Ο Τζογές της Βραδυνής και οι λέξεις του

tzogex.jpg

Παρουσιάζω σήμερα με πολλή χαρά μια συνεργασία του φίλου μας του Κόρτο, αφιερωμένη σε μια ευθυμογραφική στήλη που έτερψε τους αναγνώστες επί δεκαετίες και που έχει και γλωσσικό ενδιαφέρον: τη στήλη του Τζογέ, που εμφανιζόταν προπολεμικά στην εφημερίδα Βραδυνή. Πρόκειται για εύθυμα κείμενα, περίπου σαν χρονογραφήματα, που τα έγραφε ο Σώτος Πετράς. Ο Κόρτο διερευνά […]

via Ο Τζογές της Βραδυνής και οι λέξεις του (συνεργασία του Κόρτο) — Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

παίχτης

[slang.gr: παίχτης]

1. Έκφραση φιλοφρονήσεως-θαυμασμού προς οικείο, όπως «γεια σου ρε μαγκίτη / αλάνι / αλανάρχη / άλαν / μάγκα / μαγκιόρε / τσίφτη / τσικ-λεβέντη / καραμπουζουκλή» κλπ. Χρησιμοποιείται κυρίως ως «πού’ σαι ρε παίχτη;» ή «σωστός ο παίχτης!»

Παράγωγα: Παίχτουρας, παιχτούκλα, παιχτάκι κλπ.

Άλλωστε η έκφραση «παίζε μπάλα», μπορεί να σημαίνει και «παίζε κει πέρα» στο τάβλι, συνέχισε να εξηγείς (όπως «κάνε σενάριο»), «δούλευε ζάρι», κάνε τη δουλειά σου κι άσ’ τα σάπια, χτύπα τη γκόμενα (το πεδίο είναι ελεύθερο) κλπ.

2. Στην κλασσική αργκό του περασμένου αιώνος, το κομπολόι ή μπεγλέρι (αν και σήμερα λέγεται έτσι αυτό με τις δυο χάντρες που παίζεται νευρικά με τον αντίχειρα).

Συνήθως είχε δεκα-τρείς χοντρές χάντρες (κεχριμπάρι που σήμερα είναι πανάκριβο) και ουδεμία λειτουργική σχέση είχε (ούτε έχει) με το ροζάριο ή το κομποσκοίνι… Απαραίτητο αξεσουάρ του κουτσαβάκη μαζί με:

