Τρίφωνο/Ηχόδραση – Ο Λιόντας

Στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος. Μουσική: Μάνος Λοΐζος. Πρώτη εκτέλεση: Γιώργος Νταλάρας στο δίσκο “Να ‘χαμε, τι να ‘χαμε”, 1972. Αυτή η εκτέλεση είναι από Ηχόδραση (ομάδα κρουστών του Νίκου Τουλιάτου) και Τρίφωνο (Νίκος Κουρουπάκης, Ερωφίλη, Δημήτρης Υφαντής), στο δίσκο “Η αρχή δια τυμπάνων”, 2011. Το Πήλιο κι ο γενίτσαρος είναι ένεκα λογοκρισίας, οι αρχικοί στίχοι ήταν “Απρίλη στην Αργαλαστή” και “τον κοτσάμπαση τον κλέφτη”.

Στο Πήλιο στην Αργαλαστή
πιάσαν το Λιόντα το ληστή
που ‘χε τα χέρια τέσσερα
τα πόδια δεκατέσσερα
κι έβλεπε κι απ’ την πλάτη
μ’ ένα μεγάλο μάτι

Τι φταίει που ‘γινες ληστής
τον ρώτησεν ο δικαστής
φταίει που ‘χα χέρια τέσσερα
και πόδια δεκατέσσερα
μα πιο πολύ το μάτι
που έβλεπα απ’ την πλάτη

Δεν είχε κάνει φονικά
ούτε χρωστούσε δανεικά
μόνο που αυτό το μάτι του
το πίσω από την πλάτη του
τήραε τον αγά τον ψεύτη
το γενίτσαρο τον κλέφτη

Η ιστορία της “Ευδοκίας”

[πηγή: Cogito Ergo Sum]

evdz.jpg

“Ευδοκία”

Η σημερινή μας ιστορία εκτυλίσσεται κάπου στις αρχές τής δεκαετίας τού ‘70. Ο 21χρονος Γιώργος Κουτούζης από την Νέα Ερυθραία δουλεύει σε οικοδομή αλλά σήμερα έχει μια σοβαρή υποχρέωση και πρέπει να λείψει. Επειδή ξέρει ότι ο εργολάβος θα “στραβώσει” αν μείνει πίσω η δουλειά, έχει φροντίσει από την προηγούμενη μέρα να πάει σε ένα καφενείο τής περιοχής όπου συχνάζουν εργάτες σαν κι αυτόν και να βρει αντικαταστάτη. Όμως, ο αντικαταστάτης δεν πήγε στο γιαπί. Έτσι, όταν την επόμενη μέρα ο Κουτούζης γυρίζει στην δουλειά του, ο εργολάβος τον απολύει θυμωμένος. Έξω φρενών ο νεαρός ξαναπάει στο καφενείο να ζητήσει εξηγήσεις από εκείνον που τον κρέμασε και, κουβέντα στην κουβέντα, ο άλλος αποκαλεί τον Κουτούζη “αλήτη”. Ο Κουτούζης θολώνει, τον βγάζει σηκωτό από το καφενείο και τον αρχίζει στα χαστούκια. Κάποιοι κινούνται εναντίον του αλλά ο γεροδεμένος Κουτούζης αρπάζει ένα μηχανάκι, το σηκώνει στον αέρα και απειλεί να το πετάξει σ’ όποιον πλησιάσει.

Το σκηνικό δεν θα είχε συνέχεια αν εκείνη την στιγμή δεν περνούσε από κει ο Αλέξης Δαμιανός. Ο πενηντάχρονος σκηνοθέτης, ιδρυτής τού “Πειραματικού Θεάτρου” και του θεάτρου “Πορεία”, τριγυρίζει ψάχνοντας τον πρωταγωνιστή τής δεύτερης ταινίας του (έχει προηγηθεί το εξαιρετικό “Προς το πλοίο”, το 1966). Ο Δαμιανός έχει καταλήξει σε πρωταγωνίστρια (η πρόωρα χαμένη κύπρια Μαρία Βασιλείου, που είδαμε αργότερα στον “Θίασο” του Αγγελόπουλου) και τώρα ψάχνει κάποιον όμορφο νεαρό, ο οποίος να μην έχει σχέση με την υποκριτική, για να του δώσει τον πρώτο ανδρικό ρόλο. Εντυπωσιάζεται από τον Κουτούζη, τον πλησιάζει και, καθώς ο νεαρός έχει μείνει χωρίς δουλειά, τον πείθει. Λίγες μέρες αργότερα, σε ένα ταβερνάκι στα παλιά σφαγεία τής Κάτω Κηφισιάς, ο Κουτούζης αρχίζει την πρώτη και τελευταία του υποκριτική δουλειά: ως λοχίας πεζικού Γιώργος Μπάσκος χορεύει ζεϊμπέκικο για τα μάτια μιας νεαρής πόρνης, της Ευδοκίας.

Στα γυρίσματα της σκηνής, ο Κουτούζης χορεύει υπό τους ήχους τής “Άτακτης” του Μάρκου Βαμβακάρη, επειδή ο Δαμιανός δεν έχει βρει ακόμη τον συνθέτη που θα γράψει μουσική για την ταινία. Η σκηνή παίρνει δυο μέρες για να ολοκληρωθεί, μιας και ο νεαρός πρωταγωνιστής δεν έχει ξαναχορέψει ζεϊμπέκικο στην ζωή του. Κάμποσες μέρες αργότερα ο ηθοποιός Χρήστος Ζορμπάς, που παίζει τον νταβατζή τής Ευδοκίας και ξέρει ότι ο Δαμιανός γυρίζει την ταινία με ψίχουλα ως προϋπολογισμό, προτείνει στον σκηνοθέτη ένα νεαρό ταλαντούχο φίλο του συνθέτη, ο οποίος θα μπορούσε να αναλάβει την δουλειά με πενταροδεκάρες. Ο Δαμιανός συμφωνεί να συναντηθεί με τον  φίλο τού Ζορμπά για να συζητήσουν. Και κάπως έτσι, τον Ιούλιο του 1971, ο Δαμιανός γνωρίζει τον 34χρονο Μάνο Λοΐζο και του αναθέτει να γράψει μουσική για την “Ευδοκία”.

Continue reading “Η ιστορία της “Ευδοκίας””