Πειρατές της Γραμβούσας

Πέρα, μέσα στην καταχνιά, μαύρο θεόρατο, άρχιζε να ξεχωρίζει, με τις μεγάλες τάμπιες του και τα ψηλά μπεντένια, το κάστρο της Γραμβούσας. Στ’ απάνω καστέλλι δεν ανέμιζε πια η μπαντιέρα τού Καλλέργη, οι καλοί είχαν φύγει και το φοβερό και περήφανο κάστρο είχε απομείνει στα χέρια των μπαντίδων που ξαφρίζανε την Άσπρη θάλασσα. Τα τρομπόνια λάμπανε πίσω στις τουφεκίστρες και τα κανόνια χάσκανε στα μασγάλια, γιομάτα ως το λαιμό από πάνω απ’ τις φόσσες και κόντρα φόσσες. Οι δραγονιέρες είχαν μπόλικο νερό. Οι στέρνες κρύβανε τις πρέζες, και τους σκλάβους στα μπουντρούμια. Απάνω απ’ τα σαράντα μίστικα, σακολέβες και περγαντίνια είχαν δέσει στα μουράγια, έτοιμα να σηκωθούν στο πρώτο σινιάλο.

Ο καιρός ήτανε στο μαΐστρο. Μπροστά οι δικοί μας, πίσω οι Εγγλέζοι, όλη η λίνεα κρατούσε ένα μίλι. Κεσέμι πήγαινε μπρος ο καπτάν-Αχιλλέας Νταλαμάγκας μ’ ένα καινούργιο κορβετάκι, πούχανε φιάξει στον Πόρο. Ο Χαμιλτώνας τούβαλε σινιάλο να ξεκόψει απ’ τη λίνεα να πάει να μιλήσει με το κάστρο. Πήρε λοιπόν κάμποσες βόλτες, ήρθε κοντά, στάθηκε αλά κάπα, έριξε μια κανονιά και σήκωσε σινιάλο παρλάρε. Αμέσως βγήκε όξω μια σακολέβα.

Ο Αχιλλέας έδωσε τα χαρτιά του αρχηγού και τους είπε και με το στόμα:

— Να κάνετε ράι!

— Κάνομε ράι με το άφεωνται αι αμαρτίαι!

— Να κάνετε ράι παστρικό, τέι περ τέι, αλλιώτικα θα σας κάψωμε.

— Δεν κάνομε κι ελάτε!

Το κορβετάκι πήγαινε όλο ξαπάφτοντας και ζύγωνε το κάστρο. Έβλεπαν τις βάρδιες και τις σιδερένιες πόρτες με τα μεγάλα τα καρφιά και το λεοντάρι του Αϊ-Μάρκου από πάνω.

~ Κωνσταντίνος Ράδος, Ο πειρατής της Γραμβούσης (Νεφέλη, 1988). Πρώτη έκδοση το 1930, στο Ο πειρατής της Γραμβούσης και άλλα διηγήματα. Άλλαξα λίγο την ορθογραφία.

Το κάστρο σήμερα [+]

Leave a comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.