  • Καβουράκι με «χλίψη» (=θλίψη δηλ. μαύρη περιμετρική ταινία πένθους για τους φόνους που διέπραξε ο φέρων) και βουλιάγματα στα πλαϊνά του πίλου ή τραγιάσκα με κουμπί (βλ. ρεμπέτικο «Βαρβάκειο») ή κούκο (εργατικό μονοκόμματο καπέλο με μικρό γείσο όχι πλατύ και τετράδιπλο σαν «του σκηνοθέτη»),
  • γιλέκο (ή μεϊντανογέλεκο)
  • παντελόνι «τρόμπα» (τζογέ),
  • σακάκι ανάρριχτο και κοστούμι ασορτί και κοκέτικο (!) με βαριά όμως πάντα χρώματα (μαύρο, γκρίζο ή καφέ βλ. αυτοβιογραφία Μ. Βαμβακάρη),
  • χτένα και μαντήλι στην κωλότσεπη (για στιγμιαίο σουλούπωμα-γυάλισμα/ξεσκόνισμα αφού οι δρόμοι δεν είχαν ασφαλτοστρωθεί τότε και σηκώνονταν κουρνιαχτός με το παραμικρό βλ. και Ζήκο εν έτει 1963 στην Αθήνα, να λέει «τα παράπονά σας στο Δήμαρχο που δεν καταβρέχει», διότι περνούσε η υδροφόρα του Δήμου με τρύπια καζάνια, που έσταζαν νερό στο δρόμο για να κατακάτσει το χώμα),
  • κερασέα (μαγκούρα για εκφοβισμό πολιτικών αντιπάλων),
  • «σίδερο» ή «κούφιο» ή «κουμπούρι» (πιστόλι και «δαμάσκηνα» ή «μούσμουλα»: σφαίρες),
  • «γκαρδιακιά» ή «σκανταλιάρα» ή «ισόβια», ή «διμούτσουνη» (=μαχαίρι) βλ. και Ν. Φέρμα ως κουτσαβάκη Νταούφαρη στην «Ανθισμένη Μυγδαλιά» (1959),
  • ζωνάρι (αρβανίτικα, ζινάρι) το πάτημα του οποίου σήμαινε πρόκληση σε μονομαχία όπως και σε όλους τους Ουραλο-αλταϊκούς λαούς,
  • στιβάλια τριζάτα (συνήθως υποχρέωναν τον τσαγκάρη να βάλει δυο φέτες πετσί βουτηγμένο σε πετρέλαιο ανάμεσα στον πάτο και τη σόλα για να κάνει γούτσου-γούτσου),
  • «πίττες» ή αφέλειες (κολλημένο τσουλούφι στο μέτωπο με μεδουλάρι: ζωικό λίπος),
  • ψεύτικες ελιές ζωγραφιστές ή σταμπαρισμένες με γραφίδα,
  • τσαμπουκάδες (ανορθόγραφα τατουάζ ή χαρακιές) στα χέρια και στο στήθος,
  • επιβλητικός μύσταξ (περιποιημένος με «μαντέκα»=ζωικό λίπος και διορθωμένος με μολύβι ή κάρβουνο),
  • βλοσυρό ύφος («συναχωμένο» βλ. «Συνάχης» Μ. Βαμβακάρης),
  • αργκό με ιδιαίτερη προφορά (συνήθως αρβανίτικη), και
  • σχετικούς ακκισμούς (πάτημα των τακουνιών πρώτα, απότομα τίναγμα του κεφαλιού προς τα πίσω, στρίψιμο μουστακιού, μονόμπαντο βάδισμα βλ. έκφραση «σιγά τα βαρίδια» κλπ).

Ενδεικτική βιβλιογραφία:

