το τυλίγανε με τέχνη γύρο στη μέση και το είχανε για τσέπη και για οπλοστάσιο. Η μία άκρη του ζωναριού έπρεπε να κρέμεται. Υποτίθεται πως όποιος πάταγε το απλωμένο ζωνάρι ενός μόρτη το έκανε για να τον προκαλέσει. Οι κουτσαβάκηδες αγαπούσαν τα ψηλοτάκουνα μποτίνια. Σύμφωνα με την αισθητική τους το παπούτσι ήτο ωραίο όταν κάτω από την καμάρα του χώραγε να περάσει ένα ποντίκι. Το ντεκόρ του ρεμπέτη συμπληρωνότανε από το μελιτζανί μαντίλι, που ήταν χωμένο στις πτυχές του ζωναριού, ή που κρεμότανε από το τσεπάκι του σακακιού. Με το πέρασμα του χρόνου το κουστούμι του ρεμπέτη άρχισε να απλοποιείται.

Όπλα

Ο ρεμπέτης, ενώ ήτο ντυμένος ευρωπαϊκά, διατηρούσε το ζωνάρι με τα όπλα και τα διάφορα αντρικά μικροαντικείμενα: το μαντίλι, το τσακμάκι. Την καπνοσακούλα, το κομπολόι. Στο ζωνάρι έχωνε, συνήθως, και τα όπλα του. Ο ατομικός οπλισμός άρχιζε από τις κάμες και τέλειωνε στις διμούτσουνες πιστόλες και, αργότερα στα ρεβόλβερ.

Οι καπανταήδες της Ισταμπούλ απέφευγαν τις πιστόλες, λόγω αυστηρών διαταγών του σουλτάνου, που φοβότανε τυχόν δολοφονία του. Άλλωστε, οι πιστόλες κάνουν θόρυβο. Οι ρεμπέτες προτιμούσαν τις σιωπηλές δίκοπες και τα στιλέτα. Όταν ήθελαν να γελοιοποιήσουν τον αντίπαλο τον κυνηγούσαν και του έδιναν λίγες μαχαιριές, πίσω στους γλουτούς.

Όταν, όμως, ήθελαν να σκοτώσουν στ’ αληθινά. Κάρφωναν την δίκοπη στην κοιλιά του εχθρού και την στριφογύριζαν. Και, μάλιστα, μετά τραβάγανε το ματωμένο μαχαίρι και το έγλειφαν. Ή, άλλοτε, έσκυβαν και διάγκωναν το αυτί του πτώματος, ή ρουφάγανε το ένα μάτι του.

Όλ’ αυτά τα απαίσια είναι αποτυπωμένα μες στις παροιμίες και στις λαϊκές εκφράσεις. Πάντως, οι ρεμπέτες χρησιμοποιούσαν τα μαχαίρια με θεαματικούς τρόπους. Στην φυλακή ο τσιρίμπασης, που ήθελε να επιβεβαιώσει την εξουσία του, εξανάγκαζε τους φυλακισμένους να περάσουν κάτω από το μαχαίρι του που το κράταγε υψωμένο. Ο σκληρός μάγκας έτρωγε, μεταχειριζόμενος την κάμα σαν πηρούνι. Οι ρεμπέτες σιχαινόντουσαν τα κουτάλια και τις σούπες (στην Ελλάδα ο καλοφαγάς λέγεται γερό πηρούνι).

Ο ρεμπέτης, που ήθελε να τρομοκρατήσει την ταβέρνα, κάρφωνε στο τραπέζι το μαχαίρι του.

Continue reading “Ρεμπέτες και καπανταήδες”