Όλα τα κάστρα να χαθούν όλα και να ρημάξουν
Το Παλαμήδι το πικρό Θεός να το φυλάξει
Εκεί ‘ναι οι κατάδικοι όλο βαρυποινίτες
Μέσα είναι κι ο άντρας μου στα σίδερα βαλμένος
Με δυο ζυγίτσες σίδερα στα πόδια και στα χέρια
Δεν πήγε κάνας να τον δει από τους εδικούς του
Παρά η Παναγιώταινα η δόλια του γυναίκα
– Το πού είσαι αστεράκι μου, πουλί μ’ ζωγραφισμένο
Δώδεκα χρόνους καρτερώ, δώδεκα χρόνους τρέχω
Με ρώταγεν η μάνα μου κι η δόλια η αδερφή μου
– Κόρη μου, πού ‘ν’ ο άντρας σου, το πού ‘ν’ ο Παναγιώτης;
– Μάνα μου, σαν μ’ ερώτησες να σου το μολογήσω
Δώδεκα χρόνους καρτερώ το δόλιο μου τον άντρα
Στη φυλακή τον έχουνε στα σκοτεινά μπουντρούμια
Με δυο ζυγίτσες σίδερα στα πόδια και στα χέρια
– Κόρη μου δεν παντρεύεσαι να πάρεις άλλον άντρα;
– Μάνα ζουρλή δεν ντρέπεσαι το τ’ είν’ αυτό που λέγεις
Το λόγο δεν απόσωσε το λόγο δεν αποείπε
Λιγοθυμιά τη βάρεσε κι έπεσε να πεθάνει
(στο Οι φυλακές του Ναυπλίου, του Ανδρέα Καρκαβίτσα)