  • Ο Τζογές, 1926, νεότερη έκδοση Βραδυνής 1937, Σώτος Πετράς,
  • Τα Παιδιά της Πιάτσας, Ν. Τσιφόρου α΄ έκδοση Ταχυδρόμος 1965, (ιστορία “Κονόμι συνταγματικό”), Αθήνα 1979, Ερμής,
  • Υπόκοσμος και Καραγκιόζης, Ηλίας Πετρόπουλος 1996 Αθήνα, Νεφέλη,
  • Τουμπεκί, Π. Πικρός 1927, Αθήνα, Κάκτος,
  • Ο Πατροκατάρατος, Μαρίνος Παπαδόπουλος Βρετός, Αθήνα 1845 (ημιτελής δημοσίευση σε συνέχειες στην εφημ. Ανεξάρτητος. Βλ. Μαρίνος Παπαδόπουλος Βρετός, Ο πατροκατάρατος και άλλα αφηγήματα. Φιλολογική επιμέλεια Λάμπρος Βαρελάς, Αθήνα, Νεφέλη, 2004 («Η πεζογραφική μας παράδοση», αρ. 64), σσ. 111-142),
  • Αθηνών Απόκρυφα, Γεώργιος Ασπρίδης, (Αθήνα, ύστερα από το 1844. Σώζεται μόνο το πρώτο δεκαεξασέλιδο φυλλάδιο),
  • Η Επτάλοφος ή Ήθη και Έθιμα Κωνσταντινουπόλεως, Πέτρος Ιωαννίδης ο Αγέρωχος, Μυθιστόρημα, τόμος Α΄, Κωνσταντινούπολη, τυπ. Η Ανατολή Ευαγγελινού Μισαηλίδου, 1855 (β΄ έκδ. με τον τίτλο: Απόκρυφα της Κωνσταντινουπόλεως, Αθήνα 1866),
  • Απόκρυφα Σύρου, Δημοσθένης Ν. Λυμπερίου, Μυθιστορία, τόμος Α΄, Ερμούπολη, τυπ. «του Έθνους», 1866 (α΄ δημ. εφημ. Σάλπιγξ της Ελευθερίας, Ερμούπολη 1863, β΄ έκδ. 1882),
  • Απόκρυφα Κωνσταντινουπόλεως, Χριστόφορος Σαμαρτσίδης, Μυθιστόρημα. Μέρος πρώτον, τόμος Α΄, Κωνσταντινούπολη, τυπ. Επταλόφου, 1868, τόμος Β΄ (1868), τόμος Γ΄ (1868) – Μέρος δεύτερον, τόμος Α΄. Δαπάνη Δημητρίου Α. Φέξη, Κωνσταντινούπολη, τυπ. Il Commercio Orientale, 1868, τόμος Β΄ (1868) – Μέρος τρίτον, Δαπάνη Δημητρίου Α. Φέξη, Κωνσταντινούπολη, τυπ. Il Commercio Orientale, 1868 [β΄ έκδ. του πρώτου μέρους 1869],
  • Οι μυστηριώδεις νυκτοκλέπται, Μηνάς Δ. Χαμουδόπουλος, Διήγημα πρωτότυπον, Σμύρνη, τυπ. Σμύρνης, 1871,
  • Συνέπεια της αμαρτίας, Νικόλαος Β. Βωτυράς, Μυθιστόρημα πρωτότυπον, Κωνσταντινούπολη, τυπ. Βυζαντίδος, 1873 (α΄ δημ. στο περ. Παλλάς Σύρου 1871-1872, β΄ έκδ. με τον τίτλο Η μάγκα του Ωρολογίου ήτοι Τα αποτελέσματα μιας αμαρτίας. Ιστορικόν διήγημα πρωτότυπον, Αθήνα 1877, γ΄ έκδ. Αθήνα 1884),
  • Έν ζακύνθιον απόκρυφον, Σωκράτης Ζερβός, Μυθιστόρημα, Ζάκυνθος, τυπ. Ο Ζάκυνθος διευθυνόμενον υπό Δ. Α. Φραγγοπούλου, 1875,
  • Τα φάσματα της Αιγύπτου, Μαρία Π. Μηχανίδου, Διηγήματα πρωτότυπα. Σειρά πρώτη: Η καρτερία του Παύλου, Αθήνα, τυπ. Θ. Παπαλεξανδρή, 1875,
  • Απόκρυφα Αθηνών ή Τα μυστηριώδη εγκλήματα κακούργων τινών, Δημ. Κ. Αλβανόπουλος, Αθήνα, τυπ. της Μυθιστορικής Βιβλιοθήκης Δ. Α. Φέξη, 1884,
  • Τα δράματα της Κωνσταντινουπόλεως, Κωνσταντίνος Δ. Γουσσόπουλος, Πρωτότυπον κοινωνικόν μυθιστόρημα, τόμ. Α΄-Δ΄, Κωνσταντινούπολη 1888,
  • Κοινωνικαί εικόνες. Οι κακούργοι, Ιωάννης Σ. Ζερβός, Πρωτότυπος μυθιστορία, Κέρκυρα, τυπ. Νικολάου Πετσάλη, 1889,
  • Η απορφανισθείσα κόρη, Γεώργιος Κ. Κουτσούρης, Πρωτότυπον κοινωνικόν μυθιστόρημα, Κωνσταντινούπολη, τυπ. Νομισματίδου, 1889,
  • Πέραν απόκρυφα, Επαμεινώνδας Κ. Κυριακίδης, Πρωτότυπον κοινωνικόν μυθιστόρημα, τόμ. 1-2, Κωνσταντινούπολη,, τυπ. Ν. Γ. Κεφαλίδου, 1890,
  • Μυστηριώδης αποκάλυψις, Άγγελος Μωρέττης, Μυθιστορία πρωτότυπος, Αθήνα 1890 (ημιτελής δημοσίευση σε συνέχειες στο περ. Σοσιαλιστής),
  • Τα απόκρυφα των Αθηνών και αι περιπέτειαι του Άγγλου περιηγητού Τζωνν Τζάκετ, Αθήνα 1890,
  • Απόκρυφα της Αιγύπτου, Ζ. Ζαννής (Ιωάννης Σ. Ζερβός), Εκδότης Αργύριος Δρακόπουλος, Αθήνα, τυπ. Βλαστού Βαρβαρρήγου, 1894 και
  • Οι Άθλιοι των Αθηνών, Ιωάννης Δ. Κονδυλάκης, Το πρώτον εικονογραφημένον ελληνικόν μυθιστόρημα, εν Αθήναις, τυπ. Π. Ζανουδάκη, 1895.

