Τραγούδι του Κώστα Μπέζου (Α. Κωστής) που το ερμηνεύει ο ίδιος. Είναι ο πρώτος δίσκος που ηχογράφησε στην Ελλάδα ο Τέτος Δημητριάδης για λογαριασμό της αμερικανικης εταιρείας Victor, με τον Κώστα Μπέζο και κυκλοφόρησε στην Αμερική. Ηχογραφήθηκε στην Αθήνα, το 1930. Ζεϊμπέκικο. Ορχήστρα με δύο κιθάρες, παίζουν Κώστας Καρίπης και Κώστας Μπέζος. / Εκτέλεση από Θεοδοσία Στίγκα και φουλ ορχήστρα εδώ / Ο Πετρόπουλος λέει: “Καθώς πολλά μουρμούρικα, έτσι και σ’ αυτό το τραγούδι υπάρχουν έντονα σουρεαλιστικά στοιχεία. Όθεν, αδυνατώ να εξηγήσω τι σημαίνουν ορισμένες φράσεις (π.χ. του δεύτερου και του τρίτου δίστιχου). Πάντως κούφιο σημαίνει πιστόλι, όχι περίστροφο. Το τελευταίο δίστιχο είναι σαφώς ειρωνικό. Ο φουκαράς ο Μήτσος, ο στραβοκάνης, προφανώς, ήτανε ντουμανάκιας (δηλαδή: μπατίρης που συχνάζει στους τεκέδες και προσπαθεί να μαστουριάσει εισπνέοντας τα αιωρούμενα ντουμάνια, ή, ζητιανεύοντας καμιά ψιλή). Οι μάγκες κοροϊδεύουν, με συγκατάβαση, τους ντουμανάκηδες.”
Ρε, ν’ από πί-, ρε ν’ από πίσω στη στρατώνα
Βαρέσαν μά-, βαρέσαν μάγκα στην υπόγα
Μπαίνει ‘νας μπά-, μπαίνει ‘νας μπάτσος με το κούφιο
Και ρίχνει μου-, και ρίχνει μούσμουλα στο ρούφο
Και κατρακύ-, και κατρακύλησε το φέσι
Μας σβήνει ο να-, μας σβήνει ο ναργιλές στη μέση
Και τον ανά-, και τον ανάβει η κυρία Κούλα
Ρε που ‘χει τάλιρα και τσιγαριές στη ζούλα
Γειά σου ρε Μή-, γειά σου ρε Μήτσο στραβοκάνη
Που ‘σαι μαστού-, που ‘σαι μαστούρι απ’ το ντουμάνι