– Ασσέοι πολλοί!
– Πώς θα τους παίξεις;
– Εγώ!
– Μου κλείνεις το πεντάρι και το εξάρι ε; Σωστός ο παίχτης

Ο κυρ-Θόδωρας φώναξε δυνατά την παραγγελία του στον ταμπή και ακολούθως, απίθωσε τον παίχτη του στο τραπέζι κι έβγαλε το πακέτο και τα σπίρτα του απ’ τη μέσα τσέπη.

Μεταμφίεση

11459295Τράβηξε πλατεία Ψυρρή, βρήκε τον Αριστείδη το γέρο στον καφενέ, καθήσανε, κλαιγότανε ο Αριστείδης:

– Σκατά γένηκε η πιάτσα και δε βρίσκεις τη σήμερον μήτε μια δοντιά να βάλεις στο τσιγάρο σου να νοστιμήσει…

Κι άρχισε να του λέει τους παλιούς, να πούμε, κάτι κουτσαβάκια φίνα, με την αφέλεια, τη χλίψη στο καπέλο, το τζογέ πανταλόνι, το ζουνάρι με τη διμούτσουνη και τη φωτερή, που τα παίρνανε μαγκουράτα και δέρνανε και κανένα δε νογάγανε, ανάθεμα το Μπαϊρακτάρη που ρήμαξε την καλή μαγκιά…

Ψώνιζε ο Μπάτσικας, πλέρωσε τα ποτά, τούριξε και δέκα τάλλαρα για μια ώρα ανάγκη και έφυγε γεμάτος. Και γύρισε από δω, γύρισε από κει, τα πίτυχε όλα και στην εντέλεια.

Μέχρι τρία τρακόσα του κόστισε η φτιάξη, αλλά έγινε ένας μάγκας παλιός, πεννάτος. Παπούτσι, μέχρι να χωράει κάτω από το τακούνι όρθια δεκάρα μπακίρα. Καβουράκι ατσαλάκωτο μαύρο, χταποδοφωλιά, με τη χλίψη του, κορδέλλα μισό και τρία. Ζουνάρι σατέν με τα σιδερικά του στην πέννα. Σακκάκι Παμεινώντα ριχτομάνικο το ένα και παντελόνι τζογέ, πέντε δάχτυλα γύρισμα… Και μαγκούρα κερασέα και παίχτης φίλντισι και για κάθε ενδεχόμενο έβγαλε και το δαχτυλίδι να μη δίνουμε γνωριμίες. Μέχρι, δηλαδή, πούπιασε μολύβι της κόπιας και ζωγράφισε πάνω στο στήθος του γοργόνες κι έγραψε ανορθόγραφα “το στήθος μου κατάντισε – βασάνων κατικεία – που κατηκούν οι λαίοντες – και τ’ άγρεια θαιρία”. Τέτοια τέλεια…

~ Νίκος Τσιφόρος, “Η μαύρη μάσκα”, στο Παραμύθια πίσω από τα κάγκελα, εκδ. Ερμής, 1973. Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό “Ταχυδρόμος”, 1962-1963.

 

Το ντύσιμο του παλικαριού

paradosi_antarsias_0Ήδη από το 1860, τα πρώτα στοιχεία της μελλοντικής αντι-κοινωνίας των ρεμπέτηδων αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του αθηναϊκού πληθυσμού. Σύμφωνα με τον E. About [La Grèce contemporaine, 1860], την εποχή εκείνη ο πληθυσμός της Αθήνας διακρινόταν σε τρεις κατηγορίες: στους Φαναριώτες, τους Νησιώτες και τα Παλικάρια. Οι τελευταίοι ήταν ορεσίβιοι, παλιοί οπλαρχηγοί ή ληστές που «έχουν κουβαλήσει μαζί τους ως και μέσα στην Αθήνα τα παράξενα έθιμα του τόπου τους», δηλαδή, ανάμεσα  στα άλλα, μια γλώσσα γεμάτη τούρκικες λέξεις, και τη συνήθεια να βγαίνουν στους δρόμους της πρωτεύουσας πάνοπλοι. Μερικές λεπτομέρειες από το ντύσιμο του παλικαριού που περιγράφει ο E. About είναι πολύ χαρακτηριστικές και θυμίζουν την αμφίεση των ρεμπέτηδων στο μεταίχμιο του 19ου προς τον 20ό αιώνα (γνωστών τότε με το όνομα κουτσαβάκια): χασεδένιο πουκάμισο με μεγάλο ριχτό γιακά, χωρίς γραβάτα, γιλέκο, χωρίς μανίκια, φαρδιά πέτσινη ζώνη απ’ όπου κρεμούσαν το κεντητό μαντίλι, το πουγγί, την καπνοσακούλα και τ’ αρματα.

~ Στάθης Δαμιανάκος,  Παράδοση ανταρσίας και λαϊκός πολιτισμός, εκδ. Πλέθρον, 1987


n.b. Εδώ νομίζω ο Δαμιανάκος διαβάζει ό,τι τον βολεύει και βλέπει ό,τι θέλει. Ο Αμπού περιγράφει φουστανελάδες, κι αυτός βλέπει κουτσαβάκηδες. Να το πρωτότυπο:

9783958220959-us-300.jpg

“Voici, en quelques mots, la toilette d’un Pallicare d’Athènes : une chemise de percale avec un grand col rabattu, sans cravate ; un caleçon court en coton ; des bas quelquefois ; toujours des guêtres agrafées jusqu’au genou, assez semblables aux cnémides des guerriers d’Homère ; des babouches rouges ; une foustanele, ou jupe très-ample, serrée à petits plis autour de la taille ; une ceinture et des jarretières étroites en soie de couleur ; un gilet sans manches ; une veste à manches ouvertes ; un bonnet rouge à gland bleu ; une large ceinture de cuir où l’on suspend le mouchoir brodé, la bourse, le sac à tabac, l’écritoire et les armes. La veste et les guêtres sont presque toujours en soie et souvent brodées d’or. Le costume d’un domestique de bonne maison, ou d’un employé à six cents francs par an, vaut six cents francs. En hiver, les Pallicares s’enveloppent dans un manteau de laine blanche qui imite assez bien la toison d’une brebis, ou dans un énorme surtout de feutre grossier, imperméable à la pluie. En été, pour se défendre des coups de soleil, ils enroulent un mouchoir, en guise de turban, autour de leur bonnet rouge. Dans quelques villages, le turban est encore de mode, et l’on rase les cheveux.”

Σαραντάκος: Το μυστηριώδες Ιφ

Το ιφ ήταν επιφώνημα των κουτσαβάκηδων, που φαίνεται πως είχε δύο βασικές χρήσεις: μεταξύ κουτσαβάκηδων, χρησίμευε ως προσφώνηση, συχνά με τη συμπλήρωση «αδερφάκι»· προς τρίτους, πάλι, δήλωνε απειλή, που κάποτε γινόταν απροκάλυπτη: Ιφ και σ’ έφαγα.

Όταν το επιφώνημα έγινε πιο γνωστό, άρχισε να εμφανίζεται στις στήλες των εφημερίδων και στο θέατρο έχοντας αποκτήσει πια φολκλορικό χαρακτήρα, σε επιθεωρήσεις, χρονογραφήματα και ευθυμογραφήματα όπου εμφανίζονταν κουτσαβάκηδες υπό τύπον καρικατούρας, με ένα από τα διακριτικά τους χαρακτηριστικά τη χρήση του ιφ. Σταδιακά, η λέξη πήρε και τη σημασία του κουτσαβάκικου ύφους («είναι όλο ιφ») ή ακόμα και του ίδιου του κουτσαβάκη (ένα ιφ)…

Keep reading: Το μυστηριώδες Ιφ — Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Καβγάς (πεζογράφημα του Μιχαήλ Μητσάκη)

Ο Μητσάκης (1868-1916)… περιγράφει με τέχνη και οξυδέρκεια έναν καβγά κουτσαβάκηδων, πιθανότατα στην πλατεία Κουμουνδούρου, στα τέλη του 19ου αιώνα. Η γλώσσα είναι βαριά καθαρεύουσα, αλλά οι διάλογοι δίνονται στο μάγκικο ιδίωμα της εποχής.

Το αφήγημα δημοσιεύτηκε αρχικά στο περιοδικό Αττικόν Μουσείον στο τεύχος 9 του 1890 (Σεπτέμβριος 1890). Εγώ το πήρα από τον τόμο «Μιχαήλ Μητσάκης. Πεζογραφήματα» του εκδ. οίκου Νεφέλη, αλλά κοίταξα και το πρωτότυπο, το οποίο στη μαγική εποχή μας υπάρχει ονλάιν,..  Εκσυγχρόνισα λιγάκι την ορθογραφία...

~ Νίκος Σαραντάκος

ΚΑΒΓΑΣ

Υπό το τρομαλέον φέγγος του φανού, συνεπλάκησαν οι δύο κουτσαβάκηδες. Προ ώρας ήδη, ερίσαντες έμπροσθεν της τραπέζης του παρακειμένου καφενείου, όπου εκάθηντο μαζί, είχαν εγερθεί και ηπειλούντο. Εν τη ασελήνω νυκτί, επί της σκοτεινής πλατείας, εφ’ ής το ράμφος του αεριόφωτος διέχυνεν αμυδράν λάμψιν, ο είς είχεν ανασπάσει* πελωρίαν κάμαν, εξαστράπτουσαν και ρεβόλβερ ο έτερος προτείνει. Και από μακράν, ιστάμενος ο πρώτος εις το πεζοδρόμιον, επάνω, κάτω ο άλλος, εν τω μέσω της οδού, απέναντι, προσβλέπονται αγρίως, εν ανορθώσει μυστάκων και κομών, λοιδορούνται αμοιβαίως, φαίνοντ’ έτοιμοι να εξορμήσουν κατ΄ αλλήλων. Από του βραχνού των λάρυγγος, αρτίως προφανώς οινοβραχέντος, εξέρχονται άναρθροι κρωγμοί, εκρήγνυνται βλασφημίαι εμπαθείς, ύβρεις πτύονται, βάλλονται προκλήσεις, εν χειρονομιών παραφορά και βιαιότητι κινήσεων. Με την πλατύγυρον ρεπούμπλικαν ανερριμμένην επί το ινίον* του αυτός, τον κούκον* του ο δεύτερος προσπίπτοντα επί την οφρύν, ωχροί, άνευ γελέκου, το υποκάμισον προβάλλον ανοικτόν επί του στήθους, την μίαν μόνην χειρίδα του επανωφορίου περασμένην, μ΄ ευρύ ζωνάρι, κατακόκκινον κι οι δύο, περιτυλίσσον την οσφύν, λαμβάνουν ούτω στάσεις παλαιστών, δραματικάς, ωσεί ακατασχέτων εκ θυμού και μένους, λυσσαλέων, παρασκευαζομένων να ροφήσουν αίμα μεστοίς χείλεσι, χωρίς όμως εν τούτοις να μετακινούνται κατά βήμα.

-Τι σκιάζεσαι, ρε, τη Μπαναγία σου μέσα! Τι κάνεις έτσι σα γυναίκα; Θαρρείς, μωρέ, που θα σε φοβηθώ που έχεις περίστροφο; Να, μωρέ, εγώ την πετάω και την κάμα! Έλα στα χέρια, σα σου βαστάει!

-Το σταυρό σου, ρουφιάνε! Εγώ σε φοβάμαι, ρε; … Πέταχτη, ρε, την κάμα ναν τ’ αφήκω το περίστροφο… Τι την έβγαλες, ρε;

-Τι σκούζεις έτσι, βρε πεζεβέγκη; Για να μαζωχτεί κόσμος; Πού θα μου πας, ρε, θα σ’ το πιω το αιματάκι σου!

-Εσύ θα μου το πιεις, ρε; Κείνος που θα μου το πιει δε γεννήθηκε, ρε, ακόμα! Σου το ’φαγα το μάτι, κακομοίρη!

Continue reading “Καβγάς (πεζογράφημα του Μιχαήλ Μητσάκη)”

Ρεμπέτες και καπανταήδες

sdfΠαρουσιαστικό

Ο κούτσαβος ήταν ψηλός και λεπτός. Στομάχι ποτέ, κοιλιά ποτέ. Μαλλιά αλειμμένα με λίπα για να γυαλίζουν. Απαραιτήτως χωρίστρα κι ένα τζουλούφι στο μέτωπο, που έπεφτε μπρος στα μάτια. Ο ρεμπέτης για να ιδεί τον συνομιλητή του τράβαγε το τζουλούφι, κάνοντας μια χαρακτηριστική χειρονομία. Μουστάκια στριφτά, στημένα όρθια, χάρη στην μαντέκα.

Ο κουτσαβάκης περπάταγε μονόπαντα και λικνιστικά, με ανασηκωμένο τον αριστερό ώμο, κουνώντας μόνο το δεξί χέρι. Βλέμμα βαρύ και απροσδιορίστως απειλητικό. Φωνή βραχνή από το πολύ χασίσι. Σ’ όλο το κορμί αφανή τατουάζ. Ένα μικρό τατουάζ πάνω στη ράχη της μιας παλάμης.

Ενδυμασία

Ρεμπούπλικα μαύρη με κορδέλα μαύρη (την διαβόητη χλίψη), για να πενθούν τους σκοτωμένους φίλους, ή τους εχθρούς που οι ίδιοι θα δολοφονούσαν μελλοντικώς. Σακάκι μαύρο με φιλντισένια κουμπιά. Το φοράγανε περαστό μόνο στο αριστερό μανίκι, όπως οι ουσάροι. Όταν, όμως, φοράγανε κανονικά το σακάκι δεν κούμπωναν ποτέ.

Πανταλόνι ριγωτό ή με μεγάλα φανταχτερά καρό, που ήτανε φουσκωτό και που κάτω-κάτω στένευε πολύ. Το πανταλόνι ήταν τόσο στενό στα ρεβέρια, ώστε οι ρεμπέτες λέγανε πώς για να το βάλουν χρησιμοποιούσαν κόκαλο και για να το βγάλουν έπρεπε να αλείψουν τις πατούσες τους με σαπουνάδα. Τα ρεβέρια ήσανε, συνήθως, γυρισμένα για να φαίνεται το κόκκινο βελούδο που είχαν ράψει μέσα μεριά, όπως ακριβώς έκαναν οι καπανταήδες της Ισταμπούλ.

Οι ρεμπέτες αγαπούσαν τα κίτρινα πουκάμισα και τις κόκκινες γραβάτες, τις λεγόμενες χασάπικες. Η μέση του ρεμπέτη σφιγμένη με το ζωνάρι, πού, συχνά, ήταν μισοκαλυμμένο από το γελέκι. Το ζωνάρι το τυλίγανε με τέχνη γύρο στη μέση και το είχανε για τσέπη και για οπλοστάσιο. Η μία άκρη του ζωναριού έπρεπε να κρέμεται. Υποτίθεται πως όποιος πάταγε το απλωμένο ζωνάρι ενός μόρτη το έκανε για να τον προκαλέσει. Οι κουτσαβάκηδες αγαπούσαν τα ψηλοτάκουνα μποτίνια. Σύμφωνα με την αισθητική τους το παπούτσι ήτο ωραίο όταν κάτω από την καμάρα του χώραγε να περάσει ένα ποντίκι. Το ντεκόρ του ρεμπέτη συμπληρωνότανε από το μελιτζανί μαντίλι, που ήταν χωμένο στις πτυχές του ζωναριού, ή που κρεμότανε από το τσεπάκι του σακακιού. Με το πέρασμα του χρόνου το κουστούμι του ρεμπέτη άρχισε να απλοποιείται.

Όπλα

Ο ρεμπέτης, ενώ ήτο ντυμένος ευρωπαϊκά, διατηρούσε το ζωνάρι με τα όπλα και τα διάφορα αντρικά μικροαντικείμενα: το μαντίλι, το τσακμάκι. Την καπνοσακούλα, το κομπολόι. Στο ζωνάρι έχωνε, συνήθως, και τα όπλα του. Ο ατομικός οπλισμός άρχιζε από τις κάμες και τέλειωνε στις διμούτσουνες πιστόλες και, αργότερα στα ρεβόλβερ.

Οι καπανταήδες της Ισταμπούλ απέφευγαν τις πιστόλες, λόγω αυστηρών διαταγών του σουλτάνου, που φοβότανε τυχόν δολοφονία του. Άλλωστε, οι πιστόλες κάνουν θόρυβο. Οι ρεμπέτες προτιμούσαν τις σιωπηλές δίκοπες και τα στιλέτα. Όταν ήθελαν να γελοιοποιήσουν τον αντίπαλο τον κυνηγούσαν και του έδιναν λίγες μαχαιριές, πίσω στους γλουτούς.

Όταν, όμως, ήθελαν να σκοτώσουν στ’ αληθινά. Κάρφωναν την δίκοπη στην κοιλιά του εχθρού και την στριφογύριζαν. Και, μάλιστα, μετά τραβάγανε το ματωμένο μαχαίρι και το έγλειφαν. Ή, άλλοτε, έσκυβαν και διάγκωναν το αυτί του πτώματος, ή ρουφάγανε το ένα μάτι του.

Όλ’ αυτά τα απαίσια είναι αποτυπωμένα μες στις παροιμίες και στις λαϊκές εκφράσεις. Πάντως, οι ρεμπέτες χρησιμοποιούσαν τα μαχαίρια με θεαματικούς τρόπους. Στην φυλακή ο τσιρίμπασης, που ήθελε να επιβεβαιώσει την εξουσία του, εξανάγκαζε τους φυλακισμένους να περάσουν κάτω από το μαχαίρι του που το κράταγε υψωμένο. Ο σκληρός μάγκας έτρωγε, μεταχειριζόμενος την κάμα σαν πηρούνι. Οι ρεμπέτες σιχαινόντουσαν τα κουτάλια και τις σούπες (στην Ελλάδα ο καλοφαγάς λέγεται γερό πηρούνι).

Ο ρεμπέτης, που ήθελε να τρομοκρατήσει την ταβέρνα, κάρφωνε στο τραπέζι το μαχαίρι του.

Continue reading “Ρεμπέτες και καπανταήδες”